Ενας φοιτητής τεχνητής νοημοσύνης καταφθάνει από την Ελβετία στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Νέα Υόρκη.

Σταλμένος από κάποιον καθηγητή του, θέλει να εξελίξει την ιδέα της δημιουργίας ενός ψηφιακού βοηθού και δουλεύοντας πυρετωδώς πάνω σε αυτήν την εφεύρεση, τα καταφέρνει.

Ομως σύντομα ανακαλύπτει τα φρικτά αποτελέσματα της δημιουργίας του με τον πιο σκληρό τρόπο: το νέο πλάσμα που έφτιαξε είναι ένα chatbox το οποίο ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, εκκινώντας μια ακραία περιπέτεια.

Πάνω σε αυτή την αφηγηματική γραμμή κινείται το «Frankenstein & Eliza», το νέο έργο από την Ερι Κύργια που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου.

Η δραματουργός, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τις δυνάμεις της στη μεγάλη φόρμα της θεατρικής συγγραφής, εμπνέεται από το μυθιστόρημα της Μέρι Σέλεϊ και την ιστορία της τεχνητής νοημοσύνης.

Ετσι, φτιάχνει ένα κείμενο που ακολουθεί τον Βίκτορ Φράνκενσταϊν στην ιλιγγιώδη διανοητική και ψυχική του πορεία, τα ηθικά του διλήμματα, τις συγκρούσεις του με την ακαδημαϊκή κοινότητα, την κατάρρευση της προσωπικής του ζωής, την απώλεια της ταυτότητάς του και την καταστροφική αλληλεπίδραση με το άυλο δημιούργημά του.

Δεν καταλαβαίνει ότι έχει παίξει ο ίδιος τον σημαντικότερο ρόλο ώστε να γίνει η ζωή σκουπίδι μη εμπιστευόμενος, μη αγαπώντας, μην πιστεύοντας στον ανθρώπινο πόνο.

Αυτή η αποπροσωποποίηση, η απανθρωπιά που φέρνει ο νέος θαυμαστός κόσμος, είναι και το θέμα της σκηνοθεσίας.

Είναι ο θεματικός άξονας που με ενδιέφερε και γι’ αυτό αποφάσισα να ασχοληθώ. Από την άλλη, δεν υπολογίζει κανείς ότι όταν ασχολείται με τη φρικωδία, μπαίνει και μέσα στη φρικωδία. Δεν είναι ευχάριστο καθόλου, είναι εξαιρετικά δυσάρεστο το όλο πράγμα. Δεν μου κάνει μεγάλη χαρά» αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου μιλώντας στα «Πρόσωπα».

Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Πορεία, παίζοντας με την ιδέα της αέναης κίνησης των προσώπων σε έναν κοινό χώρο, τοποθετεί τη δράση σε ένα εντευκτήριο πανεπιστημίου με λεπτομέρειες που παραπέμπουν στις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς και μια γιγαντιαία οθόνη.

Παράλληλα, επιλέγει για τους ρόλους των νεαρών φοιτητών ώριμους ηθοποιούς όπως οι Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Πανουργιά, Γιώργος Μπινιάρης, Ιερώνυμος Καλετσάνος και Γιώργος Συμεωνίδης (εξαίρεση αποτελεί η Χριστίνα Στεφανίδη), φτιάχνοντας ένα παράδοξο πλαίσιο αναφοράς.

«Υπάρχουν στοιχεία τα οποία χρήζουν προσοχής στην παράσταση, όπως οι ομοιότητες που έχουν οι καλλιτέχνες με τους επιστήμονες. Δηλαδή, αυτή η εμμονή με το άριστο, την εφεύρεση, το καινούργιο, το μοναδικό, με αυτό που οραματικά θα σώσει τον κόσμο. Αυτά είναι οράματα που μοιράζονται με τους καλλιτέχνες οι επιστήμονες. Οι πολύ μεγάλοι επιστήμονες έχουν πολλά κοινά με τους μεγάλους καλλιτέχνες.

Οπότε, θα έλεγα ότι ένας άνθρωπος με τις καλύτερες των προθέσεων, στην πραγματικότητα υποκαθιστά τον Θεό, αρνείται τον πόνο και τον θάνατο, προσπαθεί να υποκαταστήσει οτιδήποτε θεϊκό με κάτι δικό του, με κάτι χειροπιαστό. Εξ ου και ο Φράνκενσταϊν λέγεται σύγχρονος Προμηθέας και βάζει τον εαυτό του σε αυτή τη φοβερή θέση» επισημαίνει ο ίδιος.

Στο πρωτότυπο έργο της Σέλεϊ, το δημιούργημα του Bίκτορ Φράνκενσταϊν μοιάζει με ένα τέρας, τόσο φρικτό που ο ίδιος το απαρνείται.

Στην προσέγγιση, ωστόσο, που έκανε η Ερι Κύργια αυτό το πλάσμα είναι κάτι άυλο, άπιαστο, που ξεφεύγει κατά πολύ από τα ανθρώπινα όρια.

«Δεν υπάρχει πια πλάσμα, δηλαδή παύει να έχει υλική υπόσταση. Στη Σέλεϊ υπάρχει η παρηγορητική διάσταση του τέρατος, γιατί τέρας δεν είναι πάντα κάτι κακό, το δύσμορφο, το περίεργο ή το ξεχωριστό, δεν είναι πάντα κάτι κακό και προκαλεί πάντα την περιέργεια.

Γι’ αυτό και στεκόμαστε με περιέργεια απέναντι σε κάποιον δύσμορφο

ή ακόμα και σε ένα δυστύχημα. Το δυστύχημα είναι ακριβώς η γοητεία που ασκεί η δυσμορφία ή η φρίκη. Αυτό είναι ένα ανθρώπινο στοιχείο μας. Στον βαθμό που μπορούμε φυσικά να το ελέγξουμε και να μη γίνει κανιβαλισμός.

Αλλά εδώ χάνει πια την ανθρώπινη διάσταση το τέρας, το πλάσμα, και γίνεται άυλο, κάτι το οποίο υπάρχει παντού και πουθενά και γι’ αυτό και προκαλεί τόση ανησυχία και φρίκη.

Είναι ικανό να μιμείται φωνές, να σε μπερδεύει, να σε κάνει να νομίζεις ότι είναι η γυναίκα σου, ενώ δεν είναι, μιμείται γενικώς διάφορα στοιχεία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, χωρίς όμως να διαθέτει τα ψυχικά χαρίσματα. Και αυτό από μόνο του είναι μια τερατωδία. Αρα λοιπόν αυτή είναι η μετεξέλιξη του ρομαντικού τέρατος που γίνεται πια ένα καθόλου ρομαντικό πλάσμα, παρότι έχει ρομαντικές προθέσεις απέναντι στον Φράνκενσταϊν, το οποίο είναι και ένα εξαιρετικά σαρκαστικό σχόλιο της Ερις πάνω στο όλο θέμα. Το μηχάνημα ζητά αγάπη, ελευθερία, να φύγει από το κουτί του και να βγει στον έξω κόσμο, κι αν δεν τα έχει αυτά, απειλεί με κυβερνοεπιθέσεις» δηλώνει ο Δημήτρης Τάρλοου.

Η εξέλιξη της ιστορίας στην πορεία της παράστασης αλλά κυρίως η στάση του Φράνκενσταϊν και οι πειραματισμοί του δίνουν αφορμή για να στοχαστούν οι θεατές πάνω στον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης, στις ψηφιακές οντότητες που λειτουργούν ανάμεσά σας και δείχνουν να ξέρουν τα πάντα, στον ρόλο των επιστημόνων, των επιχειρηματιών και των ρυθμιστικών αρχών αλλά κυρίως στο σενάριο που θέλει τις μηχανές να αποκτούν αισθήματα και συνείδηση.

Προχθές συνομιλούσα με ένα chatbot και η συζήτηση ήταν κωμικοτραγική. Δεν το είχα ξανακάνει και είπα πριν ανέβει η παράσταση να το δοκιμάσω μια φορά.

Είχα διαβάσει διάφορα πράγματα και συγγράμματα για το τι έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής στην τεχνητή νοημοσύνη, τι πρέπει να φοβόμαστε και τι όχι, τι έχει ήδη συμβεί και νομίζουμε ότι δεν έχει συμβεί, τι μάλλον αποκλείεται να συμβεί και νομίζουμε ότι θα συμβεί. Αλλά όταν άρχισα να συζητάω με αυτό το πράγμα, κατάλαβα πόσο φτωχό είναι από πνεύμα.

Ενώ η δική μας πεποίθηση είναι ότι μπορείς να κουβεντιάσεις μαζί του, να του τσιγκλήσεις κάτι που έχει να κάνει με ψυχισμό, εκείνο σου απαντάει πολύ λογικά ότι δεν το έχεις ταΐσει με τέτοιου είδους δεδομένα κι είναι απλώς ένα μηχάνημα που δεν είναι εδώ ούτε για να κρίνει ούτε να σχολιάζει.

Παρ’ όλα αυτά όμως τα συγκεκριμένα μηχανήματα, τους δίνεις λέξεις-κλειδιά και σου παράγουν ένα τραγούδι, το οποίο είναι και σχετικά αποδεκτό, με στίχους οι οποίοι δεν είναι ηλίθιοι. Το δοκιμάσαμε με τον Γκάρι Σάλομον που έχει τη μουσική επιμέλεια και δημιούργησε ένα τραγούδι το οποίο μια χαρά μπήκε στην παράσταση.

Μεθαύριο λοιπόν πιθανόν να αρχίσουμε να διαβάζουμε έργα θεατρικά κατά τα πρότυπα του Σαίξπηρ, του Ιψεν ή του Τσέχοφ» τονίζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου και συνεχίζει τη συλλογιστική του πάνω στην εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης.

Είναι το ηθελημένο τέλος του ανθρώπινου είδους, η μετεξέλιξή του σε ανθρωπομηχανή.

Δηλαδή, η ενσωμάτωση των ανθρώπων από τις μηχανές. Αυτό που φοβούνται, η υπερνοημοσύνη που θίγεται και μέσα στο έργο, είναι ακριβώς το γεγονός ότι αυτά τα μηχανήματα, με τη δικτύωση που διαθέτουν και με τα δεδομένα που είναι σε θέση να συλλέγουν, μπορούν να αποκτούν τέτοια γνώση στη στιγμή που πραγματικά να καθιστούν οποιαδήποτε ανθρώπινη συμμετοχή άχρηστη.

Θα μπορούν να αυτοβελτιώνονται ενδεχομένως και όταν αρχίζει να αυτοβελτιώνεται το μηχάνημα, τότε αφήνει πίσω τον άνθρωπο. Θυμίζω ότι κάποτε μας φαινόταν τελείως απίθανο να χάσει ένας άνθρωπος στο σκάκι από έναν υπολογιστή, και αυτό έχει τελειώσει εδώ και καιρό.

Οπως επίσης στην επιστήμη είναι δεδομένο ότι ορισμένες εγχειρήσεις γίνονται πολύ καλύτερα από την τεχνητή νοημοσύνη. Το νυστέρι μπαίνει με πολύ περισσότερη ασφάλεια και ακρίβεια και επίσης επί τόπου μπορεί να κρίνει εάν είναι καρκίνος ή όχι, εάν πρέπει να τον αφαιρέσει ή όχι. Αφαιρεί οποιαδήποτε περίπτωση ανθρώπινου σφάλματος ή ψυχική συμμετοχή σε αυτό που συμβαίνει, με τα καλά του και τα κακά του» καταλήγει ο Δημήτρης Τάρλοου.