Είναι παρούσα θεωρητικά, αλλά επί της ουσίας η μεγάλη απούσα από τις αίθουσες των ελληνικών σχολείων, όλων των βαθμίδων. Οκτώ στους 10 εκπαιδευτικούς αναγνωρίζουν την αξία της ενσωμάτωσής της στα σχολικά προγράμματα και θεωρούν πως ασκεί θετική επιρροή στους μαθητές. Τι συμβαίνει με τη λογοτεχνία και τα εικαστικά, τη μουσική και τον κινηματογράφο στο σχολείο; Υπάρχει χώρος και χρόνος για την τέχνη στο ωρολόγιο πρόγραμμα ή απλώς αναγνωρίζεται η σημασία της στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά εν τέλει βρίσκεται στα αζήτητα;
Την απάντηση δίνει η μελέτη της διαΝΕΟσις «Η τέχνη στα Ελληνικά Σχολεία», η οποία και επιχειρεί να διαγνώσει τον βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται τα έργα τέχνης στο πλαίσιο της διδασκαλίας, δίνοντας μια ενδεικτική, αλλά σαφή, εικόνα της κατάστασης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τρία βασικά μαθήματα στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και στο λύκειο – της «Νεοελληνικής Γλώσσας», της «Μελέτης Περιβάλλοντος» και των «Φυσικών» του Δημοτικού, καθώς και της «Νεοελληνικής Γλώσσας» και της «Φυσικής» του Γυμνασίου και του Λυκείου – μπήκαν στο μικροσκόπιο της ερευνητικής ομάδας των έξι συγγραφέων (Ευφροσύνη Κωσταρά, Γεωργία Μέγα, Μαρία Παπαδοπούλου, Αναστασία Ράικου, Μαρία Χρήστου) υπό τον ομότιμο καθηγητή στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Αλέξη Κόκκο, προκειμένου να διερευνηθεί η υφιστάμενη κατάσταση.
Η έρευνα έδειξε ότι και τα πέντε κείμενα διέπονται από ορισμένα αντιφατικά χαρακτηριστικά. Από τη μία, υπάρχουν αρκετές αναφορές σε έργα τέχνης, πράγμα που δείχνει πρόθεση αξιοποίησής τους στην εκπαιδευτική πράξη. Από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις τα έργα τέχνης απλώς αναφέρονται και δεν συνοδεύονται από προτάσεις εμπλοκής των μαθητών σε δραστηριότητες επεξεργασίας τους.
Πιο συγκεκριμένα στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας του Δημοτικού εντοπίστηκαν 97 έργα τέχνης: 59 λογοτεχνικά, 30 εικαστικά, 1 κινηματογραφικό και 7 μουσικά (τραγούδια και μελοποιημένη ποίηση). Στη μεγάλη πλειονότητα πρόκειται για έργα ελλήνων καλλιτεχνών (88 στα 97). Παρατηρείται ότι υπάρχει τάση να αξιοποιούνται περισσότερο τα λογοτεχνικά έργα, γεγονός που προφανώς οφείλεται στο ότι το μάθημα αφορά την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων. Δεν εντοπίστηκαν αναφορές, φωτογραφίες ή βίντεο με έργα τέχνης από το πεδίο του χορού. Ολα τα αξιοποιούμενα έργα έχουν μαθησιακή αξία, με την έννοια ότι προσφέρουν εναύσματα για ανάπτυξη της σκέψης και ανάδυση συναισθημάτων, ωστόσο μόνο το 58% του συνόλου των έργων που παρουσιάζονται στα διδακτικά εγχειρίδια συνοδεύονται από δραστηριότητες που υποκινούν την προσέγγισή τους.
Και αν το παραπάνω αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, η γενική εικόνα δεν φαίνεται να είναι πολύ διαφορετική. Από τη σύγκριση των διδακτικών εγχειριδίων του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας στην πρωτοβάθμια και γενική δευτεροβάθμια εκπαίδευση προκύπτει ότι αρκετά από τα έργα δεν συνοδεύονται από δραστηριότητες που να υποκινούν την επεξεργασία τους (24% για τα έργα που αναφέρονται στο μάθημα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, 42% αντίστοιχα για τα έργα που αναφέρονται στο μάθημα του δημοτικού). Ακόμα όμως και αν ορισμένα έργα συνοδεύονται από δραστηριότητες, μόλις για το ένα τρίτο εξ αυτών υπάρχει χρονική δυνατότητα για την επεξεργασία τους (35% στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 34% στην πρωτοβάθμια).
Στα βιβλία των μαθημάτων «Μελέτης Περιβάλλοντος» και «Φυσικών» του Δημοτικού, εντοπίστηκαν 90 έργα τέχνης, τα οποία κατατάσσονται ως εξής: 12 λογοτεχνικά, 45 εικαστικά, 21 κινηματογραφικά και 12 μουσικά έργα (τραγούδια και μελοποιημένη ποίηση). Οπως διαπιστώθηκε και στη διερεύνηση του γνωστικού αντικειμένου της Νεοελληνικής Γλώσσας, στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι έργα ελλήνων καλλιτεχνών (77 από τα 90), χωρίς να εντοπίζονται έργα τέχνης από το πεδίο του χορού.
Παρατηρείται ακόμα ότι πολύ λίγα έργα τέχνης προσεγγίζονται με επαρκώς συγκροτημένη μέθοδο (31% και 6% αντίστοιχα για το μάθημα στο Δημοτικό και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), και για ακόμα λιγότερα προτείνεται κάποια μέθοδος συσχέτισης του περιεχομένου τους με το περιεχόμενο των διδασκόμενων θεμάτων (15% και 6% αντίστοιχα).
Ανεξαρτήτως σχολικής βαθμίδας, δε, όπου παρουσιάζονται έργα τέχνης, συνήθως δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την προσέγγισή τους εξαιτίας της πιεστικής ανάγκης για κάλυψη της διδακτέας ύλης. Για τα εικαστικά επί παραδείγματι, ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Πέρκινς υποστήριξε ότι για να γίνεται με επάρκεια η άντληση του νοήματος των έργων τέχνης απαιτούνται τουλάχιστον 15 λεπτά. Ο Τζον Ντιούι στο έργο του «Art as Experience» (Η τέχνη ως εμπειρία) υπογράμμισε ότι χρειάζεται χρόνος προκειμένου οι αποδέκτες των έργων τέχνης να «συμφιλιώνονται» με αυτά, να ανακαλύπτουν σταδιακά τα μηνύματά τους, να τα συσχετίζουν με τις προσωπικές τους εμπειρίες και, μέσω αυτών των διεργασιών, να μπορούν να τα κατανοούν και να τα απολαμβάνουν. Στο πλαίσιο της σχολικής πραγματικότητας ο όγκος της διδακτέας ύλης που πρέπει να καλυφθεί μέσα στα – συνήθως πιεστικά – χρονικά περιθώρια που προσδιορίζονται από το αναλυτικό πρόγραμμα και οι χρονικές απαιτήσεις για την πραγματοποίηση διαφόρων άλλων δραστηριοτήτων που αφορούν τη διδακτέα ύλη αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το αν θα καταστεί χρονικά εφικτή η ενασχόληση με τα έργα τέχνης.
Οι διδάσκοντες επιπλέον δυσκολεύονται σημαντικά να πραγματοποιήσουν διδακτικές εφαρμογές περί την τέχνη κυρίως επειδή οι πανεπιστημιακές σπουδές τους και τα περισσότερα από τα επιμορφωτικά προγράμματα που παρακολούθησαν δεν συμπεριλαμβάνουν σχετικές μεθόδους, ενώ ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει είναι ότι τα καλλιτεχνικά μαθήματα διδάσκονται ελάχιστες ώρες στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, ενώ τα Καλλιτεχνικά και Μουσικά Σχολεία, που έχουν μεγαλύτερες σχετικές δυνατότητες, αποτελούν μόλις το 5% των Γυμνασίων και Λυκείων της χώρας.
Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει λοιπόν είναι ότι, διαχρονικά, παρόλη την υπέρ της τέχνης ρητορική του εκπαιδευτικού συστήματος σχετικά με την αξιοποίησή της, η ενσωμάτωσή της στη διδακτική πράξη συντελείται σε μικρό βαθμό. Υποδηλώνεται, επίσης, ότι δεν έχει εδραιωθεί στο σχολικό σύστημα η κουλτούρα αξιοποίησης των έργων τέχνης.
«Η επεξεργασία των έργων τέχνης λειτουργεί ως αφορμή για περισσότερη εμβάθυνση στα μελετώμενα ζητήματα, έκφραση συναισθημάτων και ανάπτυξη δεξιοτήτων, όπως η δημιουργικότητα, η κριτική σκέψη, η ενσυναίσθηση, η φαντασία, η οργάνωση της σκέψης, η επεξεργασία εναλλακτικών προσεγγίσεων και, τελικά, η δεξιότητα της μάθησης. Ταυτόχρονα, καλλιεργείται η εξοικείωση των μαθητών με την τέχνη και απελευθερώνονται οι δημιουργικές δυνατότητές τους» σημειώνεται στην έκθεση της έρευνας.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον μελετητή του εγκεφάλου Μπράιαν Μπόιντ, η συστηματική επαφή με έργα τέχνης υψηλής αξίας, όπως είναι τα Ομηρικά Επη, ευνοεί τη δημιουργία συνάψεων νευρώνων, που προάγουν την ικανότητα του εγκεφάλου να αντιλαμβάνεται τα επιμέρους στοιχεία των φαινομένων, καθώς και να τα συνθέτει μεταξύ τους έτσι ώστε να αποκτάται ολιστική αντίληψη.
Γαλλία: Το σχολικό σύστημα αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, τον κινηματογράφο. Ηδη από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, διοργανώνονται εκπαιδευτικές επισκέψεις σε σινεμά.
Αγγλία: Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αγγλικής Γλώσσας, ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι μαθητές καλούνται να μελετήσουν προτεινόμενα λογοτεχνικά έργα υψηλής αισθητικής αξίας.
Ιρλανδία: Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αγγλικής Γλώσσας, οι μαθητές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση μελετούν έργα τέχνης που αντλούνται από ειδικούς καταλόγους (μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα, κινηματογραφικές ταινίες). Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί εφοδιάζονται με βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό για την προσέγγιση, μέσω ερωτημάτων, των λογοτεχνικών και των κινηματογραφικών έργων, δίνοντας έμφαση τόσο στα τεχνικά χαρακτηριστικά όσο και στο περιεχόμενο των έργων.
Φινλανδία: Οι μαθητές επισκέπτονται πολιτιστικούς οργανισμούς, επεξεργάζονται επιτόπου έργα τέχνης – κυρίως εικαστικά και μουσικά – και συνδέουν την παρατήρηση των έργων με θέματα που μελετούν στο πλαίσιο ενός μαθήματος.
Σουηδία: Ο ρόλος της τέχνης είναι σημαντικός σε όλες τις τάξεις της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ειδικά στα μαθήματα της Γλώσσας (Σουηδικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά), που καταλαμβάνουν το 33% του συνόλου των διδακτικών ωρών, κεντρικό ρόλο έχει η μελέτη λογοτεχνίας, ενώ μαθήματα των εικαστικών τεχνών και της μουσικής διδάσκονται αντίστοιχα στο 7% του συνόλου των ωρών.
Η συγγραφική ομάδα, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή πρακτική, προτείνει έξι παρεμβάσεις ώστε να καλυφθεί το κενό
1. Δημιουργία τράπεζας διδακτικών εφαρμογών
Ειδική πλατφόρμα με διδακτικές εφαρμογές για καθένα γνωστικό αντικείμενο, οι οποίες θα συνοδεύονται τόσο από τα σχετικά έργα τέχνης όσο και από οδηγίες για την αξιοποίησή τους.
2. Υποστηρικτική εκπαιδευτική πλατφόρμα
Θα απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς και θα ανανεώνεται συνεχώς με μεθόδους, υλικό και πληροφορίες για την αξιοποίηση της τέχνης στο μάθημα.
3. Πρόγραμμα επιμόρφωσης και υποστήριξης των εκπαιδευτικών
Ενδεικτικά προτείνεται διαδικτυακό πρόγραμμα 40 ωρών μέσα σε 10 εβδομάδες για την αποτελεσματική αξιοποίηση της τέχνης στο μάθημα. Η έρευνα προτείνει να δίνονται κίνητρα για τη συμμετοχή και επιπλέον να υπάρχει συνεχιζόμενη επιμόρφωση για τους συμμετέχοντες. Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής διαθέτει σχετική εμπειρία κατάρτισης αντίστοιχων επιτυχημένων προγραμμάτων με διαφορετικά αντικείμενα.
4. Νέα εργαστήρια δεξιοτήτων
Τα εργαστήρια δεξιοτήτων θεσπίστηκαν το 2021 και απευθύνονται σε μαθητές νηπιαγωγείου, δημοτικού και γυμνασίου. Πραγματοποιούνται από δασκάλους ή καθηγητές του κάθε σχολείου και έχουν ως στόχο την καλλιέργεια ποικίλων δεξιοτήτων, όπως η κριτική σκέψη, η επικοινωνία, η συνεργασία, η δημιουργικότητα, οι ψηφιακές δεξιότητες, η μελέτη περιπτώσεων κ.ά. Οι τέχνες είναι μέρος των συγκεκριμένων εργαστηρίων, όμως τα σχετικά προγράμματα, όπως έχουν σχεδιαστεί, συχνά αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αξιοποίησης των έργων τέχνης.
5. Εκπαιδευτικές επισκέψεις
Είναι ήδη μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος, αλλά θα μπορούσαν να εστιάσουν περισσότερο στους πολιτιστικούς χώρους και, σε περιπτώσεις που είναι σκόπιμο, κάποιες να συμβαίνουν διαδικτυακά.
6. Δημιουργία δικτύου
Οι συμμετέχοντες στις παραπάνω δράσεις του προγράμματος – εκπαιδευτικοί, καλλιτέχνες και απόφοιτοι – θα ενθαρρύνονται να επικοινωνούν μεταξύ τους, να ανταλλάσσουν απόψεις και να συζητούν τις εμπειρίες τους.