Το τετραήμερο πένθος δεν είναι το μέγιστο που έχει κηρυχθεί στη χώρα μας. Υπήρξαν και πενθήμερα, οκταήμερα, ακόμη και τρίμηνα! Διαστήματα πολύ μικρότερα βέβαια από το μέγιστο καταγεγραμμένο στην ιστορία, που ήταν διετές!
Η ψυχίατρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος ισχυρίζεται ότι τα στάδια του πένθους είναι πέντε: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή. Ο καθένας το βιώνει με τον δικό του τρόπο. Ενίοτε όμως, το ατομικό μετατρέπεται σε συλλογικό ύστερα από πολύνεκρα δυστυχήματα, φυσικές καταστροφές ή απώλειες δημόσιων προσώπων. Με την πρόσφατη κήρυξη εθνικού πένθους για τον θάνατο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, άνοιξε και πάλι η κουβέντα για τη διάρκεια, την αναγκαιότητα, τον συμβολισμό… Είχε μερικές μέρες η κοινωνία να ακονίσει τα πληκτρολόγιά της και ξεκούραστη ως ήταν από την εορταστική ανάπαυλα, «έδωσε πόνο» χωρίς να γνωρίζει πως από το 1975 κι έπειτα, για πρώην πρωθυπουργούς, Προέδρους Δημοκρατίας και αρχιεπισκόπους προκηρύσσεται κατά κανόνα τετραήμερο.
Συχνά αναφέρεται ως αφετηρία του θεσμού το τριήμερο εθνικό πένθος που ακολούθησε τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, αφού η έννοια του θεσμικού/δημόσιου πένθους – αν εξαιρέσουμε την αρχαιότητα – εμφανίστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά πολλά χρόνια νωρίτερα, επί βασιλείας Οθωνα. Ηταν το 1847 όταν υπέγραψε την πρώτη κρατική πράξη πένθους και μεταθανάτιων τιμών με το διάταγμα που έκανε λόγο και για πενθήμερη πενθοφόρηση των στρατιωτικών και των δημοσίων υπαλλήλων της χώρας. Μόλις είχε πεθάνει ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης…
Τότε, οι Ελληνες δεν φαίνεται να βίωσαν και τόσο έντονα την οδύνη της απώλειας σε συλλογικό επίπεδο, όπως έγινε για παράδειγμα τριάντα χρόνια αργότερα, με τον θάνατο του αγωνιστή του ’21 Κωνσταντίνου Κανάρη, όταν και πάλι κηρύχθηκε πενθήμερο πένθος για στρατιωτικούς και πολιτικούς υπαλλήλους. Εδώ που τα λέμε: άλλο το πένθος που «υπογράφει» και άλλο εκείνο που υπογράφεται.
Υπήρξαν κηδείες που μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις-μαρτυρίες συλλογικού πένθους (Σεφέρης, Παλαμάς) χωρίς την κρατική υπαγόρευση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην κηδεία του οποίου παρευρέθηκε ο Γιώργος Σεφέρης με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο ο οποίος θα γράψει: «Ο Μεταξάς δεν είχε αντίρρηση να τιμηθεί ο Βενιζέλος. Είχε όμως απαγορεύσει τη στάθμευση της σορού στην Αθήνα από τον φόβο μήπως δώσει αφορμή σε λαϊκές αντικυβερνητικές εκδηλώσεις […] Αυτό που σημαίνει “πάνδημος κηδεία” τότε το ένιωσα. Κλαίγαν όλοι. Ολοι κλαίγαν τον νεκρό και ο καθένας ένα κομμάτι μαζί της ζωής του. Ο καθένας ένα όνειρο, ένα όραμα της Ελλάδας. Δεν θυμάμαι τίποτα από την επιστροφή μας. Μόνο τούτο: πως είμαστε σαν αδειασμένοι. Χρειάστηκε καιρός για να ξαναχτίσουμε τον μέσα μας κόσμο».
Η ιστορία του εθνικού πένθους και των μεταθανάτιων τιμών που κηρύσσει ένα κράτος ξεκινάει από πολύ παλιά και όχι από την Ελλάδα. Ηταν το καταμακρινό 1649 όταν η ιστορία κατέγραψε θεσμοθέτηση ολιγοήμερου πένθους έπειτα από την εκδημία του πορτογάλου στρατάρχη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Duarte de Bragança.
Επιστρέφω στα δικά μας… Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία η διάρκεια του θεσμού έφτανε μέχρι και τους τρεις μήνες (!) όταν επρόκειτο για θανάτους βασιλέων… Ενδεικτική είναι η περίπτωση του επί τριμήνου εθνικού πένθους με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α’ «Περί πένθους επί τῷ θανάτῳ της Α.Α. Υψηλότητος, της Μεγάλης Δουκίσσης της Ρωσσίας και Βασιλόπαιδος της Ελλάδος Αλεξάνδρας» το 1891, αλλά και του επίσης τρίμηνου πένθους ύστερα από τη δολοφονία του Γεωργίου Α’, που έληξε την επί μισό αιώνα βασιλεία του. Μπροστά σε αυτά, ακόμα και το σχετικά πρόσφατο δεκαήμερο για την Ελισάβετ Β΄ της Αγγλίας ακούγεται συντομότατο, άσχετα με το αν φάνηκε αιώνας από τη υπερφλύαρη τηλεοπτική κάλυψή του.
Η πιο επεισοδιακή κήρυξη τρίμηνου πένθους στη χώρα μας έγινε για τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, την 1η Απριλίου του 1947. Επειδή οι πολίτες θεώρησαν ότι είναι πρωταπριλιάτικο αστείο, το διάταγμα υπογράφηκε την επόμενη… Λίγα χρόνια νωρίτερα, οκταήμερο δημόσιο πένθος είχε διαταχθεί μετά τον θάνατο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Μέχρι το 1975, φαίνεται να υπάρχει κάποιος διαχωρισμός ανάμεσα σε εθνικό και δημόσιο πένθος, αλλά οι ουσιαστικές διαφορές ήταν μικρές.
Αν έχετε πάντως κανέναν φίλο Πορτογάλο, μην πείτε τίποτα για τα ελληνικά τρίμηνα γιατί μπορεί και να γελάσει, αφού το μεγαλύτερης διάρκειας εθνικό πένθος κηρύχθηκε μετά την αποδημία του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Δ΄ (1656) και ήταν διετές!
Πέρα από τους οικείους τους, πάντως, τα πολιτικά πρόσωπα συνήθως δεν φαίνεται να διατάραξαν άμεσα τόσο πολύ το είναι του λαού ώστε να χρειάστηκε χρόνο προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Ενίοτε ο θάνατός τους και η ανακοίνωση του πένθους προκαλεί και αντιπαραθέσεις (καλή ώρα).
Αντίθετα, οι μαζικές ανθρώπινες απώλειες, για τις οποίες επίσης έχει κηρυχθεί εθνικό πένθος, τις περισσότερες φορές συνταράσσουν μεγάλο μέρος των πολιτών. Είτε γιατί σκέφτηκαν ότι από τύχη δεν ήταν στη θέση εκείνων που χάθηκαν, είτε γιατί εντείνεται το αίσθημα της ανασφάλειας που προκύπτει από τις κρατικές παραλείψεις και την αδυναμία της πολιτείας να προστατέψει τη ζωή των πολιτών.
Τα πιο πρόσφατα παραδείγματα εθνικού πένθους που δεν αφορούσαν κάποιον νυν ή πρώην κρατικό λειτουργό ή ιεράρχη, αλλά απώλεια απλών πολιτών ήταν οι πολύνεκρες πυρκαγιές στην Ηλεία και στο Μάτι, οι πλημμύρες στη Δυτική Αττική, το αγνώστου μέχρι σήμερα αριθμού νεκρών ναυάγιο της Πύλου και το δυστύχημα των Τεμπών. Περιπτώσεις που το εθνικό πένθος μεταλλάσσεται σε εθνική οργή και οι κηδείες δημοσία δαπάνη που το συνοδεύουν μοιάζουν ανίκανες να απαλύνουν τον πόνο των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους και των άλλων πολιτών που αγανακτούν.