«Μα, ήμουν η μόνη που δε νοιαζόμουν εάν θα έβγαινα σαν στρίγκλα, δε νοιαζόμουν να είμαι όμορφη. Δε μου κακοφαίνεται, γιατί με έχουν κρατήσει στο μυαλό τους οι άνθρωποι. Δε χρειάζεται να τους πεις όνομα, λες η κακιά κι αμέσως λένε ‘α, ναι, η Καββαδία’. Πες μου, αγάπη μου, ποια άλλη έμεινε τόσο πολύ στον ρόλο που έκανε, εκτός από μένα» είχε δηλώσει με μεγάλη δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού σε συνέντευξη της η Τασσώ Καββαδία, λίγο πριν φύγει από τη ζωή.

Η Τασσώ Καββαδία ήταν η απόλυτη κακιά του ελληνικού κινηματογράφου, τόσο στα δράματα που πρωταγωνίστησε όσο και στις κωμωδίες. Η ίδια δεν φοβήθηκε ποτέ να τσαλακώσει την εικόνα της για χάρη της τέχνης της υποκριτικής που λάτρευε.

Αντίθετα με τον κινηματογράφο είχε μια εντελώς διαφορετική πορεία στο θέατρο όπου έπαιξε ποικίλους ρόλους. Ακόμα και κωμικούς. Το μόνο που δεν έκανε ποτέ ήταν να παίξει αρχαία τραγωδία επειδή, όπως η ίδια έλεγε, σεβόταν πολύ το συγκεκριμένο είδους, θεωρώντας το κάτι μουσειακό.

«Ποτέ δεν μου έγινε πρόταση. Δεν μου αρέσει το μουσειακό θέατρο, μου αρέσει το καθημερινό θέατρο»

Τασσώ Καββαδία: Η αγαπημένη«κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου

Η Αναστασία (Τασσώ) Καββαδία γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1921 στην Πάτρα. Σπούδασε πιάνο στην Αθήνα, ζωγραφική και διακόσμηση στο Παρίσι, σκηνογραφία και ενδυματολογία κοντά στο Γιάννη Τσαρούχη και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κοντά στον Κάρολο Κουν.

Την πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη πραγματοποίησε το 1954, κρατώντας ένα δεύτερο ρόλο στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Κυριακάτικο Ξύπνημα», δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη, τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά. Ο Κακογιάννης τη συμπεριέλαβε και στην επόμενη ταινία του, τη «Στέλλα», ως τη στρυφνή αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη. Κι έτσι ξεκίνησε μία μεγάλη καριέρα.

«Κλωτσοσκούφι», «Κοινωνία Ώρα Μηδέν», «Μια τρελή τρελή Σαραντάρα», «Στέλλα», «Φαίδρα», «Καπετάν φάντης μπαστούνι», «Η αμαρτία της ομορφιάς», «Η κραυγή μιας αθώας» «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Ιστορία μιας ζωής», «Στεφανία» και «Όλγα, αγάπη μου» είναι μερικές μόνο από τις ταινίες του παλιού, καλού, ελληνικού κινηματογράφου και στις οποίες άφησε τη δική της σφραγίδα.

Στο σινεμά δεν σταμάτησε να εμφανίζεται μέχρι και έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, στα 88 της, συνεργαζόμενη με σκηνοθέτες όπως η Αγγελική Αντωνίου, ο Νίκος Περάκης, ο Χάρης Παπαδόπουλος, ο Τζον Τατούλης και ο Δημήτρης Κολλάτος.

Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση πραγματοποιείται το 2009 στην ταινία «Η διαθήκη του ιερέα Μελιέ» του Κολλάτου, έχοντας μεσολαβήσει το 2004 η συμμετοχή της στην προαναφερθείσα μικρού μήκους κωμωδία του Γιάννη Κολιού.

Εκτός από ηθοποιός, η Τασσώ Καββαδία, εργάστηκε στο ραδιόφωνο, έκανε πολλές μεταφράσεις λογοτεχνικών και θεατρικών έργων ενώ ήταν και δημοσιογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες κάνοντας ελέυθερο και καλλιτεχνικό ρεπορτάζ.

Είχε κάνει δύο γάμους. Το 1942 με τον βιομήχανο Αντώνη Σαλαπάτα, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά και στη συνέχεια τον συγγραφέα Βασίλη Καζαντζή.

«Στην αρχή ήταν δύσκολο, κουράστηκα να συνηθίσω. Γιατί είχα μάθει σε ένα σπίτι γεμάτο παιδιά, γεμάτο κίνηση και φασαρία. Πέθανε ο άντρας μου όμως, έφυγαν και τα παιδιά, η κόρη στην Αμερική, ο ένας γιος στη Γερμανία, ο άλλος στο δικό του σπίτι κι έμεινα ξαφνικά μόνη μου. Είπα στον εαυτό μου: »Μάθε, κυρά μου, να ζεις έτσι»», είχε πει σε συνέντευξή της.