Εντός της ευρωζώνης το 2024 γίναμε μάρτυρες μιας κάποτε αδιανόητης σύγκλισης μεταξύ του ευρωπαϊκού πυρήνα και της περιφέρειάς της, θύμιζε χθες o διάσημος οικονομολόγος Μοχάμεντ Ελ Εριάν στο Bloomberg. Χρησιμοποίησε το παράδειγμα απόδοσης των ομολόγων της Γερμανίας, που αυξήθηκαν κατά 0,37 ποσοστιαίες μονάδες, και των γαλλικών, που αυξήθηκαν κατά 0,65 ποσοστιαίες μονάδες, διπλάσια και υπερτριπλάσια των αντίστοιχων ελληνικών, που αυξήθηκαν κατά 0,19 ποσοστιαίες μονάδες. Ο ίδιος χαρακτήρισε τα ομόλογα της Γερμανίας και της Γαλλίας με έναν οικονομικό όρο από τη δεκαετία του 1990, ως «ομόλογα επαγρύπνησης». Είναι αυτά που επηρεάζονται από τα υψηλότερα πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά και από τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις και δείχνουν ότι έρχονται προβλήματα. Η αγορά, γράφει ο ίδιος, τιμολόγησε από τη μία την πολιτική αστάθεια που ματαίωσε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία και από την άλλη την υψηλότερη ανάπτυξη και τη «δημοσιονομική ηρεμία που κατάφερε μια εύρυθμη κυβέρνηση, στην οικονομία της Ελλάδας».

Τελικά ήταν τόσο απλό; Πιθανότατα, ναι. Οικονομική μεγέθυνση, σφιχτό ταμείο και πολιτική σταθερότητα δείχνουν να επιβραβεύονται ειδικά αυτή την εποχή από τις αγορές. Το θέμα είναι αν αρκεί ως συνταγή και για το επόμενο έτος. Το σίγουρο είναι ότι και τα τρία χαρακτηριστικά αποτελούν προϋπόθεση για να προχωρήσουμε το 2025. Τα άλλα είναι αρκετά σύνθετα και απαιτούν σίγουρα «επαγρύπνηση». Ουδείς, για παράδειγμα, μπορεί να προβλέψει πόσο θα μας επηρεάσει η πολιτική αστάθεια σε Γαλλία και Γερμανία. Οπως επίσης και ο εμπορικός πόλεμος που ξεκινάει ο νέος αμερικανός πρόεδρος. Σε τι τιμές θα πληρώνουμε την ενέργεια αλλά και βασικά εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, όπως ο καφές και η σοκολάτα.

Αλλά έχουμε και άλλους άγνωστους X, που ούτε περνούν από το κεφάλι των περισσοτέρων. Δεν έχουμε ιδέα τι σημαίνει, για παράδειγμα, η εμπορική συμφωνία που υπέγραψε η Φον ντερ Λάιεν με τους ηγέτες των χωρών της Νότιας Αμερικής (Mercosur) στις 6 Δεκεμβρίου. Από όσο γνωρίζουμε, δίνει τη δυνατότητα στην ΕΕ με μηδενικούς δασμούς να έχει πρόσβαση στις πρώτες ύλες της Νότιας Αμερικής, απαραίτητες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, μεταξύ των οποίων και μέταλλα όπως το νικέλιο, ο χαλκός, το αλουμίνιο, το γερμάνιο και το γάλλιο.

Η συμφωνία είναι ιδιαίτερα επωφελής για μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία (BMW, Volkswagen, Peugeot), ο φαρμακευτικός κλάδος (Sanofi, Novartis) και ο τραπεζικός τομέας, που αποκτούν πρόσβαση σε νέες αγορές.

Το σημείο τριβής και αντίθεσης στη συμφωνία ορισμένων χωρών όπως η Γαλλία και η Πολωνία είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στην ευρεία εισαγωγή αγροτικών προϊόντων με μειωμένους ή και καθόλου δασμούς, όπως το βόειο κρέας, τα πουλερικά, η ζάχαρη και η σόγια. Επικαλούνται θέματα υγιεινής και ασφάλειας, όπως πιθανή χρήση αυξητικών ορμονών στο βόειο κρέας, αλλά ο πραγματικός λόγος αντίδρασης είναι ότι θα κατακλυστεί η ευρωπαϊκή αγορά από φτηνότερα προϊόντα, προκαλώντας απώλειες στο εισόδημα των αγροτών. Από ελληνικής πλευράς μέχρι σήμερα δεν έχει ξεκαθαριστεί η στάση που θα τηρηθεί, αν και οι αγρότες ήδη αντιδρούν. Αυτοί βρίσκονται ούτως ή άλλως σε αγωνιστική «επαγρύπνηση» εδώ και καιρό.