«Ανάμεσα στους μεγάλους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία των ΗΠΑ, κανείς δεν είναι πιο σημαντικός από την ανάπτυξη των γιγαντιαίων πλατφορμών στο Ιντερνετ. Amazon, Apple, Facebook, Google και Twitter, όντας ήδη πολύ ισχυρές πριν από την πανδημία της COVID-19, ενισχύθηκαν περαιτέρω στη διάρκειά της, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής να διάγεται διαδικτυακά.

Οσο κι αν η τεχνολογία τις διευκολύνει, η ανάδειξη σε τέτοιον βαθμό κυρίαρχων επιχειρήσεων θα έπρεπε να σημάνει τις σειρήνες του συναγερμού – όχι απλώς επειδή κατέχουν τόσο μεγάλη οικονομική ισχύ, αλλά και επειδή ασκούν τόσο εκτεταμένο έλεγχο στην πολιτική επικοινωνία. Κάτι που αντιπροσωπεύει άνευ προηγουμένου απειλές για μια εύρυθμη δημοκρατία».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από άρθρο που είχε δημοσιευτεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Foreign Affairs» για το 2021, φέροντας την υπογραφή τριών γνωστών διανοουμένων: του Φράνσις Φουκουγιάμα, του Μπαράκ Ρότσμαν και του Ασις Γκόελ. Παρά δε το γεγονός ότι έχουν ήδη περάσει τέσσερα σχεδόν χρόνια, οι διαπιστώσεις του δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρες.

Κι αυτό διότι η πρόσφατη απόφαση των αμερικανικών αντιμονοπωλιακών αρχών με την οποία καλείται η Google και η μητρική της Alphabet να πουλήσουν είτε το Chrome είτε κάποια άλλα «δομικά» μέρη του ομίλου, στο φόντο της δικαστικής ετυμηγορίας του Αυγούστου που έκρινε πως παραβιάζονται κατάφωρα οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια το μείζον ερώτημα: Απειλούν και σε ποιον βαθμό οι σύγχρονοι γίγαντες της τεχνολογίας το δόγμα τού «laissez-faire», αλλά και την ίδια τη δημοκρατία;

Καθώς δε ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, έχοντας πάρει θριαμβευτική ρεβάνς από τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος τον είχε νικήσει όταν γραφόταν το συγκεκριμένο άρθρο, αναδεικνύεται δικαιολογημένα ένα ακόμη ερώτημα: Σε ποιον βαθμό ο Ρεπουμπλικανός 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών συμμερίζεται τις ανησυχίες του Δημοκρατικού Μπάιντεν, τον οποίο πρόκειται να διαδεχθεί στις 20 Ιανουαρίου;

Αντιμετωπίζει επίσης ως απειλή την τεράστια ισχύ των τεχνολογικών μονοπωλιακών κολοσσών και είναι διατεθειμένος να έρθει σε ρήξη μαζί τους;

Θα τολμήσει, τελικώς, να συνδέσει το όνομά του με το «σπάσιμο» της Google και, ενδεχομένως, των υπολοίπων, όπως είχαν κάνει, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Θεόδωρος Ρούσβελτ και ο διάδοχός του, Ουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ;

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση στο περιοδικό «Forbes», «με τον πρόεδρο Τραμπ να επιστρέφει στον Λευκό Οίκο, εντείνεται η φημολογία για το κατά πόσο η κυβέρνησή του θα προχωρήσει σε ακόμη πιο δραστικές ενέργειες κατά των Big Tech, όπως είναι οι Amazon, Meta, Microsoft και Apple.

Τέτοιου είδους κινήσεις θα μπορούσαν να αλλάξουν όχι μόνο το τοπίο στον κλάδο της τεχνολογικής βιομηχανίας, αλλά και την παγκόσμια οικονομία».

Στην ίδια ανάλυση τονίζεται, επίσης, ότι η επερχόμενη κυβέρνηση έχει προ πολλού στείλει το μήνυμα πως θα τηρήσει σκληρή επιθετική στάση έναντι των Big Tech, προτάσσοντας τις ανησυχίες της αναφορικά με τη λογοκρισία, την ηγεμονική θέση τους στις αγορές και τις μονοπωλιακές τους πρακτικές.

Η αλήθεια είναι πως η πρώτη εντύπωση την οποία έχει αποκομίσει κανείς από τη μέχρι σήμερα στάση του Τραμπ είναι πως – με εξαίρεση, φυσικά, τον Ιλον Μασκ, ο οποίος είναι δεξί του χέρι και αφεντικό του Χ (πρώην Twitter) – έχει ήδη βάλει στο στόχαστρό του τις παραπάνω εταιρείες και ετοιμάζεται να τραβήξει τη σκανδάλη με την πρώτη ευκαιρία.

Ουδείς, ωστόσο, μπορεί να θεωρεί κάτι τέτοιο δεδομένο, παρότι το έδαφος έχει ήδη στρωθεί από την απερχόμενη κυβέρνηση, ενώ στο Κογκρέσο φαίνεται πως υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών προκειμένου να αναληφθεί δράση προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Παράλληλα, ο βασικότερος εταίρος των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ενωση, εμφανίζεται επίσης αποφασισμένη να κινηθεί δυναμικά, ενώ έχει ήδη επιβάλει βαριές «καμπάνες» σε βάρος αρκετών μεγαθηρίων της τεχνολογίας.

Σε καμία περίπτωση, άλλωστε, δεν πρέπει να υποτιμηθούν η ισχύς και η επιρροή των Big Tech στον πολιτικό κόσμο, ανεξαρτήτως παραταξιακής τοποθέτησης.

Ούτε, βεβαίως, η επίδραση που μπορεί να έχει το επιχείρημα το οποίο ήδη προβάλλουν: ότι τέτοιου είδους ενέργειες θα «φρενάρουν» την καινοτομία και τον δυναμισμό της Αμερικής και συνολικά της Δύσης στον ζωτικής σημασίας κλάδο της τεχνολογίας, σε μια στιγμή που οι μεγάλοι ανταγωνιστές τους, με πρώτους και καλύτερους τους Κινέζους, απειλούν να πάρουν την πρωτοκαθεδρία – με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Σε αυτό το φόντο, καθίσταται σαφές πως το μπρα-ντε-φερ θα είναι βίαιο και τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων: Ούτε μια ρήξη εφ’ όλης της ύλης (στην οποία κράτη και κυβερνήσεις θα έχουν το πάνω χέρι) ούτε όμως και ένας συμβιβασμός. Οσο για τη δημοκρατία, θα συνεχίσει να αγωνιά για το μέλλον της.