Τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη αντιπαράθεση γύρω από ζητήματα αστυνόμευσης. Μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ, το αίτημα «αποχρηματοδότησης» (defunding) της αστυνομίας απέκτησε απήχηση και έφτασε να αποτελεί εκ των βασικών θεμάτων συζήτησης στις εκλογές του 2020, καθώς θεωρήθηκε ότι η υπερεπένδυση στον αστυνομικό εξοπλισμό και στην υιοθέτηση στρατιωτικών πρακτικών και μέσων – με αφετηρία τη ρητορική περί «πολέμου κατά των ναρκωτικών» – αποτέλεσε μεγάλη σπατάλη, ιδίως σε σχέση με τη διαχρονική μείωση των κοινωνικών δαπανών, αλλά και διευκόλυνση αυταρχικών και ενίοτε δολοφονικών μορφών αυθαιρεσίας. Και εάν στις ΗΠΑ η συζήτηση αφορούσε περισσότερο τη συμπεριφορά της αστυνομίας κατά την άσκηση «αντιεγκληματικών» καθηκόντων, όπως είναι οι έλεγχοι «υπόπτων» (με επιλεκτική στοχοποίηση των μαύρων Αμερικανών), στην Ευρώπη η συζήτηση επικεντρώθηκε στην αυθαίρετη βία των δυνάμεων που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση διαδηλώσεων. Οι δεκάδες βαριοί τραυματισμοί στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των Κίτρινων Γιλέκων αλλά και επόμενων μεγάλων κινητοποιήσεων έφεραν στο προσκήνιο τους αυταρχικούς μετασχηματισμούς της αστυνόμευσης.

Στη χώρα μας υπάρχει το βάρος μιας μακράς ιστορίας αστυνομικής βίας, που εκτός των άλλων αποτελεί και εκδοχή «συνέχειας του κράτους» ανάμεσα στην «κατάσταση εξαίρεσης» της μετεμφυλιακής περιόδου και της δικτατορίας και τον υποτιθέμενο μεταπολιτευτικό «εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας» που ανακοινώθηκε κατ’ επανάληψη, αλλά εξίσου συχνά διαψεύστηκε στην πράξη. Παρότι μια τέτοια αυταρχική πρακτική θεωρήθηκε οργανικό στοιχείο του κοινωνικού και πολιτικού τοπίου, εντούτοις απουσίαζε μια μεθοδική θεωρητική προσέγγιση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η μελέτη της Αναστασίας Τσουκαλά, μιας από τις σημαντικές ερευνήτριες σήμερα στην Ευρώπη σε σχέση με τις πολιτικές της εσωτερικής ασφάλειας και της κοινωνικής κατασκευής της «απειλής», η οποία διατέλεσε και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας, του ερευνητικού οργανισμού που συνδέεται με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η μελέτη έχει τον τίτλο «Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα» και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος. Η Τσουκαλά αναλύει τα δεδομένα έρευνας από τον Ιανουάριο του 2021 έως και τον Δεκέμβριο του 2023, αλλά και προηγούμενων συμμετοχικών ερευνών πεδίου για τις πρακτικές αστυνόμευσης στη διάρκεια κινητοποιήσεων, τις Ετήσιες Εκθέσεις του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας καθώς και τις αντίστοιχες του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, ενώ στηρίζεται και σε 128 συνεντεύξεις που πήρε η συγγραφέας.

Βίαιη ή αυθαίρετη συμπεριφορά

Η μελέτη ξεκινά από την αστυνομική βία εις βάρος ομάδων που χαίρουν συνταγματικής προστασίας ή ειδικής δωσιδικίας όπως είναι οι βουλευτές, οι δημοσιογράφοι και οι δικηγόροι, διαπιστώνοντας ότι αρκετές φορές έχουν υπάρξει θύματα αυταρχικής και αυθαίρετης αστυνομικής μεταχείρισης. Στη συνέχεια, καταγράφει τα περιστατικά αυθαίρετης και βίαιης συμπεριφοράς της Αστυνομίας κατά τη διαχείριση διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων στην περίοδο στην οποία διεξήχθη η έρευνα, διαπιστώνοντας πόσο συχνή είναι η αυθαιρεσία, που με διάφορα προσχήματα όπως για παράδειγμα τα περιοριστικά μέτρα κατά του κορωνοϊού καταλήγει να φαντάζει μια συνειδητή και συστηματική φαλκίδευση του ίδιου του δικαιώματος στη διαδήλωση και την κοινωνική και πολιτική διαμαρτυρία. Εξετάζει, παράλληλα, περιστατικά που αφορούν αυταρχική συμπεριφορά εις βάρος πολιτών κατά τη διάρκεια πρακτικών «καθημερινής αστυνόμευσης», ενώ δεν παραλείπει να επισημάνει συμπεριφορές ρατσισμού, ομοφοβίας και τρανσοφοβίας από τη μεριά αστυνομικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένης της απογύμνωσης ατόμων ή απειλών για βιασμό, που παραπέμπουν σε μια φαντασιακή κυριαρχία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η Τσουκαλά και στις περιπτώσεις βίαιης ή αυθαίρετης συμπεριφοράς εις βάρος ομάδων που θα έπρεπε να θεωρούνται κατεξοχήν ευάλωτες, όπως οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο και ακόμη περισσότερο οι Ρομά, ομάδες που αντιμετωπίζουν μια «απόλυτη ετεροποίηση» που τροφοδοτείται από στερεοτυπικές αντιλήψεις και επιτρέπει την εκδήλωση βίας.

Η Τσουκαλά παρακολουθεί συστηματικά την τύχη που είχε η πειθαρχική διερεύνηση κάθε περιστατικού αστυνομικής βίας που καταγγέλθηκε διαπιστώνοντας ότι αυτή είτε δεν προχωρά είτε δεν διενεργείται ουσιαστικά. Οπως σημειώνει στο 49,2% των περιστατικών που ανέλυσε, «η ΕΛ.ΑΣ. δεν διέταξε τη διενέργεια πειθαρχικής έρευνας ή η τυπικά διαταχθείσα έρευνα δεν διενεργήθηκε ουσιαστικά», ενώ συχνά αμφιλεγόμενες διαδικαστικές επιλογές διευκολύνουν τη μη απόδοση ευθυνών. Από την άλλη, η εισαγωγή μορφών εξωτερικού ελέγχου μέσω του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσιών στην πράξη φαλκιδεύεται, αποτυπώνοντας τη βούληση της εκτελεστικής εξουσίας ο έλεγχος να μη φτάσει στο αναγκαίο βάθος. Ακόμη περισσότερο αποτυπώνεται αυτή η απροθυμία ως προς την άσκηση πραγματικού ελέγχου στην αντιμετώπιση της δικαστικής διερεύνησης περιστατικών αυθαιρεσίας καθώς καταγράφεται παράτυπη απουσία διακριτικών κατά την αστυνόμευση, καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων, προσφορά αναληθών εκδοχών των γεγονότων και βεβαίως προσπάθεια ποινικοποίησης των ίδιων των ατόμων που καταγγέλλουν την αστυνομική βία.

Συστημική αυταρχική λογική

Εάν συνυπολογίσουμε τη συχνή καταγραφή ακροδεξιών τοποθετήσεων μεταξύ των αστυνομικών οργάνων και ένα φάσμα συμπεριφορών που αποτυπώνουν αισθήματα φαντασιακής κυριαρχίας, ετεροποίησης του άλλου, στερεοτυπικής αντιμετώπισης και πεποίθησης ότι ενίοτε οι κανόνες του κράτους δικαίου αποτελούν εμπόδιο στην άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων, αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα συγκυριακών δυσλειτουργιών αλλά μιας θεσμικά και υλικά εμπεδωμένης συστημικής αυταρχικής λογικής.

Σε πείσμα των ρητορικών αναφορών σε δικαιώματα και ελευθερίες, ο νεοφιλελευθερισμός ως πολιτική πρακτική έχει μια έντονα πειθαρχική και αυταρχική λογική που συγκεφαλαιώνεται στην εκ προοιμίου αντιμετώπιση της κοινωνικής διαμαρτυρίας ως παραβατικότητας και της «απόκλισης» ως κινδύνου. Αυτό δεν εξηγεί μόνο τη σύμπλευση με νεοσυντηρητικές λογικές αλλά και τη συνειδητή επένδυση σε μια λογική αστυνόμευσης που εμπεριέχει την αυθαιρεσία ως αναγκαία πλευρά εάν είναι «να γίνει η δουλειά».