Συγκεκριμένα, με την πρόταση αυτή αποσκοπήθηκε να δοθεί σε μια κοινωνία απογοητευμένη και ιδιωτεύουσα ύστερα από όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια σε σχέση με την λειτουργία βασικών θεσμών της δημοκρατίας και η οποία (κοινωνία), όπως δείχνουν και όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, έχει σε ανησυχητικό βαθμό απωλέσει την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς του κράτους δικαίου, το θετικό μήνυμα ότι, αξίζει, παρά ταύτα, να δίνει κανείς μάχες για την θεσμική ευπρέπεια, για την υπεράσπιση των θεσμών και ότι πρέπει περαιτέρω οι δημόσιοι λειτουργοί να προσπαθούν να πράττουν  πάντα το καθήκον τους όσο καλύτερα μπορούν και στις πιο αντίξοες συνθήκες, ακόμη δηλαδή, και όταν δέχονται άδικες ή/και δριμείες επιθέσεις ή/και απειλές.

Την απόφασή του να μην είναι υποψήφιος για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ανακοίνωσε τη Δευτέρα (16/12) με δήλωσή του ο Χρήστος Ράμμος.

Ο επικεφαλής της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος κλείνει τη συζήτηση περί υποψηφιότητάς του για Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πώς αιτιολόγησε την απόφασή του.

Υπενθυμίζεται ότι η Νέα Αριστερά είχε προτείνει τον κ. Ράμμο για υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως είχε αναφέρει σε δήλωσή του από το περιστύλιο της Βουλής ο πρόεδρος του κόμματος, Αλέξης Χαρίτσης.

Αιτιολογώντας την απόφασή του, ο κ. Ράμμος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι στην πορεία του δημοσίου διαλόγου που ακολούθησε την πρόταση, «επικράτησαν οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί και οι κομματικές στρατηγικές, αντιπαραθέσεις και διενέξεις».

«Κατόπιν αυτού οφείλω, διατυπώνοντας και πάλι τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες στον Πρόεδρο του κόμματος της Νέας Αριστεράς τόσο για την πρόταση, όσο – και κυρίως – για το πιο πάνω σκεπτικό της, να δηλώσω ότι δεν επιθυμώ, κάτω από τις συνθήκες αυτές, να είμαι υποψήφιος για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας» καταλήγει.

Ακολουθεί η δήλωση του Χρήστου Ράμμου:

«Όπως έχει ήδη δημοσιοποιηθεί, ο Πρόεδρος του κόμματος της Νέας Αριστεράς κ. Α. Χαρίτσης με ενημέρωσε προ ημερών ότι, έχει την πρόθεση να με προτείνει ως υποψήφιο για το ύπατο αξίωμα της χώρας. Τον ευχαρίστησα για αυτή την τιμητική για μένα πρόταση. Σχετικά με αυτήν έχω να παρατηρήσω τα εξής:

Δεν ανήκε ποτέ στις επιδιώξεις μου και στις στοχεύεις μου η κατάληψη οποιουδήποτε πολιτικού αξιώματος, ούτε και του (πάντως υπερκομματικού) αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο, παρά ταύτα και κατ’ αρχήν, αποδέχτηκα την επίμαχη πρόταση, ήταν αυτός που συμπεριλαμβάνεται στο ευρύτερο σκεπτικό της πρότασης του κ. Χαρίτση· πρότασης που δεν ήταν σαν τις συνήθεις που υποβάλλονται σε παρόμοιες περιπτώσεις και οι οποίες δεν βασίζονται σε θεσμικά σκεπτικά, αλλά περιστρέφονται γύρω από πρόσωπα ή στηρίζονται σε παραταξιακές λογικές.

Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για ένα σκεπτικό που αφορά τον δημόσιο βίο της χώρας, με την προαναφερθείσα έννοια, τo οποίο θα μπορούσε, αν του δίνονταν η προσοχή που του άξιζε, να έχει ευεργετική επίδραση σε αυτόν. Επρόκειτο, τέλος, για ένα σκεπτικό το οποίο δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση και σε ό,τι με αφορά, με “ματαιοδοξίες” μου ή με προσδοκία ωφελειών για το άτομο μου.

Στην πορεία, όμως, του δημοσίου διαλόγου που ακολούθησε, διαπίστωσα ότι, αντί να γίνει αντιληπτή και επικρατήσει η, προφανής για κάθε καλόπιστο παρατηρητή, ερμηνεία της πρότασης με βάση το πιο πάνω κεντρικό θεσμικό μήνυμα της και να ακολουθήσει μια εποικοδομητική συζήτηση πάνω σε αυτό, επικράτησαν οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί και οι κομματικές στρατηγικές, αντιπαραθέσεις και διενέξεις. Άρχισε, επιπλέον, στο πλαίσιο της ήδη γνωστής από το παρελθόν προσπάθειας δολοφονίας του χαρακτήρα μου, να διασύρεται και πάλι το όνομα μου σε εμπαθή και υβριστικά λιβελογραφήματα στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να μου αποδίδονται ανύπαρκτα σενάρια.

Οι πιο πάνω εξελίξεις απομείωσαν δυστυχώς και εκ των πραγμάτων τον πιο πάνω αξιακό συμβολισμό και έπληξαν καίρια την όποια δυναμική θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει η πρόταση στην κοινωνία, που πρέπει να είναι ο τελικός αποδέκτης τέτοιων θεσμικών συμβολισμών. Κατόπιν αυτού οφείλω, διατυπώνοντας και πάλι τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες στον Πρόεδρο του κόμματος της Νέας Αριστεράς τόσο για την πρόταση, όσο – και κυρίως – για το πιο πάνω σκεπτικό της, να δηλώσω ότι δεν επιθυμώ, κάτω από τις συνθήκες αυτές, να είμαι υποψήφιος για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας

Χρήστος Ράμμος».

Στις 21 Μαρτίου 1980 ανέλαβε καθήκοντα εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχοντας μετάσχει στον διαγωνισμό του 1979. Το 1985 προήχθη σε πάρεδρο και ταυτόχρονα ασκήθηκε στο Γαλλικό ΣτΕ, παρακολουθώντας και μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris. Δώδεκα χρόνια μετά, το 1997, προήχθη σε Σύμβουλο και στις 22 Οκτωβρίου 2015, σε αντιπρόεδρο του ΣτΕ. Έχει διατελέσει, επίσης, μέλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης.

Επιπλέον, έχει υπάρξει διδάκτωρ της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Στις 30 Ιουλίου 2018 αποχώρησε, έχοντας συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας.

Στις 29 Μαΐου 2019 ορίστηκε πρόεδρος της ΑΔΑΕ από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με διακομματική συναίνεση των 4/5 των μελών του Σώματος και από τις 10 Ιουνίου ασκεί τα καθήκοντά του.

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο Χρήστος Ράμμος βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών αντιπαραθέσεων όταν η ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, άρχισε να ερευνά τις καταγγελίες σχετικά με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών που αποκαλύφθηκε το 2022.

Tον Δεκέμβριο του 2022 ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας ζήτησε από το Ράμμο να διερευνηθεί αν έξι άτομα παρακολουθήθηκαν από την ΕΥΠ.

Τον Ιανουάριο του 2023 ο Ράμμος υπέβαλε στον πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής αίτημα σύγκλησης της επιτροπής για να την ενημερώσει στο πλαίσιο των καθηκόντων του, το οποίο κοινοποίησε στον πρόεδρο της Βουλής.

Ο πρόεδρος της επιτροπής, Θανάσης Μπούρας, και οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας δεν ικανοποίησαν το αίτημα του κ. Ράμμου, ενώ ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας, συμφώνησε. Ακολούθως, ο κ. Ράμμος έστειλε νέα επιστολή στην οποία ανέφερε ότι διαπράττει παράβαση καθήκοντος, εάν δεν ενημερώσει το Κοινοβούλιο.

Στις 24 Ιανουαρίου 2023 ο Ράμμος απέστειλε απόρρητη επιστολή στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, στους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων και στον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, με την οποία τους ενημέρωνε σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας της ΑΔΑΕ, που πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του κ. Τσίπρα, με αποτέλεσμα να γίνει αποδέκτης σκληρών επικρίσεων από την κυβέρνηση.

Η επιστολή γνωστοποιούσε την παρακολούθηση από την ΕΥΠ έξι προσώπων, ενός μέλους της κυβέρνησης και ανωτάτων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων.

Την επομένη, από το βήμα της Βουλής, ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε ότι σε νόμιμη επισύνδεση από την ΕΥΠ βρίσκονταν ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Κωνσταντίνος Φλώρος, ο αρχηγός ΓΕΣ Χαράλαμπος Λαλούσης, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, καθώς και οι πρώην και νυν επικεφαλής της διεύθυνσης εξοπλισμών.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, χαρακτήρισε “βαρύ θεσμικό και πολιτικό ατόπημα τα όσα πράττει εδώ και καιρό”, ότι υπάρχει “περίεργη προνομιακή σχέση” του με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ότι “φιλοδοξεί να καταστεί πολιτικός παράγοντας σε μια ευαίσθητη περίοδο”, πράγματα που ο ίδιος αρνήθηκε εμφατικά. Κληθείς να σχολιάσει κατηγορίες, ότι στο θέμα των υποκλοπών κινήθηκε με γνώμονα την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων, είπε ότι “ο υπαινιγμός αυτός είναι μια αθλιότητα” και συμπλήρωσε λέγοντας ότι στη 40χρονη θητεία του στο ΣτΕ, δεν εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες για να κάνει πολιτική καριέρα, πόσο μάλλον σήμερα στα 70 του, όταν μάλιστα η πολιτική ζωή και δη η ελληνική, ποτέ δεν τον γοήτευσε.

Είχε προηγηθεί γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου, σύμφωνα με την οποία μόνο ο θιγόμενος μπορεί να κάνει αίτημα για να μάθει αν ήταν υπό παρακολούθηση και όχι κάποιος άλλος αντ’ αυτού, και ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους, ώστε να απαντήσει στον θιγόμενο ιδιώτη.

Αυτή η δήλωση επικρίθηκε δριμύτατα από συνταγματολόγους, μέλη όμως της κυβέρνησης Μητσοτάκη υποστήριξαν τη γνωμοδότηση Ντογιάκου.

Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ απάντησε ότι “η γνωμοδότηση παραβιάζει εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ”.

Διαβάστε ποια είναι τα όρια ελέγχου της ΑΔΑΕ, εδώ

Υπογραμμίζεται πως η ΕΥΠ είχε αρνηθεί να δώσει πρόσβαση στους ελεγκτές της ΑΔΑΕ στους φακέλους που αφορούσαν τις παρακολουθήσεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και άλλων προσώπων.

Η Νέα Αριστερά τότε είχε ζητήσει ενιαία απάντηση από τον χώρο της προοδευτικής αντιπολίτευσης, ενώ με την προτεινόμενη υποψηφιότητα του κ. Ράμμου, δείχνει πως στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα προς τον ευρύτερο χώρο. Ο ίδιος άλλωστε ο κ. Ανδρουλάκης διαμηνύει πως δεν θα σταματήσει τον αγώνα του για τη διερεύνηση του σκανδάλου που αρχικά αποκάλυψε ο ίδιος.

Σημειώνεται ακόμη πως το ΕΚ κατακεραυνώνει την Ελλάδα για την αναδιάρθρωση της ΕΥΠ. Όπως αναφέρει σε πρόσφατο βούλευμά του, “η αναδιάρθρωση της ΕΥΠ περιελάμβανε τη σύσταση μονάδας εσωτερικού ελέγχου, με στόχο τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της λειτουργίας του οργανισμού με τις νομικές απαιτήσεις. Ωστόσο, ως εσωτερικό όργανο, αυτό δεν ενισχύει την ανεξάρτητη εποπτεία, όπως ζητούσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο”.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ερευνητικής Υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (European Parliamentary Research Service), ο νέος νόμος επιτρέπει την άρση απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διερεύνηση εγκλημάτων. Ωστόσο, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) επέκρινε το ότι οι διατάξεις επιτρέπουν την άρση απορρήτου ακόμα και για μικρότερα αδικήματα, κάτι που ενδέχεται να παραβιάζει το ελληνικό Σύνταγμα, όπως σημειώνεται στην έκθεση.

Επιπλέον, “η διαδικασία για την παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας εγκρίνεται μόνο από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ και τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς ανεξάρτητη εποπτεία. Ο νόμος εισάγει επίσης αυστηρότερους κανόνες για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, αλλά η διαφοροποίηση αυτή έχει επικριθεί ως άνιση σε σχέση με τους πολίτες”, αναφέρει το Ευρωκοινοβούλιο.