Διεθνή Πώς η οικογένεια Άσαντ έχτισε μια αυτοκρατορία τρόμου Η δυναστεία Άσαντ θα μείνει στην ιστορία για την ανάλγητη αδιαφορία της για τις ζωές των Σύρων The LiFO team 9.12.2024 | 15:54

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟ ΠΡΩΙ, όσο οι εξαθλιωμένοι κρατούμενοι έβγαιναν από τις φυλακές του συριακού καθεστώτος και οι ενθουσιασμένοι κάτοικοι της Δαμασκού πανηγύριζαν εισβάλλοντας στο προεδρικό μέγαρο, ψάχνοντάς τον ανάμεσα σε παρατημένες τσάντες για ψώνια από ακριβές μάρκες, ο Μπασάρ αλ Άσαντ ήταν εξαφανισμένος. Το μόνο σημάδι της παρουσίας του δυνάστη, η οικογένεια του οποίου κυβερνούσε τη Συρία επί μισό αιώνα, ήταν το πανταχού παρόν πορτρέτο του. Μόνο που τώρα, αντί να στέκει υπερήφανο στη συνηθισμένη θέση του στους τοίχους πάνω από τα γραφεία, το ποδοπατούσαν οι άνθρωποι που ο δικτάτορας επί χρόνια βομβάρδιζε και βασάνιζε για να υποταχθούν.

Ήταν μια εκπληκτική πτώση. Η Δαμασκός χωρίς την οικογένεια Άσαντ, η οποία επέβαλε την εξουσία της με σιδηρά πυγμή, ήταν κάτι σχεδόν αδιανόητο για πολλούς Σύρους. Για τον Σύρο αρθρογράφο και σύμβουλο του think tank Chatham House, Haid Haid, η κληρονομιά που θα αφήσει πίσω του το καθεστώς θα καθοριστεί από το αν έχει πετύχει στην απόπειρά του «να τσακίσει το ηθικό των ανθρώπων και να τους εμποδίσει να φανταστούν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν σε ένα καλύτερο μέρος».

Η Συρία συνορεύει με το Ιράκ, την Ιορδανία, το Ισραήλ, τον Λίβανο και την Τουρκία. Είναι μια χώρα ευλογημένη με φυσικούς πόρους, πλούσια αρχαία ιστορία και στρατηγική θέση στη Μεσόγειο. Το καθεστώς Άσαντ κυβερνά τη Συρία από το 1970 και, όπως δηλώνει ο Bassam Barbandi, Σύρος πρώην διπλωμάτης που πέρασε στην αντιπολίτευση, «είχε όλο το χρόνο και τα εργαλεία για να κάνει τη Συρία σαν τη Σιγκαπούρη, αν ήθελε. Αλλά δεν το έκανε. Προσπάθησε να συντρίψει τον λαό… προκειμένου να επιβιώσει».

Με τους μισθούς του δημόσιου τομέα να πλήττονται από τον πληθωρισμό, και μετά από χρόνια αιματηρού πολέμου, ο στρατός του Άσαντ έγινε «σκιά του εαυτού του».

Ουσιαστικά ο Μπασάρ αλ Άσαντ, ο αδελφός του Μάχερ και η σύζυγός του Άσμα −μια γεννημένη στο Λονδίνο πρώην τραπεζίτης της JP Morgan, την οποία κάποτε η «Vogue» είχε υμνήσει ως «ρόδο της ερήμου»− χρησιμοποίησαν την εξουσία τους ανενδοίαστα για να χρηματοδοτήσουν το καθεστώς τους, την ώρα που η οικονομία κατέρρεε μέσα στα συντρίμμια του εμφυλίου πολέμου της Συρίας.

Αναλυτές λένε ότι η οικογένεια είχε τον έλεγχο του λαθρεμπορίου και επωφελούνταν ακόμη και από το αναπτυσσόμενο εμπόριο του Captagon, ενός παράνομου διεγερτικού που παράγεται κυρίως στη Συρία. Ο Malik al-Abdeh, ένας Σύρος αναλυτής με έδρα το Λονδίνο, εξηγεί ότι κατέληξαν να είναι «σαν μια μαφία που διοικεί ένα κράτος». Το αποτέλεσμα για πολλούς απλούς ανθρώπους ήταν ότι η Συρία ήταν τόσο «στενά συνδεδεμένη με τα βασανιστήρια ή τον βασανιστή σου… που σχεδόν άρχιζες να μισείς την ίδια σου τη χώρα».

Ο αρχιτέκτονας αυτού του σκοτεινού καθεστώτος ξεκίνησε από μια φτωχή οικογένεια από τις παράκτιες περιοχές της Συρίας που ήταν μέλος της αίρεσης των Αλαουιτών, μιας παραφυάδας του σιιτικού Ισλάμ. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, ανελίχτηκε μέσα από το κοσμικό και εθνικιστικό συριακό κόμμα Μπάαθ, το οποίο πήρε τον έλεγχο της Συρίας το 1963, έγινε υπουργός Άμυνας και τελικά κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα.

Ως μειονοτικός ηγέτης σε μια κυρίως σουνιτική χώρα, ο Χαφέζ συγκέντρωσε γύρω από την εξουσία του μια σειρά από πιστά μέλη της αίρεσής του, ενισχύοντας τη με βάναυσες Υπηρεσίες Πληροφοριών που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση των Σύρων. Παράλληλα, βάζοντας τις Υπηρεσίες σε κόντρα μεταξύ τους, ενίσχυσε την αίσθηση παράνοιας και φόβου. Ήταν «ένας ψυχρός υπολογιστής», όπως τον χαρακτηρίζει ο Charles Lister, ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Μέσης Ανατολής.

Ο δικτάτορας δεν ανεχόταν κανενός είδους αντίσταση. Το 1982 κατέστειλε μια ισλαμιστική εξέγερση στην πόλη Χάμα με τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ο Abdeh λέει: «Υπήρχε εδώ και πολύ καιρό η άποψη ότι πρόκειται για ένα μειοψηφικό καθεστώς χωρίς λαϊκή υποστήριξη. Ως εκ τούτου, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν βία για να διατηρήσουν την εξουσία. Ήταν ένας χάρτινος πύργος». Ο πατριάρχης Άσαντ προσπάθησε επίσης να επιβάλει την εξουσία του σε ολόκληρη την περιοχή.

Υπό τον Χαφέζ ο συριακός στρατός επενέβη στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, καταλαμβάνοντας τμήματα της χώρας για χρόνια και έγινε διαβόητος για τη σκληρότητά του, καθώς Λιβανέζοι πολίτες εξαφανίζονταν σε συριακές φυλακές. Ο δεύτερος γιος του Χαφέζ, ο Μπασάρ, που γεννήθηκε το 1965, μεγάλωσε στη σκιά του Μπασέλ, του χαρισματικού μεγαλύτερου αδελφού του και διαδόχου. Ο Μπασάρ σπούδασε οφθαλμολογία στο Λονδίνο. Όμως τα σχέδια του Χαφέζ για τη διαδοχή του ανατράπηκαν όταν ο Μπασέλ σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε ηλικία 31 ετών, το 1994. Ο Μπασάρ γύρισε στη Δαμασκό και προετοιμάστηκε για τη διαδοχή. Έξι χρόνια αργότερα, ο Χαφέζ πέθανε.

Ο Μπασάρ ήταν τότε μόλις 34 ετών και αρκετές δυνάμεις συναγωνίστηκαν για να τον προσεταιριστούν. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 2001, η Γαλλία, της οποίας πρώην αποικία είναι η Συρία, του απένειμε ακόμη και την υψηλότερή της διάκριση, το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Όπως λέει ο Lister, οι δυτικές χώρες πίστεψαν αρχικά ότι «η ανάληψη της εξουσίας από έναν πιο δυτικό, φιλελεύθερο, δυνητικά “κοσμοπολίτη” ηγέτη… θα ήταν μια καλή εξέλιξη».

Όμως ο Μπασάρ ήρθε κοντά στον Χασάν Νασράλα, τον ηγέτη της υποστηριζόμενης από το Ιράν λιβανέζικης ομάδας ανταρτών Χεζμπολάχ και τελικά στον λεγόμενο «άξονα αντίστασης» των δυνάμεων του Ιράν κατά των ΗΠΑ. Καθώς τεράστιες ποσότητες όπλων περνούσαν τα σύνορα, η συμμαχία με τη Χεζμπολάχ αποσταθεροποίησε τον Λίβανο. Πολλοί στην περιοχή είδαν το χέρι της Συρίας πίσω από τη δολοφονία του πρωθυπουργού του Λιβάνου Ραφίκ Χαρίρι το 2005, αν και το δικαστήριο που υποστηρίχθηκε από τον ΟΗΕ δεν απήγγειλε κατηγορίες σε κανέναν Σύρο.

Στο εσωτερικό της χώρας, ο Μπασάρ προσπάθησε να οδηγήσει τη Συρία από το σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο που είχε υιοθετήσει ο πατέρας του προς μια οικονομία ελεύθερης αγοράς, προκαλώντας ακόμα περισσότερες ελπίδες για τη λεγόμενη «Άνοιξη της Δαμασκού» με μεγαλύτερες προσωπικές ελευθερίες. Αλλά η υπόσχεση για μεταρρυθμίσεις σύντομα αποδείχθηκε κενό γράμμα. Σύροι οικονομολόγοι λένε ότι αντί για την ελεύθερη αγορά εισήγαγε την κλεπτοκρατία. Αν και ορισμένες επιχειρήσεις μπόρεσαν να επωφεληθούν, εν τέλει ήταν τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ο ξάδελφός του, Rami Makhlouf, που κυριαρχούσαν στην οικονομία.

Κι ενώ οι λιγότερο ευνοημένοι κάτοικοι της υπαίθρου και των προαστίων ένιωθαν ότι έμεναν πίσω, ο Μπασάρ υπολόγιζε στην υποστήριξη των αστικών οικογενειών και των μειονοτήτων της Συρίας. Αλλά δεν βρισκόταν ποτέ σε φίλιο έδαφος, όπως δηλώνει η Lina Khatib, συνεργάτιδα του Chatham House. Και συμπληρώνει: «Η συνεχής παράνοιά του σήμαινε ότι δεν εμπιστευόταν τον ίδιο του τον κύκλο. Η διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης ακόμη και μέσα στο ίδιο του το καθεστώς».

Το κύμα διαδηλώσεων σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο το 2011 πυροδότησε τις υποβόσκουσες κοινωνικοοικονομικές εντάσεις στη Συρία, που υποδαυλίστηκαν από τις καταγγελίες για διαφθορά και αυταρχική διακυβέρνηση από το καθεστώς Άσαντ. Οι διαδηλωτές κατέκλυσαν τους δρόμους, ζητώντας την πτώση του καθεστώτος. Ο Μπασάρ έπρεπε να κάνει μια επιλογή. Αντί να κινηθεί προς την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης και της συμφιλίωσης, επέλεξε να συντρίψει την εξέγερση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ, περισσότεροι από 300.000 άμαχοι σκοτώθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του πολέμου, με τις θανατηφόρες επιθέσεις με χημικά να αποτελούν το πιο φρικτό χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής. Ο Barbandi λέει: «Ζούσε με το φάντασμα του πατέρα του. Ήθελε να είναι ισχυρότερος ή σκληρότερος στην αντιμετώπιση των Σύρων από ό,τι ο πατέρας του στη Χάμα».

Ο Μπασάρ δεν ήταν ο μόνος Άσαντ που έπαιξε ρόλο στη συντριβή της εξέγερσης. Ο Μαχέρ, ο μικρότερος αδελφός του, διοικούσε τη διαβόητα βίαιη Τέταρτη Μεραρχία του συριακού στρατού, ενώ οι ειδικοί λένε ότι έλεγχε το λαθρεμπόριο, συμπεριλαμβανομένων των όπλων και του πετρελαίου − παράνομες πηγές εσόδων που βοήθησαν στη χρηματοδότηση του πολέμου. Ο Μπασάρ απέτρεψε την ήττα με τη βοήθεια των υποστηρικτών του, της Χεζμπολάχ, του Ιράν και της Ρωσίας, και δήλωσε την πρόθεσή του να πάρει πίσω «κάθε σπιθαμή» της Συρίας. Αλλά ακόμη και όταν οι μάχες καταλάγιασαν και οι γραμμές του μετώπου σταθεροποιήθηκαν το 2019, η οικονομία της Συρίας κατέρρευσε. Αυτή ήταν «μια καθοριστική στιγμή», όπως δηλώνει ο Karam Shaar, ειδικός στη συριακή πολιτική οικονομία.

Με τα οικονομικά του προβλήματα να επιδεινώνονται από την παγκόσμια πανδημία, την οικονομική κατάρρευση του γειτονικού Λιβάνου και τις διεθνείς κυρώσεις, ο Άσαντ άρχισε να εκβιάζει επιχειρηματίες, ακόμη και τον ίδιο του τον ξάδελφο Makhlouf. Από την άλλη, η σύζυγός του πήρε τον έλεγχο της διεθνούς βοήθειας, μιας τεράστιας −και σπάνιας− εισροής καθαρών μετρητών για τη Συρία, ενώ οι σύμμαχοί της μετακινήθηκαν σε θέσεις οικονομικής υπεροχής.

Με τους μισθούς του δημόσιου τομέα να πλήττονται από τον πληθωρισμό, και μετά από χρόνια αιματηρού πολέμου, ο στρατός του Άσαντ έγινε «σκιά του εαυτού του», όπως δηλώνει ο Shaar. Μια προεδρία που κατείχε την απόλυτη εξουσία πάνω στη ζωή του λαού της είχε φτάσει να εξαρτάται από τους διεθνείς υποστηρικτές της. Κι όταν μια αστραπιαία προέλαση καλά εξοπλισμένων και καλά οργανωμένων ανταρτών εκμεταλλεύτηκε τα προβλήματα της Τεχεράνης και της Μόσχας, οι υποστηρικτές του Άσαντ αποδείχτηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ορμή της αντιπολίτευσης.

Καθώς οι μαχητές έσκιζαν φωτογραφίες του Μπασάρ και έσερναν αγάλματα του Χαφέζ με φορτηγά, ο χάρτινος πύργος του Άσαντ τελικά κατέρρευσε. Η δυναστεία Άσαντ θα μείνει στην ιστορία για την ανάλγητη αδιαφορία της για τις ζωές των Σύρων. Ο δημοσιογράφος Haid λέει ότι οι Σύροι αφήνουν πίσω τους την αυτοκρατορία του τρόμου: «Είδαμε ότι οι άνθρωποι κατάφεραν να το ξεπεράσουν αυτό και να δημιουργήσουν το μέλλον που θέλουν για τον εαυτό τους».

Με στοιχεία από The Financial Times.