Οσο ζούσε η μάνα μου δεν θα το τολμούσα. Και να μου πέρναγε ακόμα από το μυαλό, έτσι και της το ‘λεγα θα με εμπόδιζε με νύχια και με δόντια. «Αν θες ντε και καλά να τον δεις» θα μου ‘λεγε «στησ’ του καρτέρι. Φάντης μπαστούνι βγες μπροστά του. Σε δημόσιο όμως χώρο». Υπέρτατη αξία για τη μάνα μου η περηφάνια. Το «δεν έχουμε κανέναν ανάγκη». Κανέναν. Κυρίως όχι τον κανάγια που την εγκατέλειψε με εμένα στην κοιλιά της – δεν την παράτησε καν στα ίσα, δεν έδειξε τον στοιχειώδη ανδρισμό, εξαφανίστηκε απλώς, πέντε μέρες αφότου του ανακοίνωσε εκείνη πως ήταν έγκυος. Εκανε ό,τι σήμερα ονομάζεται «γκόστινγκ».

Σας είναι ίσως δύσκολο εσάς των νεότερων να το αντιληφθείτε. Το 1985 δεν είχε ακόμα κινητά, Διαδίκτυο. Είχαν πάψει οι άνθρωποι να στέλνουν γράμματα, δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα να τσατάρουν. Μιλούσαν μόνο. Στο μιλητό έκλειναν τα ραντεβού τους, ερωτεύονταν, κατέληγαν στο κρεβάτι, έδιναν υποσχέσεις αφοσίωσης. Λόγια, λόγια – φτερά. Που δεν αφήνουν ίχνη.

Φοιτήτρια Ιατρικής τα φτιάχνει με νεαρό δημοσιογράφο, εξυπνούλη και ομορφούλη. Ζουν για ένα οχτάμηνο πάθος παράφορο που το στεγάζουν στη δική της γκαρσονιέρα ή σε φτηνοξενοδοχεία ή στο αυτοκίνητό του, ο τύπος μένει στο πατρικό του. Κυκλοφορούν; Τους βλέπουν; Εννοείται. Συχνάζουν σε ταβέρνες, μπαρ, πάρτι… Μπερδεύονται οι παρέες τους, μια Μίκα φλερτάρει με έναν Νίκο, μια Ασπα ρίχνει χυλόπιτα σε έναν Γεράσιμο.

«Αρα είχες μάρτυρες…». «Οταν τους ζήτησα να καταθέσουν μού τα μάσησαν. «Μπορώ εγώ να ορκιστώ τι είδους σχέση είχατε ακριβώς;» μου πέταξε στα μούτρα μια σκατούλα, που τη θεωρούσα φίλη μου. Ο κολλητός του Λευτέρη τίναξε την μπάνγκα της χυδαιότητας. «Είσαι εκατό τοις εκατό σίγουρη για την πατρότητα;» με ρώτησε με ειρωνικό σχεδόν χαμόγελο – πώς δεν τον χαστούκισα; Και βέβαια όλοι με συμβούλευαν έκτρωση…».

«Τεστ Dna δεν υπήρχε, φαντάζομαι…». «Και να υπήρχε, τι; Θα του έκλεβα καμιά τρίχα, κάνα νύχι; Αφού είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Είχε παραιτηθεί αιφνιδίως από το περιοδικό κι από το ραδιόφωνο. Ενας συνάδελφός του μού κάρφωσε δήθεν ότι είχε μετακομίσει στη Θράκη και είχε πιάσει δουλειά σε μια τοπική εφημερίδα. Παραμύθια! Χρόνια αργότερα έμαθα πως βρισκόταν στις Βρυξέλλες. Τον είχε πάρει βοηθό του ένας ευρωβουλευτής, του κόμματος». «Στους γονείς του γιατί δεν πήγες;». «Ποιο το όφελος; Και να τα έσουρναν στον κανακάρη τους, τι άλλο θα με συμβούλευαν παρά να τρέξω στον γυναικολόγο; Ισως να προσφέρονταν να αναλάβουν τα έξοδα, υπό τον όρο να με συνοδέψει η μάνα του. Για να σιγουρευτεί ότι η δυσάρεστη εκείνη ιστορία είχε λήξει…».

«Εσένα δεν σου πέρασε από το μυαλό να με ρίξεις;» .«Ούτε στιγμή!» με αγκάλιαζε και με φιλούσε. «Καλύτερα να αυτοκτονούσα».

Αυτές οι συζητήσεις γίνονταν μετά τα δεκαπέντε μου. Νωρίτερα η μάνα μου με φλόμωνε στα παραμύθια. Βασικό μοτίβο; Ο μπαμπάς είχε χαθεί κάνοντας ρεπορτάζ κάπου στη Νότια Αμερική, στο πλευρό των Σαντινίστας ή τίποτα άλλων ανταρτών. Είχε σκοτωθεί; Τον είχαν απαγάγει; Θα απελευθερωνόταν κάποτε και θα γυρνούσε; Δεν με άφηνε η μάνα μου να το ελπίζω. Τη μοναδική τους φωτογραφία, σε ένα ρεμπετάδικο στα Εξάρχεια, την είχε κορνιζάρει, την είχε στολίσει στο σαλόνι. Δεν καίγαμε βεβαίως καντήλι μα κάθε του Αγίου Ελευθερίου του αφήναμε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Κατά τα άλλα τον μνημονεύαμε μάλλον σπάνια. Η απουσία του ήταν τόσο απόλυτη, τόσο ανεπίστρεπτη ώστε δεν έριχνε καν τη σκιά της επάνω μου. Αλλο να χάσεις τον γονιό σου, άλλο να γεννηθείς ορφανός. Πώς να πενθήσεις κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ σου; Και πώς να σου περάσει από το μυαλό ότι ο τύπος ζει και βασιλεύει στην ίδια πόλη με σένα;

Ικανή την έχω να με κρατούσε στο σκοτάδι ώσπου να ενηλικιωθώ τουλάχιστον. Εάν δεν τον έβλεπα ένα βράδυ στην τηλεόραση, να λέει τις ειδήσεις. «Αυτός δεν είναι;» τραύλισα. Δεν με άφησε να πάρω ανάσα. Μου τα ξεφούρνισε χαρτί και καλαμάρι. Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. «Καθαρματάκι μας προέκυψε ο μπαμπάς σου, τι να κάνουμε;» με κέρασε τσιγάρο – είχαμε μπει ακαριαία στον καιρό της ειλικρίνειας, γιατί να καπνίζω κρυφά; «Ρώτα ό,τι άλλο θες…». «Ξέρει την ύπαρξή μου;». «Συμπέσαμε μια φορά, πρέπει να πήγαινες πρώτη δημοτικού, στο καράβι για Χανιά. Κόντεψε να του έρθει κόλπος, ήταν μαζί με μια χαρχάλω – σύζυγο; γκόμενα; –, τον έπιασε τρέμουλο, του χύθηκε ο καφές και βγήκε τρέχοντας στο κατάστρωμα, Δεκέμβριο μήνα…». «Δεν νοιάστηκε ποτέ να μάθει για μένα;». «Πιστεύεις ότι αυτό αντιφάσκει με τον χαρακτήρα του;».

Βίωσα αναδρομικά μια φρικτή προδοσία; Απέκτησα ψυχολογία παρατημένου παιδιού; Οχι ακριβώς. Πότε δεν ονειρεύτηκα μια καθημερινότητα διαφορετική, με τον πατέρα στο σπίτι. Διαμορφώθηκε όμως μέσα μου ένα δίπολο: καλό – κακό. Η Ολγα ταγμένη στον όρκο του Ιπποκράτη. Ο Λευτέρης μία ρηχή διασημότητα, ένας χυδαίος που ανερχόταν γλείφοντας πολιτικούς και επιχειρηματίες, εξέθετε και εξευτέλιζε φουκαράδες για να κάνει τηλεθέαση, περνιόταν συνάμα και για μερακλής, γλεντζές, γόης… Ο,τι διάβαζα για εκείνον μού προξενούσε αποστροφή. Ο,τι ζούσα μαζί της ελαφρά ασφυξία.

Εύκολο το ‘χετε να είσαι ο γιος της πρώτης ελληνίδας μεγαλοχειρουργού, που τα χρυσά της δάχτυλα έσωζαν από μητροπολίτες μέχρι άστεγους; Δεν έκανε διακρίσεις η μαμά, έσκυβε πάνω από κάθε ανθρώπινο πόνο δίχως ωστόσο να αρνείται την έμπρακτη ευγνωμοσύνη των εύπορων ασθενών της. Δεν είχαμε πράγματι κανέναν ανάγκη. Ενώ εμάς/εκείνη την είχε ανάγκη κόσμος και κοσμάκης.

Δεν ακολούθησα – Θεός φυλάξοι – τα βήματά της. Η σύγκριση θα με συνέτριβε. Είχα εξάλλου στόφα καλλιτεχνική. Υποτίθεται. Ενα λαχταρούσα στην πραγματικότητα: με το που θα τελειώνα το σχολείο, να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Το κατανοούσε. Μου πρόσφερε δεκαπέντε πλουσιοπάροχα χρόνια στην Αμερική, χρηματοδότησε τις σπουδές κι όλα τα γούστα μου, μέχρι έκθεση μου πλήρωσε σε γκαλερί στη Νέα Υόρκη – όποιο έργο πούλησα, το βρήκα, αφού πέθανε, στην ντουλάπα της. Μοναδική της απαίτηση; Να περνάμε μαζί Χριστούγεννα και Δεκαπενταύγουστο.

Καθόλου δεν τη χάλαγε που ήμουν ανενδοίαστα – όχι προκλητικά εντούτοις – κηφήνας. Και που ποτέ σχεδόν δεν είχα μόνιμη αγαπημένη ούτε καν κολλητούς φίλους. Παραπονιόταν βέβαια καμιά φορά – «πότε θα παντρευτείς, Αντρίκο μου; πότε θα με κάνεις γιαγιά;» – μα κατά βάθος το εκτιμούσε που δεν έδινα σε κανέναν λογαριασμό. «Η εξάρτηση από ανθρώπους είναι η χειρότερη…» αποφθεγμάτιζε. «Κάθε στενή σχέση καταντάει τοξική…».

Οταν αρρώστησε, επέστρεψα μόνιμα στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκα στο σπίτι της, το οποίο μετά τον θάνατό της ανακαίνισα πλήρως, κουκλί το έκανα. Εκεί περνάω τις μέρες και τις νύχτες μου, μόνος μου ή με εντελώς ευκαιριακές παρέες. Κοντεύω τα σαράντα. Ψηλός και στιβαρός, με κοκκινόξανθο πυκνό μαλλί, μουστάκι Ντ’ Αρτανιάν, αέρα κοσμοπολίτικο. Οποτε μπαίνω σε εστιατόριο ή σε κλαμπ, τα βλέμματα πέφτουν επάνω μου. Αναρωτιούνται όλοι ποιος είμαι.

Μαλακίες λέω! Πρόκειμαι – υπάρχει τέτοιο ρήμα; – πρόκειμαι για μια θλιβερή περίπτωση ανθρώπου. Κινδυνεύω να σκατογεράσω δίχως να έχω ενηλικιωθεί. Αποπροσανατολισμένος, ασυγκρότητος, ασυγκέντρωτος… Νευρωτικά ανέμελος. Χάσκων και τρυπιοχέρης. Μου τα ανέλυσε ο ψυχοθεραπευτής. «Κινήστε σε κενό αέρος» μου είπε. «Δεν έχετε καμιά πυξίδα. Ζήτημα χρόνου να σας πάρει ο κατήφορος – πίνετε όλο και περισσότερο, τρώτε βουλιμικά, δεκαπέντε κιλά παχύνατε από πέρυσι. Αν δεν κοιτάξετε τη ζωή σας κατάματα, εάν δεν κλείσετε τους λογαριασμούς σας με το παρελθόν, σας εγγυώμαι τα χειρότερα». Δεν χρειαζόταν να γίνει πιο συγκεκριμένος. Μόνος μου το αποφάσισα. Να έρθω αντιμέτωπος με τον πατέρα μου.

Δεν θα μου αρκούσε να του κλείσω τον δρόμο και να τον αναγκάσω να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Ούτε καν να μπουκάρω στο γραφείο του και να τον κάνω ρόμπα στους υφισταμένους του, μακάρι και στον καναλάρχη.

Να μπουρλοτιάσω λαχταρώ την οικογενειακή του ευτυχία. Που τόσο χυδαία διαφημίζει ποζάροντας κάθε τόσο με τη γυναίκα του (γυναίκα-τρόπαιο, δυόμισι δεκαετίες νεότερή του) και τις δίδυμες κόρες, η μια περνιέται ήδη για ινφλουένσερ, διαφημίζει εφηβική μόδα στο Ινσταγκραμ. Και όχι μια οποιαδήποτε μέρα. Πρωτοχρονιά κι αρχιχρονιά, πρώτη γιορτή του χρόνου!

Δεν δυσκολεύτηκα να βρω τη διεύθυνσή του. Μια βιλίτσα στο Ψυχικό, την πήρε κοψοχρονιάς σε πλειστηριασμό, στα χρόνια της κρίσης. Στέκομαι τώρα στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοιτάω τη φωταγωγημένη τζαμαρία, περιμένω να πάει εννέα, να κάτσουν γύρω από το τραπέζι και τότε να εμφανιστώ εγώ σαν το αντίθετο του Αϊ-Βασίλη. Οχι για να προσφέρω αλλά για να απαιτήσω τα δώρα που στερήθηκα.

Χτυπάω το κουδούνι. Θα μου ανοίξει μια Φιλιππινέζα, «I am the lost son» θα της πω και θα την παραμερίσω. Ξαναχτυπάω. Στο κατώφλι εμφανίζεται ο ίδιος. Σχεδόν τρομάζω που τον βλέπω, οι φωτογραφίες του είναι αγρίως ρετουσαρισμένες, από κοντά δείχνει ετοιμόρροπος, ογδοντάρης στα εξηνταπέντε του, τι καταχρήσεις πρέπει να έχει κάνει; Ισως πάλι να έχουμε πολύ κακό γονίδιο…

Του συστήνομαι. «Λες να μη σε γνώρισα; Φτυστοί είμαστε!» μου χαμογελάει – γιατί μου χαμογελάει; «Πέρνα μέσα να μη βρέχεσαι!» Δεν βρέχει.

Μπαίνω σε ένα σαλόνι όπως ακριβώς το φανταζόμουν. Τεράστιο και κακόγουστο. Ή μάλλον ούτε καν κακόγουστο – φτιαγμένο απλώς από διακοσμητή, που ψώνισε από ακριβά επιπλάδικα και αντικερί. Χουχουλιάρικοι καναπέδες. Χαμηλά τραπέζια και ράφια φορτωμένα με μπιμπελό από Ασία και Αφρική. Μέχρι φτερά και αβγά στρουθοκαμήλων. Παχιά χαλιά, βυζαντινά εικονίσματα, ένας ναύτης του Τσαρούχη – ο ίδιος ο Τσαρούχης θα ντρεπόταν να βρίσκεται εδώ. Και ένα άσπρο πιάνο με ουρά, φαντάζομαι τις αδελφές μου να βαράνε αγγαρεία τα πλήκτρα – μήπως είμαι προκατειλημμένος; Μια χαρά κοριτσάκια, μου χαμογελούν από τις ασημένιες κορνίζες. Από στιγμή σε στιγμή θα κατέβουν από τα δωμάτιά τους, στολισμένες, θα τους πω την ιστορία και θα τους πέσουν τα σαγόνια. Στη γυναίκα του έχει μιλήσει άραγε ποτέ για μένα;

«Η οικογένεια λείπει στο Λονδίνο» μου το χαλάει. «Εγώ δεν ακολούθησα – στις γιορτές καταλαβαίνεις πόσο σε βαριούνται. Και πόσο τους βαριέσαι… Να σου βάλω ένα ουίσκι; Αντε, θα πιω κι εγώ. Κι ας με διέγνωσαν σε προκιρρωτική κατάσταση, τι “προ”, τι “μετά”;… Συλλυπητήρια για τη μάνα σου. Θα έστελνα στεφάνι μα το αμέλησα. Ή καλύτερα κάμερα και ρεπόρτερ στην κηδεία της…».

«Θα τους έδιωχνα με τις κλωτσιές!».

«Λάθος. Η Ολγα γούσταρε τη δημοσιότητα. Αρκεί να ήταν του επιπέδου της, “θρηνούμε τη σπουδαία επιστήμονα” και τέτοια… Εμένα με έβρισκε παρακατιανό. Λαϊκάντζα. Οχι πως είχε άδικο…».

«Για αυτό την παράτησες;».

«Θα με ευνούχιζε, θα με έπνιγε. Ανακουφίστηκε, νομίζω, κατά βάθος. Είχα επιτελέσει τον σκοπό μου γονιμοποιώντας την, τι να με κάνει να μπερδεύομαι στα πόδια της;».

«Εμένα εγκατέλειψες. Αγέννητο».

«Πειράζει που δεν ήθελα στα εικοσιπέντε μου να γίνω πατέρας δίχως να είμαι καν ερωτευμένος; Μας τα έχουν ζαλίσει οι γυναίκες με το δικαίωμα στην έκτρωση, οι άντρες το στερούνται; Μην παραπονιέσαι εσύ, μια χαρά σε μεγάλωσε. Λέμε τώρα…».

«Πού το ξέρεις;».

«Σας παρακολουθούσα από απόσταση. Αν επενέβαινα, θα τα ‘κανα ακόμα χειρότερα. Αντε γεια μας!»

Εχει την αποκρουστικότερη μορφή κυνισμού. Τον ηττημένο κυνισμό. Τη δήθεν σοφία του εν πολλαίς αμαρτίαις γηράσαντος. Με τη δεύτερη γουλιά ζαλίζεται. Το μάτι του γυαλίζει.

«Πώς πιστεύεις, Ανδρέα, ότι θα ένοιωθες καλύτερα; Αν με χαστούκιζες; Αν με στραγγάλιζες; Ελεύθερα! Αν σου έδινα τη διεύθυνσή τους στο Λονδίνο, να πας να με καρφώσεις; Χάρη θα μού ‘κανες. Το τέλειο άλλοθι θα γινόσουν για τα λεφτά που δεν έχω να τους αφήσω. “Μου τα ροκάνισε ο μπάσταρδος” θα ισχυριζόμουν. “Τον πλήρωνα για να μην καταστρέψει την οικογενειακή μας ευτυχία…”».

«Ενώ πού τα έφαγες;».

«Οπου ακριβώς τα τρως κι εσύ. Απλώς εγώ κρατούσα κάποια προσχήματα, με ενδιέφερε η δημόσια εικόνα μου, την εξαργύρωνα παντοιοτρόπως. Δεν είχα την κληρονομιά της μεγαλογιατρού, να μη με νοιάζει τίποτα…».

«Πόσο μαλάκας είσαι;».

«Πες μου ότι εκπλήσσεσαι! Ειλικρινά τώρα, με φανταζόσουν συμπαθέστερο; Αν ναι, κακώς ήρθες. Εγώ χαίρομαι πάντως που είσαι εδώ. Σαν Αϊ-Βασίλη σε βλέπω. Ανακουφίζεις, τέτοια μέρα, την πλήξη και τη μοναξιά μου. Μη φύγεις προτού μπει ο καινούργιος χρόνος, ο τελευταίος πιθανότατα της ζωής μου. Πεινάς; Προτιμάς γαλλική κουζίνα ή ταϊλανδέζικη; Με ξέρουν οι εστιάτορες στα πέριξ, κάθε παραγγελία μου διαταγή. Στο υπόγειο έχω κελάρι. Θα ανοίξω, στην υγειά σου, ένα κρασί συνομήλικό σου. Μπορντό του 1986 – δεν θες να ξέρεις πόσο το πλήρωσα…».

Να μείνω να κάνω τι; Να φύγω να πάω πού; Μασουλάω τα παγάκια του ουίσκι, νομίζω ότι θα με πιάσει νευρικό. Το μάτι μου πέφτει στο τρίμετρο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τα κρυστάλλινα – σβαρόβσκι – στολίδια. Κάτι πάει λάθος.

«Δεν έχει αστέρι!» συνειδητοποιώ.

«Τι δεν έχει;».

«Αστρο λαμπρό στην κορυφή!».

«Σωστά. Δεν βαριέσαι… Καθένας βρίσκει το φως μέσα του. Ή δεν το βρίσκει. Και πάλι φίλοι!» μου τσουγκρίζει. Και μου χαμογελάει ξανά. Πατρικά.