Θα μπορούσα, για το σημερινό θέμα, να διαλέξω έναν πιο λόγιο τίτλο. Κάτι σαν «Αναζητώντας απελπισμένα την τελειότητα». Ή «Το κυνήγι του ξεχασμένου θησαυρού». Ή να «δανειστώ» τον τίτλο του μυθιστορήματος του Τομ Γουλφ «Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας». ‘Η κάτι πιο υπαινικτικό τύπου «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο;» με ένα ερωτηματικό να! με το συμπάθιο, διότι αν δεν αμφισβητήσουμε λιγουλάκι και τον Ντοστογιέφσκι δεν κάνουμε δουλίτσα. Αλλά επειδή το θέμα, η επικείμενη απαγόρευση της χρήσης φίλτρων στο Instagram, καταλήγει μοιραία σε ένα επιθεωρησιακό τσιριμπίμ τσιριμπόμ, προτίμησα να «πειράξω» τον στίχο του Κώστα Τριπολίτη από το τραγούδι του Γιώργου Χατζηνάσιου «Αν ρωτάς τι τρέχει» («Αν ρωτάς τι τρέχει / γκαρσόνια ο τόπος έχει / αν ρωτάς πώς πάει / ο κόσμος δεν μιλάει / κι αν ρωτάς για μένα / νεύρα τεντωμένα» λέει κανονικά το ρεφρέν).
Θα μπορούσα, βέβαια, να παραφράσω και το τραγούδι των Νικολόπουλου – Ρασούλη «Με τα χείλια φουσκωμένα και βαριά / τριγυρνάνε οι γυναίκες στην Αθήνα». Να ήταν όμως μόνο τα χείλια; Να ήταν μόνο οι γυναίκες; Να ήταν μόνο στην Αθήνα; Σε όλη την Ελλάδα (και σε όλον τον κόσμο υποθέτω αλλά εδώ μιλάμε για τη χώρα μας) η «φωτογραφική ηλικία» των χρηστών των σόσιαλ δεν ξεπερνά τα πέντε χρόνια. Αντε έξι, να έχουν πάει και στο Δημοτικό.
Δεν καταλαβαίνουν όσοι τα χρησιμοποιούν τόσο απλόχερα ότι, στην πραγματικότητα, δημιουργούν καρικατούρες, καρτούν του εαυτού τους; Δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο, ακόμη και τετράχρονου, που, όταν γελάει, να μη σχηματίζει δύο γραμμές γύρω από τα χείλη. Ε, στο Instagram τα περισσότερα έτσι είναι. Βλέπεις κυρίες και κυρίους στα εξήντα τρέχα, σκασμένους στα γέλια και στο πρόσωπο ούτε μία ζάρα. Σαν να τους είναι στενή η επιδερμίδα αφού αναρωτιέσαι αν είναι τσίτα όταν γελάνε πώς θα επανέλθει στα κανονικά της με το που θα κλείσουν το στόμα. Εκτός κι αν γελάνε μονίμως σαν εκείνες τις παλιές «κούκλες του καναπέ» – διότι και οι κούκλες κάποια στιγμή έγιναν πιο ρεαλιστικές. Αν θεωρούν ότι έτσι φαίνονται νεότερες και νεότεροι, τους έχω νεάκια. Επειδή η ηλικία δεν πιστοποιείται μόνο από τις ρυτίδες, το τελικό αποτέλεσμα παραπέμπει σε εξωγήινους. Ασε που από τη ζέση να σβήσουν και την παραμικρή υποψία μαύρου κύκλου ή σκιάς από το πρόσωπο, παίρνουν σβάρνα και τη μύτη με αποτέλεσμα να μένουν μόνο τα ρουθούνια, σαν γουρουνάκι ένα πράγμα.
Και εν τω μεταξύ, τα χείλια φουσκώνουν, τα μάτια μεγαλώνουν, τα στήθη ανεβαίνουν, οι μέσες στενεύουν, τα πόδια ψηλώνουν και οι παρέες γίνονται τελικά ένα τοπίο στην ομίχλη που επειδή είναι αρυτίδωτο νομίζουν ότι κέρδισαν το στοίχημα του Φάουστ για την αιώνια νεότητα. Αλλά δεν είναι έτσι. Διότι αυτοί οι άνθρωποι κυκλοφορούν και «εκτός συσκευών». Και τους βλέπεις έξω και δεν τους αναγνωρίζεις. Και όχι μόνο αυτό. Λόγω της αντίθεσης μοιάζουν πιο ρυτιδιασμένοι, πιο ζαρωμένοι, πιο γερασμένοι απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα.
Tότε γιατί το κάνουν; Γιατί υπερβαίνουν τον καλλωπισμό που εξασφαλίζει ένα «πείραγμα» ανάλογο ενός προσεγμένου μακιγιάζ και μεταμορφώνονται σε avatar του εαυτού τους; Και δεν είναι μόνο τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα. Είναι και τα νέα κορίτσια που αντί να τα σαρώνουν όλα με την εκθαμβωτική λάμψη της νιότης τους, η οποία ακόμη και μικροελαττώματα τα κάνει στοιχεία γοητείας, ισοπεδώνουν την εικόνα τους και μοιάζουν σαν ένα από τα πολλαπλά αντίτυπα ενός αδιάφορου μοντέλου.
Γιατί έτσι κάνουν όλες. Και σε έναν κόσμο που υποτίθεται ότι το ζητούμενο είναι να μην υπάρχουν πρότυπα που δημιουργούν προβλήματα ταυτότητας στους νέους ανθρώπους, σε μία εποχή που υποτίθεται ότι θέλει να εξοστρακίσει τον ηλικιακό ρατσισμό, το κυνήγι της τελειότητας και του αψεγάδιαστου κυριαρχεί. Διότι γίνεται τόσο εύκολα, με το πάτημα ενός κουμπιού. Και κάπως έτσι βλέπουμε όλο και πιο σπάνια την πραγματική γοητεία που έγκειται σε εκείνο το ψεγάδι που δεν χαλάει την τελειότητα. Το αντίθετο, την αναδεικνύει.