Καθώς το 2024 πλησιάζει οσονούπω στο τέλος του, ο πλανήτης το περασμένο έτος έζησε μια χρονιά σημαντικότατων ανακατατάξεων, καθοριστικών στιγμών και αλλαγών που αναδιαμόρφωσαν την ιστορία και τη γεωπολιτική σκακιέρα. Η χρονιά αναμφίβολα σημαδεύτηκε από τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ, μια υπενθύμιση του πολωτικού πολιτικού κλίματος που επικρατούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο κορυφώθηκε με μία από τις πιο τοξικές εκλογές στην ιστορία τους. Εν τω μεταξύ, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο πολιτικός παλμός της Ευρώπης χτύπησε με τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις εθνικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες εμπερίεχαν μια αλλαγή πολιτικής φρουράς μετά από 14 χρόνια.

Η Μέση Ανατολή έγινε για άλλη μια φορά ένα πεδίο αναταραχής, με έναν καταστροφικό πόλεμο να φέρνει θάνατο και ανείπωτη δυστυχία σε εκατομμύρια ανθρώπους. Σε αντίθεση με το τέλος του 2023, ο πόλεμος μεταφέρθηκε και εκτός της Λωρίδας της Γάζας, καθώς το Ισραήλ ήρθε σε ένοπλη σύγκρουση με τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου, ενώ ταυτόχρονα η εξόντωση του Νασράλα και η επίθεση με εκρηκτικά στους βομβητές των μαχητών της σιιτικής οργάνωσης από τη Μοσάντ δέσποζαν στα διεθνή πρωτοσέλιδα για ημέρες. Σε μια αναπάντεχη τροπή των γεγονότων, το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατέρρευσε, σηματοδοτώντας το τέλος ενός αιματηρού εμφυλιακού κεφαλαίου στην ιστορία της Συρίας. Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται για τρίτη χρονιά, με εξελίξεις που διατηρούν τη σύγκρουση με τη Ρωσία στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Εν μέσω αυτών των κρίσεων, περιβαλλοντικές καταστροφές, όπως οι καταστροφικές πλημμύρες στην Ισπανία, ανέδειξαν την επείγουσα ανάγκη για δράση, θέμα που κυριάρχησε στις συζητήσεις της COP29.

Η Γαλλία ζει μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση καθώς οι εκλογές που διεξήχθησαν δεν έφεραν πολιτικό διέξοδο. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μισέλ Μπαρνιέ έπεσε και η παράταξη του Μακρόν πλέον βρίσκεται ως τρίτη δύναμη πίσω από τον συνασπισμό της Αριστεράς και από αυτόν της Λεπέν. Αντίστοιχη κρίση πλήττει και τη Γερμανία, η οποία τον Φλεβάρη οδηγείται σε πρόωρες εκλογές. Μέσα σε όλα αυτά τα γεγονότα προστέθηκε και η απώλεια του Ρώσου πολιτικού ακτιβιστή Αλεξέι Ναβάλνι, ενώ μια άλλη εμβληματική προσωπικότητα, ο Τζούλιαν Ασάνζ, κέρδισε τελικά την ελευθερία του μετά από χρόνια φυλάκισης.

Το 2024 αποδείχθηκε μια χρονιά ιδιαίτερα απρόβλεπτη για τον πλανήτη, με εξελίξεις που την αναδιαμόρφωσαν/μετασχημάτισαν. Ας εξετάσουμε τις σημαντικότερες:

1. Απόπειρες δολοφονίας Τραμπ

Στις 13 Ιουλίου, ο Ντόναλντ Τραμπ, τότε επικρατέστερος υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές (δύο μέρες αργότερα ανακοινώθηκε επίσημα), επέζησε από απόπειρα δολοφονίας κατά τη διάρκεια προεκλογικής του συγκέντρωσης στο Μπάτλερ της Πενσυλβάνια. Ο δράστης, που αναγνωρίστηκε ως ο 20χρονος Τόμας Μάθιου Κρουκς από το Μπέθελ Παρκ της Πενσυλβάνια, κατάφερε να ρίξει οκτώ σφαίρες από ένα τουφέκι τύπου AR-15 από την οροφή ενός κοντινού κτηρίου, χτυπώντας τον Τραμπ στο πάνω μέρος του δεξιού του αφτιού. Η επίθεση είχε επίσης ως αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας άνθρωπος, ο Κόρεϊ Κομπερατόρε, πρώην επικεφαλής της πυροσβεστικής, και να τραυματιστούν σοβαρά άλλοι δύο. Ο Κρουκς εξουδετερώθηκε στη συνέχεια από την ομάδα της Μυστικής Υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, λίγα λεπτά αφότου άρχισε να πυροβολεί. Το περιστατικό σημαδεύτηκε από χάος, με τον Τραμπ να βγαίνει εσπευσμένα από τη σκηνή από πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας υπό τον ήχο των πυροβολισμών και τις κραυγές του πλήθους.

Ακολούθησε μια ακόμη απόπειρα κατά της ζωής του, στις 15 Σεπτεμβρίου, στο γήπεδο γκολφ του Τραμπ στο Γουεστ Παλμ Μπιτς της Φλόριντα, όπου ο Ράιαν Γουέσλι Ρουθ, 58 ετών, συνελήφθη αφότου προσπάθησε να στοχεύσει τον Τραμπ με ένα όπλο. Ο Ρουθ κατηγορήθηκε για ομοσπονδιακά αδικήματα που σχετίζονται με όπλα λόγω του ποινικού του μητρώου. Αυτή η δεύτερη απόπειρα ματαιώθηκε όταν ένας πράκτορας της Μυστικής Υπηρεσίας τον εντόπισε στους θάμνους. Οι δύο επιθέσεις οδήγησαν σε σημαντική αναθεώρηση των πρωτοκόλλων της Μυστικής Υπηρεσίας, με την υπηρεσία να αντιμετωπίζει έλεγχο για τα κενά ασφαλείας που επέτρεψαν την εκδήλωση αυτών των περιστατικών.

2. Εκλογές ΗΠΑ

Αναμφίβολα το 2024 σημαδεύτηκε και από τις αμερικανικές εκλογές. Πριν βέβαια διεξαχθούν αυτές χρειάστηκε ο υποψήφιος Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλτ Τραμπ να αντιμετωπίσει δικαστικές διαμάχες, οι οποίες εν τέλει του επέτρεψαν να συμμετάσχει στις εκλογές. Αρχικά αντίπαλος του Τραμπ ήταν ο νυν -και απερχόμενος- πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, αλλά ένα πολύ άσχημο για αυτόν ντιμπέιτ που διεξήχθη στις 27 Ιουνίου ήταν καταλυτικό ούτως ώστε να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση να λάβει εκ νέου το προεδρικό χρίσμα. Έτσι αντίπαλος των Ρεπουμπλικάνων έγινε η Καμάλα Χάρις, αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στο αξίωμα. Με πρωτοφανή πόλωση φτάσαμε στις 5 Νοεμβρίου, την ημέρα των αμερικανικών εκλογών, οπότε ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξασφάλισε μια ιστορική επιστροφή στον Λευκό Οίκο, νικώντας την υποψήφια των Δημοκρατικών Καμάλα Χάρις. Ο Τραμπ συγκέντρωσε 312 εκλέκτορες έναντι 226 της Χάρις, ξεπερνώντας τους 270 που απαιτούνται για τη νίκη. Στη λαϊκή ψήφο, ο Τραμπ έλαβε περίπου 77,3 εκατομμύρια ψήφους (49,9%), ενώ η Χάρις έλαβε περίπου 75 εκατομμύρια ψήφους (48,4%). 

Οι εκλογές χαρακτηρίστηκαν από την υψηλή προσέλευση των ψηφοφόρων, με το 63,9% περίπου των εκλογέων που είχαν δικαίωμα ψήφου να προσέρχονται στις κάλπες. Η προεκλογική εκστρατεία του Ντ. Τραμπ επικεντρώθηκε στην οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια των συνόρων, βρίσκοντας απήχηση σε περιοχές που αμφιταλαντεύονταν. Εξασφάλισε νίκες σε κομβικές πολιτείες όπως η Βόρεια Καρολίνα, η Τζόρτζια, η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στην εκλογική του επιτυχία. 

Στις εκλογές για το Κογκρέσο, οι Ρεπουμπλικάνοι απέκτησαν τον έλεγχο τόσο της Γερουσίας όσο και της Βουλής των Αντιπροσώπων, επιτυγχάνοντας τον ενιαίο κομματικό έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Η μετατόπιση αυτή αναμένεται να επηρεάσει τις νομοθετικές δυνατότητες σε υπερθετικό βαθμό για τους Ρεπουμπλικάνους με το Κογκρέσο να είναι πιθανό πλέον να εστιάσει στον έλεγχο για τις εταιρείες της Αμερικής και σε συγκεκριμένες βιομηχανίες και χώρες, όπως η Κίνα και η Ουκρανία. Άλλωστε ο Ντόναλτ Τραμπ, ο οποίος ορκίζεται στα μέσα Ιανουαρίου, ισχυρίζεται πως θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μόλις ανέβει ξανά στον προεδρικό θώκο.

3. Πόλεμος στην Μέση Ανατολή

Η νέα κρίση στην οποία βρίσκεται η περιοχή της Μέσης Ανατολής από την 7η Οκτωβρίου του 2023 συνεχίζει να υπάρχει και μάλιστα με αμείωτο ρυθμό καθώς το Ισραήλ και ο Άξονας της Αντίστασης (Ιράν, Χαμάς, Χεζμπολάχ, Χούθι) επιδίδονται σε ένα ατέρμονο πόλεμο.

Παρόμοια τύχη φαίνεται να έχει και η Χεζμπολάχ, η οποία ναι μεν έχει καταφέρει να αποκρούσει τη χερσαία επιχείρηση του Ισραήλ στον Λίβανο, αλλά μετρά πολλές απώλειες διοικητικών της ηγετών, με μεγαλύτερη τον Χασάν Νασράλα στις 27 Σεπτεμβρίου, έπειτα από στοχευμένους βομβαρδισμούς στην Βηρυτό. Τον κόσμο συγκλόνισε και το μεγάλο σχέδιο που ετοίμασε και έφερε εις πέρας η Μοσάντ με τους βομβητές οι οποίοι έσκασαν στα χέρια μαχητών της σιιτικής οργάνωσης, προκαλώντας μεν λίγες ανθρώπινες απώλειες αλλά σπέρνοντας την ανασφάλεια και τον πανικό στον Λίβανο. Στις αρχές του Δεκεμβρίου επήλθε μια συμφωνία εκεχειρίας αν και το Ισραήλ άτυπα αρκετές φορές παραβίασε αυτήν τη συμφωνία. 

Η εμπλοκή του Ιράν φάνηκε αναπόφευκτη και κλιμακώθηκε με άμεσες στρατιωτικές ενέργειες κατά του Ισραήλ. Την 1η Οκτωβρίου, μετά τη δολοφονία των ηγετών τόσο της Χεζμπολάχ όσο και της Χαμάς, το Ιράν εξαπέλυσε τεράστια πυραυλική επίθεση κατά του Ισραήλ εκτοξεύοντας 200 βαλλιστικούς πυραύλους που διαπέρασαν τον Iron Dome χτυπώντας κυρίως στρατιωτικές υποδομές της χώρας. Τις πρώτες ημέρες που ακολούθησαν υπήρξε φόβος γενικευμένης σύρραξης σε όλη την περιοχή αλλά εν τέλει η στρατιωτική απάντηση του Ισραήλ ήταν μικρής κλίμακας και αρκετές ημέρες μετά. Έκτοτε η ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές έχει πέσει σημαντικά, ωστόσο παραμένει άγνωστο τι μπορεί να συμβεί το 2025.

4. Πτώση Άσαντ

Εντελώς απροσδόκητα, στις 8 Δεκεμβρίου, το καθεστώς Άσαντ στη Συρία κατέρρευσε μετά από 12ήμερη επίθεση των δυνάμεων των ανταρτών, με επικεφαλής κυρίως τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS). Η επίθεση αυτή ξεκίνησε στις 27 Νοεμβρίου, όταν ομάδες των ανταρτών, συμπεριλαμβανομένης της HTS και άλλων, εξαπέλυσαν συντονισμένη επίθεση από τα βορειοδυτικά, καταλαμβάνοντας σημαντικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένου του Χαλεπίου στις 29 Νοεμβρίου. Οι αντάρτες συνέχισαν την προέλασή τους, καταλαμβάνοντας τη Χάμα και τη Χομς μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου, ενώ στις 7 Δεκεμβρίου βρέθηκαν στα περίχωρα της Δαμασκού. Στις 8 Δεκεμβρίου, οι αντάρτες ανακοίνωσαν την απελευθέρωση της Δαμασκού, κι ενώ ο Μπασάρ αλ Άσαντ κατέφυγε στη Ρωσία, όπου του χορηγήθηκε άσυλο. Αυτό σηματοδότησε το τέλος της 54χρονης διακυβέρνησης της οικογένειας Άσαντ, ενός καθεστώτος γνωστού για τις βάναυσες τακτικές του, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης χημικών όπλων εναντίον του ίδιου του λαού του, αλλά και βασανισμών ή εκτελέσεων των πολιτικών του αντιπάλων καθώς κι απλών πολιτών.

Η Συρία μετά τον Άσαντ, στα τέλη Δεκεμβρίου 2024, διανύει μια μεταβατική, αλλά επισφαλή περίοδο. Έχει συσταθεί μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αχμέντ Χουσεΐν Αλ Σαράα (Αλ-Τζολάνι), με στόχο τη σταθεροποίηση της χώρας έως την 1η Μαρτίου 2025. Η πτώση του Άσαντ οδήγησε σε κενό εξουσίας, με διάφορες αντάρτικες ομάδες, μεταξύ των οποίων ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (τουρκικής επιρροής), ο HTS και άλλες, να προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή. Σε διεθνές επίπεδο, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε παίκτη-κλειδί, έχοντας υποστηρίξει την αντιπολίτευση και με σημαντική πλέον επιρροή στο μέλλον της Συρίας. Η Ρωσία και το Ιράν, προηγουμένως σταθεροί σύμμαχοι του Άσαντ, είδαν την περιφερειακή τους επιρροή να μειώνεται δραματικά, με τη Ρωσία να επικεντρώνεται περισσότερο στην Ουκρανία και το Ιράν να αποδυναμώνεται από τις συγκρούσεις με το Ισραήλ. Η ανθρωπιστική κρίση παραμένει, με εκατομμύρια εκτοπισμένους Σύρους να ζουν στο εξωτερικό. Καταλυτικό ρόλο για το μέλλον της Συρίας αναμένεται να διαδραματίσουν οι εξελίξεις με τους Κούρδους το 2025, οι οποίοι βρίσκονται σε έναν ασταμάτητο πόλεμο εδώ και πολλά χρόνια με την Τουρκία.

5. Πόλεμος στην Ουκρανία

Το τρέχον έτος, ο πόλεμος στην Ουκρανία εισήλθε στον τρίτο χρόνο του χωρίς να διαφαίνεται κάποιο τέλος: αλλεπάλληλες στρατιωτικές εμπλοκές, χιλιάδες θάνατοι και τεράστιες υλικές ζημίες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, οι ρωσικές δυνάμεις σημείωσαν αργά αλλά σταθερά κέρδη στο Ντονμπάς, καταλαμβάνοντας στρατηγικές πόλεις όπως η Αβντιίβκα και το Βούχλενταρ, μετά από μήνες σφοδρών μαχών. Η Ουκρανία, από την άλλη πλευρά, αντιμετώπισε σοβαρά ζητήματα, όπως ελλείψεις πυρομαχικών, πυροβολικού και συστημάτων αεράμυνας, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την απόκρουση των ρωσικών επιδρομών. Εντούτοις, οι Ουκρανοί πήραν την απόφαση να εισβάλουν στην περιφέρεια Κουρσκ της Ρωσίας στις 6 Αυγούστου, σε μια τολμηρή και στρατηγική κίνηση . Στην επιχείρηση αυτή, την πιο σημαντική διασυνοριακή επίθεση από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022, συμμετείχαν πάνω από 1.000 Ουκρανοί στρατιώτες, που κατέλαβαν περίπου 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ρωσικού εδάφους, συμπεριλαμβανομένων 28 οικισμών. Η επίθεση στο Κουρσκ εξέπληξε τόσο τους Ρώσους όσο και τους δυτικούς, οδηγώντας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης την περιοχή και στην ανάπτυξη ρωσικών εφεδρειών. Ωστόσο, σύντομα η ουκρανική προέλαση σταμάτησε και οι ρωσικές δυνάμεις άρχισαν να ανακτούν μέρος του χαμένου εδάφους, περιορίζοντας σήμερα σε κάτω από τη μισή την έκταση που κατέχουν οι δυνάμεις του Κιέβου. 

Αξιοσημείωτη κλιμάκωση ήταν και η εμπλοκή των βορειοκορεατικών στρατευμάτων στις μάχες στο Κουρσκ. Η παρουσία Βορειοκορεατών αναφέρθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2024, ωστόσο η επιβεβαίωση εμπλοκής σε μάχες ήρθε μόλις πριν από λίγες ημέρες, με τους πρώτους καταγεγραμμένους νεκρούς και τραυματίες Βορειοκορεάτες στρατιώτες. Επιπλέον, η χρήση προηγμένου οπλισμού κλιμάκωσε τη σύγκρουση στην Ουκρανία, καθώς οι ΗΠΑ εξουσιοδότησαν την Ουκρανία να χρησιμοποιήσει πυραύλους ATACMS (Army Tactical Missile System) για να πλήξει στόχους εντός της Ρωσίας, ιδίως στο Κουρσκ, όπου είχαν εγκατασταθεί και βορειοκορεατικές δυνάμεις. Αυτοί οι πύραυλοι, με βεληνεκές έως και 300 χιλιόμετρα, στοχεύουν να ενισχύσουν τη στρατηγική της Ουκρανίας να διαταράξει τη ρωσική υλικοτεχνική υποδομή και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ως αντίποινα, η Ρωσία εκτόξευσε για πρώτη φορά κατά της Ουκρανίας, στο Ντνίπρο, τον μη πυρηνικό βαλλιστικό πύραυλο «Oreshnik», δείχνοντας την προθυμία της να κλιμακώσει τις πυραυλικές της δυνατότητες ως απάντηση στις ουκρανικές ενέργειες.

6. Ευρωεκλογές

Οι εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διεξήχθησαν από τις 6 έως τις 9 Ιουνίου στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της ΕΕ. Το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) διατήρησε τη θέση του ως η μεγαλύτερη ομάδα, εξασφαλίζοντας 188 έδρες. Η Προοδευτική Συμμαχία των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) ακολούθησε με 136 έδρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ακροδεξιός συνασπισμός, Πατριώτες για την Ευρώπη (PfE), αναδείχθηκε ως μια νέα δύναμη (η τρίτη συγκεκριμένα στο Ευρωκοινοβούλιο) , λαμβάνοντας 84 έδρες, ενώ άνοδο στα ποσοστά τους είδαν και οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, αντανακλώντας μια αυξανόμενη τάση προς εθνικιστικά και ευρωσκεπτικιστικά αισθήματα σε όλα τα κράτη μέλη.

Στη Γαλλία, ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν πέτυχε σημαντική νίκη, ξεπερνώντας το κόμμα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, γεγονός που οδήγησε τον Μακρόν στη διάλυση του εθνικού κοινοβουλίου και στην προκήρυξη εκλογών. Στη Γερμανία η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) άφησε τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στη δεύτερη θέση, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες αναδείχθηκαν πρώτοι. Στην Ιταλία επικράτησε ο συνδυασμός της Μελόνι.

Η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν περίπου στο 51%, η υψηλότερη από το 1994, γεγονός που υποδηλώνει την αυξημένη συμμετοχή του κοινού στις υποθέσεις της ΕΕ. Αυτός ο εκλογικός κύκλος υπογραμμίζει μια κομβική στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η άνοδος των συντηρητικών και εθνικιστικών κομμάτων είναι έτοιμη να επηρεάσει τις μελλοντικές πολιτικές για τη μετανάστευση, την ασφάλεια και την κλιματική αλλαγή, αμφισβητώντας την παραδοσιακή συναίνεση της ΕΕ στο Κοινοβούλιο. 

7. Εκλογές στη Βρετανία

Οι βουλευτικές εκλογές του 2024 στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτέλεσαν ορόσημο, επιφέροντας αποφασιστική αλλαγή στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Πραγματοποιήθηκαν στις 4 Ιουλίου και σηματοδότησαν το τέλος των 14 ετών κυριαρχίας των Συντηρητικών, καθώς οι Εργατικοί, με επικεφαλής τον Κιρ Στάρμερ, εξασφάλισαν συντριπτική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Η εκστρατεία επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική ανάκαμψη, τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης και την αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους ζωής, με τους Εργατικούς να εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια του κοινού για τους κυβερνώντες Συντηρητικούς υπό τον πρωθυπουργό Ρίσι Σουνάκ.

Παρά το επιβλητικό προβάδισμα των Εργατικών σε κοινοβουλευτικές έδρες, οι εκλογές ανέδειξαν ανησυχίες σχετικά με την αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Εργατικοί εξασφάλισαν το 63% των εδρών με μόλις το 34% της λαϊκής ψήφου, ενώ το κόμμα Reform UK, με επικεφαλής τον Νάιτζελ Φάρατζ, συγκέντρωσε το 14,3% των ψήφων, αλλά έλαβε μόνον πέντε έδρες. Το αποτέλεσμα ενέτεινε τις εκκλήσεις για εκλογική μεταρρύθμιση, με τους επικριτές να χαρακτηρίζουν το αποτέλεσμα ως το πιο δυσανάλογο στην ιστορία της Βρετανίας.

8. Πλημμύρες στην Ισπανία 

Τον Οκτώβριο του 2024, η Ισπανία επλήγη από καταστροφικές πλημμύρες που προκλήθηκαν από καταρρακτώδεις βροχές επηρεάζοντας κυρίως τις περιοχές της Βαλένθια, της Καστίλλης-Λα Μάντσα και της Ανδαλουσίας. Στις 29 Οκτωβρίου, μια ακραία βροχόπτωση, που ισοδυναμούσε με τον υετό σχεδόν ενός έτους σε ορισμένες περιοχές, οδήγησε σε πρωτοφανείς πλημμύρες που στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 231 άτομα, ενώ τρεις εξακολουθούν να αγνοούνται. Η παράκτια περιοχή της Βαλένθια επλήγη ιδιαίτερα, δεχόμενη σχεδόν 500 χιλιοστά βροχής σε μόλις 8 ώρες σε ορισμένες περιοχές, όπως η Τσίβα. Οι πλημμύρες προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές, παρασύροντας γέφυρες, δρόμους και οχήματα και αφήνοντας χιλιάδες εκτοπισμένους. Ο οικονομικός αντίκτυπος ήταν επίσης σοβαρός, με την Τράπεζα της Ισπανίας να εκτιμά μείωση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας κατά 0,2% για το τελευταίο τρίμηνο του 2024.

Η ταχύτητα απόκρισης για βοήθεια και η προετοιμασία επικρίθηκαν έντονα, με την περιφέρεια και την κυβέρνηση να γίνονται δέκτες αποδοκιμασιών. Η περιφερειακή κυβέρνηση της Βαλένθια, με επικεφαλής τον Κάρλος Μαζόν του Λαϊκού Κόμματος, αντιμετώπισε αντιδράσεις επειδή δεν ειδοποίησε επαρκώς τους πολίτες και δεν διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την κρίση. Η εθνική μετεωρολογική υπηρεσία, AEMET, είχε εκδώσει κόκκινους συναγερμούς, αλλά υπήρξαν ισχυρισμοί ότι οι προειδοποιήσεις αυτές δεν κοινοποιήθηκαν αποτελεσματικά. Η ανυπολόγιστη καταστροφή οδήγησε σε δημόσια κατακραυγή, η οποία εκδηλώθηκε με διαμαρτυρίες κατά του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ, του βασιλιά Φελίπε ΣΤ’ και του προέδρου φυσικά της περιφέρειας της Βαλένθια, Μαθόν. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην πληγείσα από τις πλημμύρες περιοχή της Παϊπόρτα, ο βασιλιάς Φελίπε ΣΤ’ και η βασίλισσα Λετίτσια, συνοδευόμενοι από τον Σάντσεθ και τον Μαθόν, αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα και οι κάτοικοι τους πέταξαν λάσπες, κατηγορώντας τους για αμέλεια και χαρακτηρίζοντάς τους «δολοφόνους».

9. Κρίση σε Γαλλία και Γερμανία 

Το 2024, τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία, που παραδοσιακά αποτελούσαν την καρδιά της ευρωπαϊκής σταθερότητας, βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντικές πολιτικές κρίσεις και οι οικονομίες τους δείχνουν να διολισθαίνουν. Στη Γερμανία, ο κυβερνητικός συνασπισμός, αποτελούμενος από τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, κατέρρευσε τον Νοέμβριο λόγω αγεφύρωτων διαφωνιών σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέπεμψε τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του FDP από την κυβέρνηση και τη διάλυση του συνασπισμού. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Σολτς να ζητήσει πρόωρες εκλογές που προγραμματίστηκαν για τον Φεβρουάριο του 2025, μετά από την ψήφο εμπιστοσύνης που έχασε στο Γερμανικό Κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο. Η πολιτική αστάθεια επιδεινώθηκε από τις οικονομικές προκλήσεις, με τη Γερμανία να αντιμετωπίζει υφεσιακή τάση και αυξανόμενη δημόσια δυσαρέσκεια, η οποία αποδεικνύεται από τις εκτεταμένες διαδηλώσεις των αγροτών και την αύξηση της υποστήριξης τόσο των ακροδεξιών όσο και των λαϊκιστικών κομμάτων, όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και η Συμμαχία Σαχρά Βάγκενκνεχτ (BSW), ιδίως στα ανατολικά κρατίδια. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και η τρομοκρατική επίθεση στο Μαγδεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου, γεγονός που διόγκωσε την ανασφάλεια στη Γερμανική κοινωνία.

Στη Γαλλία, το πολιτικό τοπίο ήταν εξίσου ταραχώδες. Μετά τις πρόωρες εκλογές που προκήρυξε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τον Ιούνιο, οι οποίες κατέληξαν σε ένα κοινοβούλιο με «αλλοπρόσαλλο» αποτέλεσμα και το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) να εξασφαλίζει τις περισσότερες έδρες, η Γαλλία αντιμετώπισε ζητήματα διακυβέρνησης και έντονης πολιτικής αστάθειας. Η άρνηση του Μακρόν να διορίσει τον υποψήφιο πρωθυπουργό του NFP οδήγησε σε παρατεταμένο πολιτικό αδιέξοδο. Η κατάσταση κλιμακώθηκε όταν η γαλλική κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Μισέλ Μπαρνιέ κατέρρευσε μετά από ψηφοφορία δυσπιστίας τον Δεκέμβριο, η οποία προκλήθηκε από διαφωνίες σχετικά με τον προϋπολογισμό του 2025. Με έλλειμμα 6,2% του ΑΕΠ, η οικονομική πίεση είναι αισθητή και το πολιτικό κενό απειλεί όχι μόνον την εσωτερική σταθερότητα αλλά και την ικανότητα της Γαλλίας να ηγηθεί στην ευρωπαϊκή σκηνή και πλέον μοιάζουν ορατές και οι προεδρικές γαλλικές εκλογές.

Και οι δύο σοβαρές κρίσεις στη Γερμανία και τη Γαλλία συμβάλλουν σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή αβεβαιότητα, επηρεάζοντας τη συνοχή της ΕΕ και την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις σαν ένας ενιαίος οργανισμός όπως η οικονομική ανάκαμψη αλλά και ο σχηματισμός κοινής γεωπολιτικής στρατηγικής εν μέσω παγκόσμιων μεταβολών.

10. COP29 – Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή το 2024 (11 έως τις 22 Νοεμβρίου)

Η 29η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP29) πραγματοποιήθηκε φέτος στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν από τις 11 έως τις 22 Νοεμβρίου. Αποτέλεσμα ήταν η συμφωνία των χωρών να παρέχουν τουλάχιστον 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και τη μετάβαση σε οικονομίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Η «δέσμευση» αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση των προσπαθειών προσαρμογής και μετριασμού στις ευάλωτες περιοχές από τα νέα δεδομένα. 
Η διάσκεψη σηματοδότησε επίσης μια σημαντική πρόοδο στους μηχανισμούς της αγοράς άνθρακα. Οι αντιπρόσωποι επικύρωσαν ένα πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 6.4 της Συμφωνίας του Παρισιού, με το οποίο ιδρύεται ένας υποστηριζόμενος από τα Ηνωμένα Έθνη φορέας για τη ρύθμιση της διεθνούς εμπορίας πιστωτικών μορίων άνθρακα. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να ξεκλειδώσει σημαντική χρηματοδότηση για το κλίμα, κυρίως προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών. 

Παρά τις συμφωνίες αυτές, η διάσκεψη αντιμετώπισε επικρίσεις για την υπόσχεση χρηματοδότησης του κλίματος ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων, την οποία πολλές χώρες θεώρησαν ανεπαρκή. Είχαν ταχθεί υπέρ ενός ελάχιστου ποσού 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κλιματικών προκλήσεων. Επιπλέον, η απουσία ισχυρών δεσμεύσεων για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και η έλλειψη υποχρεωτικών συνεισφορών από οικονομίες όπως η Κίνα αποτέλεσαν σημεία διαφωνίας. 

10+1. Ακτιβιστές Ασάνζ και Ναβάλνι (16 Φεβρουαρίου – 26 Ιουνίου)

Το 2024, με τραγικό τρόπο, ο Αλεξέι Ναβάλνι, εξέχων ηγέτης της ρωσικής αντιπολίτευσης, πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου υπό ύποπτες συνθήκες, ενώ βρισκόταν φυλακισμένος στη φυλακή στο Γιάμαλο-Νένετς. Ο Ναβάλνι, γνωστός για τις εκστρατείες του κατά της διαφθοράς και τη σφοδρή κριτική του στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, εξέτιε μακρά ποινή όταν, σύμφωνα με τη ρωσική σωφρονιστική υπηρεσία, κατέρρευσε και έχασε τις αισθήσεις του. Ο θάνατός του αποδόθηκε γρήγορα στο Κρεμλίνο από τις δυτικές κυβερνήσεις και τα στελέχη της ρωσικής αντιπολίτευσης, τα οποία κατηγόρησαν το ρωσικό κράτος ως υπεύθυνο. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε παγκόσμια κατακραυγή και εκκλήσεις για κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αναδεικνύοντας τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί αντιφρονούντες σε τέτοια αυταρχικά καθεστώτα κρατική εξουσία.

Ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο ιδρυτής του WikiLeaks, είδε τον Ιούνιο να ολοκληρώνεται η μακροχρόνια δικαστική του διαμάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού πέρασε χρόνια στις φυλακές Μπελμάρς του Λονδίνου πολεμώντας για την έκδοσή του, ο Ασάνζ έφτασε σε συμφωνία με την κυβέρνηση Μπάιντεν. Η συμφωνία αυτή του επέτρεψε να δηλώσει ένοχος σε μία κατηγορία για συνωμοσία με σκοπό την απόκτηση και αποκάλυψη πληροφοριών της εθνικής άμυνας των ΗΠΑ, αποφεύγοντας έτσι την περαιτέρω φυλάκιση στην Αμερική και επιτρέποντας την άμεση επιστροφή του στην Αυστραλία, από όπου και κατάγεται, στις 26 Ιουνίου.