Η Γερμανία είναι και επίσημα πλέον στον αστερισμό των κρίσιμων πρόωρων εκλογών, μετά την καταψήφιση της κυβέρνησης.

Ο Όλαφ Σολτς έχασε μια ιστορική ψήφο εμπιστοσύνης στο γερμανικό κοινοβούλιο, ανοίγοντας το δρόμο για πρόωρες εθνικές εκλογές μετά την κατάρρευση της κυβέρνησής του.

Ο Γερμανός καγκελάριος είχε προκηρύξει την ψηφοφορία προκειμένου να την χάσει σκόπιμα, παροτρύνοντας την Μπούντεσταγκ, δηλαδή την κάτω βουλή, να δηλώσει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, ώστε να γίνει το πρώτο επίσημο βήμα για την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ο Σολτς θα ζητήσει τώρα από τον πρόεδρο, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ, να διαλύσει το κοινοβούλιο και να προκηρύξει επίσημα νέες εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξαχθούν εντός 60 ημερών και έχουν προγραμματιστεί για τις 23 Φεβρουαρίου ύστερα από διακομματική συναίνεση.

Ο μαχόμενος καγκελάριος χρειαζόταν 367 ψήφους δυσπιστίας τη Δευτέρα για να πετύχει τον στόχο του και τελικά το πέτυχε με 394 βουλευτές. Υπήρχαν 207 θετικές ψήφοι και 116 αποχές.

«Στόχος μου είναι να προωθήσω τις ομοσπονδιακές εκλογές», είχε πει ο Σολτς στην κατάμεστη αίθουσα σε μια δυναμική ομιλία η οποία είχε προεκλογικό χαρακτήρα. «Αυτό έχει να κάνει με το να έχουμε εμπιστοσύνη στη χώρα μας και να μην θέσουμε το μέλλον μας σε κίνδυνο».

Ο τριμερής συνασπισμός Σολτς κατέρρευσε τον Νοέμβριο, αφού οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόλυση του υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, από τον καγκελάριο, λόγω βαθιών διαφωνιών γύρω από τη διαχείριση του χρέους. Η κίνηση αυτή άφησε τη Γερμανία με μια κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και των Πρασίνων σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, υπογράμμισε ο Guardian.

To ποτήρι ξεχείλισε όταν ο Λίντνερ κατέθεσε κείμενο θέσεων, με το οποίο απαιτούσε την άμεση αναστολή της πολιτικής για το κλίμα και την σχεδόν εκ βάθρων αναθεώρηση της συνολικής οικονομικής στρατηγικής της κυβέρνησης, αφήνοντας να εννοηθεί πως από την αποδοχή των προτάσεών του θα κρινόταν η παραμονή του FDP στην κυβέρνηση.

Πρακτικά, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, ο Λίντνερ με την στάση του επιδίωκε την αποπομπή του από την κυβέρνηση.

Ο Σολτς χθες αξιοποίησε την τριαντάλεπτη ομιλία του στο κοινοβούλιο για να υπερασπιστεί την απόφασή του να πιέσει για πρόωρες εκλογές, υποστηρίζοντας ότι η διχόνοια στην κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει πλέον ανεκτή. «Η πολιτική δεν είναι παιχνίδι», είπε, ασκώντας σκληρή κριτική στη συμπεριφορά του FDP εν μέσω κατηγοριών ότι σχεδίασε την κατάρρευση της κυβέρνησης. «Λυπάμαι βαθύτατα για αυτή τη ζημιά», δήλωσε ο Σολτς, αναφερόμενος στις ενέργειας του συγκυβερνώντος κόμματος και του υπουργού του, του Λίντνερ.

Η προεκλογική εκστρατεία ξεκίνησε ανεπίσημα πριν από την προκήρυξη των εκλογών. Οι πολιτικοί όλων των κομμάτων δίνουν μάχη για να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους που είναι δυσαρεστημένοι από την κρίση του κόστους ζωής και τη στασιμότητα για την Ουκρανία.

Τώρα, το πολιτικό τοπίο στην Γερμανία θα επηρεάζεται σημαντικά από τις κινήσεις του Φρίντριχ Μερτς, του ηγέτη των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU), ο οποίος είναι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ο πιθανότερος επόμενος καγκελάριος

Όπως εξηγεί και η ελληνόφωνη έκδοση της Deutsche Welle, 68χρονος Μερτς βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στην καγκελαρία. Τουλάχιστον αυτό υποδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις. Αλλά προειδοποιεί πως μέχρι την ημέρα των εκλογών, στις 23 Φεβρουαρίου, μπορεί να γίνουν πολλά και ο Σολτς θα διεκδικήσει την επανεκλογή του.

Ο Μερτς κατά την διάρκεια της συζήτησης στην χθεσινή ψηφοφορία κατηγόρησε τους επικεφαλής του κεντροαριστερού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και των Πρασίνων ότι ταπείνωσαν τη χώρα και προκάλεσαν την οικονομική της παρακμή.

Η κοινοβουλευτική συζήτηση -το SPD και οι Πράσινοι είναι τώρα στην κυβέρνηση και θα μπορούσαν να είναι μελλοντικοί εταίροι συνασπισμού και για τον Μερτς- έδειξε ότι ο επόμενος συνασπισμός μπορεί να είναι εξίσου ασύμβατος και συγκρουσιακός με αυτόν που μόλις έπεσε, γράφει σήμερα το Politico.

Η κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) της Γερμανίας, της οποίας ηγείται ο Μερτς, και το συντηρητικό αδελφό κόμμα της στη Βαυαρία – η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) – προηγούνται σήμερα με μεγάλη διαφορά στις δημοσκοπήσεις. Αλλά παραμένουν μακριά από την απόλυτη πλειοψηφία, οπότε θα πρέπει να κυβερνήσουν σε συνασπισμό με τουλάχιστον ένα άλλο κόμμα.

Αλλά όποιος παρακολούθησε τη συνεδρίαση της γερμανικής βουλής της Δευτέρας θα απορεί πώς μπορεί να υπάρξει κάποια συναίνεση και στη συνέχεια συμφωνία για συνασπισμό.

«Αντικαθιστούμε αυτό το αδιέξοδο και τις αναδιανεμητικές οικονομικές πολιτικές των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων με μια οικονομική πολιτική κινήτρων και ανταγωνιστικότητας», δήλωσε αποφασιστικά χθες, ο Μερτς.

Υποστήριξε περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις στην οικονομία και κατηγόρησε τον υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ των Πρασίνων ως «το πρόσωπο της οικονομικής κρίσης της Γερμανίας». Ο φυσικός εταίρος του Μερτς στον συνασπισμό, το δημοσιονομικά συντηρητικό Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) υπό την ηγεσία του πρώην υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, συγκεντρώνει ποσοστό μόλις πέντε τοις εκατό, που δεν επαρκεί σχεδόν για την απόλυτη πλειοψηφία και μόλις που υπερβαίνει το όριο που απαιτείται για να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Αυτό δεν αφήνει στον Μερτς πολλές ευχάριστες επιλογές για συμμάχους στον συνασπισμό.

Το κοινοβούλιο της Γερμανίας κατακερματίζεται όλο και περισσότερο λόγω της ανόδου των ριζοσπαστικών κομμάτων και στις δύο πλευρές του φάσματος, επισημαίνει το Politico.

Ο Μερτς έχει δηλώσει ότι αρνείται να κυβερνήσει με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία βρίσκεται τώρα στη δεύτερη θέση με ποσοστό 19 τοις εκατό. Εν τω μεταξύ, η νεοσύστατη λαϊκιστική-αριστερή Συμμαχία Sahra Wagenknecht (BSW) βρίσκεται στην πέμπτη θέση με 7 τοις εκατό.

Μεγάλο μέρος της πολιτικής συζήτησης μέχρι στιγμής έχει επικεντρωθεί στα εσωτερικά ζητήματα της Γερμανίας και όχι στο πώς η χώρα θα αντιμετωπίσει τις τεράστιες παγκόσμιες προκλήσεις που έχει μπροστά της τώρα, από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο -και την πιθανότητα να σταματήσει η στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία- έως την κατάρρευση του ελεύθερου εμπορίου που επί μακρόν στήριζε το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ο Σολτς, για παράδειγμα, αναφέρθηκε ελάχιστα στην Ουκρανία στα σχόλιά του κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης της Δευτέρας. Όταν αναφέρθηκε στον πόλεμο ήταν κυρίως για να ενισχύσει το μήνυμα ότι είναι η συνετή επιλογή για να αποτρέψει μια κλιμάκωση των μαχών, δεδομένης της άρνησής του να προμηθεύσει την Ουκρανία με γερμανικής κατασκευής πυραύλους κρουζ Taurus. Ο Μερτς, από την άλλη πλευρά, επέκρινε τον Σολτς επειδή δεν τήρησε την υπόσχεσή του, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων τις υποβαθμισμένες ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας μετά από δεκαετίες αφοπλισμού. Αλλά προσέφερε λίγες λεπτομέρειες για το πώς θα πληρώσει για μια τέτοια στρατιωτική επέκταση, εκτός από το να πει ότι θα είναι δημοσιονομική προτεραιότητα.

Τα ποσοστά των κομμάτων δείχνουν πώς σε κάθε περίπτωση ακόμα και για τους Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς το στοίχημα της πλειοψηφίας στην βουλή δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Η ιδεολογικά συγγενέστεροι φιλελεύθεροι του Λίντνερ, το FDP κινδυνεύουν ακόμα και να μην πιάσουν το ελάχιστο όριο εισόδου στη βουλή, το 5%

Η ακροδεξιά και η λαϊκιστική αριστερά, είναι, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο Μετς, εκτός συζήτησης.

Συνεπώς στην πραγματικότητα ο επόμενος πιθανότερος σύμμαχος δεν είναι παρά το SPD. Μπορεί δηλαδή να έχουμε μια επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού» του 2005 To SPD βέβαια αναμένεται να δώσει μάχη για τη δεύτερη θέση, αλλά οι δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή δείχνουν πως η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη μετά τους Χριστιανοδημοκράτες στο επόμενο κοινοβούλιο θα είναι η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία».

Σε κάθε περίπτωση όπως επισημαίνει και το Bloomberg, η Γερμανία οδεύει προς μήνες πολιτικού αδιεξόδου, καθώς οι ψηφοφόροι επιστρέφουν στις κάλπες για νέες ομοσπονδιακές εκλογές τον Φεβρουάριο και οι διαπραγματεύσεις για έναν πλειοψηφικό κυβερνητικό συνασπισμό ενδέχεται να διαρκέσουν αρκετούς μήνες μετά από αυτές. Η πολιτική αβεβαιότητα έρχεται σε μια ευαίσθητη στιγμή για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η οποία βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και χρόνια.