Δοκιμάστε, σε μία από τις συναθροίσεις των ημερών, να ανοίξετε μια συζήτηση από αυτές που τώρα πια μένουν κλεισμένες στα γκέτο των εφημερίδων μα που, κάποτε, θα είχαν προνομιακή θέση στο γιορτινό τραπέζι. Ποιον ή ποια λέτε να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο Μητσοτάκης; Θα έχει εκπλήξεις η πρότασή του για την αναθεώρηση του Συντάγματος; Θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο, ώστε να γίνει ευκολότερη η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος; Μήπως πρέπει να ανέβει το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης πάνω από το 3% που είναι σήμερα; Μήπως πρέπει να φύγουν τα αντικίνητρα για εκλογικές συμμαχίες που ο σημερινός νόμος περιέχει;
Θα δυσκολευτείτε να βρείτε συνομιλητές. Αυτονόητο μεταξύ των νεότερων της παρέας. Είναι πάνω από δέκα χρόνια τώρα που οι έρευνες, ελληνικές και διεθνείς, δείχνουν μια όλο και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στις νεότερες ηλικίες και το σώμα της πολιτικής. Η συμμετοχή των νέων στις εκλογές είναι (ακόμη και στο πολωμένο τοπίο των πρόσφατων αμερικανικών εκλογών) όλο και μικρότερη. Αλλά και στις μεγαλύτερες ηλικίες ο κάποτε υψηλός πολιτικός πυρετός περιορίζεται σε δέκατα. Ακόμη κι αν δοκιμάζατε πιο «σκανδαλιστικά» ερωτήματα σε μια παρέα μεσηλίκων – τι λένε οι δημοσκοπήσεις; Τι θα απογίνει τώρα ο Κασσελάκης; Ποιος με ποιον μπορεί να συνεργαστεί στην αντιπολίτευση; Πότε θα κάνει ανασχηματισμό και ποιον θα βγάλει; Λες να γίνουν πρόωρες εκλογές; –, τα αίματα δύσκολα θα άναβαν. Η πολιτικολογούσα φλυαρία μπορεί να ήταν κάποτε ένα κλασικό, ελληνικό κοινωνικό σπορ. Δεν είναι πια. Το ακριβέστερο θερμόμετρο είναι η συμμετοχή στις εκλογές. Το 2004 στις ελληνικές κάλπες μετρήθηκαν 7.407.000 έγκυρα ψηφοδέλτια. Πέντε χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 2009, έλειπαν 550.000 ψηφοφόροι. Τα έγκυρα ήταν 6.858.000. Ηταν ακόμη λιγότερα τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 (6.155.000). Και τον Σεπτέμβριο του 2015 στις κάλπες βρέθηκαν 5.432.000 ψηφοδέλτια. Μέσα σε μία δεκαετία το σώμα των πολιτών που είχαν τόσο ενδιαφέρον ή εμπιστοσύνη στο δημόσιο πράγμα (res publica), ώστε τουλάχιστον να πάνε την Κυριακή μέχρι το εκλογικό τους τμήμα, είχε μειωθεί κατά δύο εκατομμύρια! Η μείωση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στην κρίση, στα Μνημόνια, στη διάχυτη δυσαρέσκεια και απογοήτευση ή στην ακόμη πιο διάχυτη (και ακόμη περισσότερο λαθεμένη) αίσθηση ότι η μοίρα μας δεν κρίνεται στις εκλογές, ότι δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, έτσι κι αλλιώς. Μα και στις πρώτες μετά την έξοδο από τα Μνημόνια εκλογές, το 2019, η συμμετοχή ελάχιστα αυξήθηκε. Μειώθηκε ξανά το 2023 (5.215.000). Για να προσγειωθεί στο ιστορικό χαμηλό των 3.976.000 έγκυρων ψηφοδελτίων στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου. Από το μεγάλο και μάλλον αισιόδοξο εκείνο εκλογικό σώμα του 2004 συναντηθήκαμε ξανά στις φετινές κάλπες μόλις ένας στους δύο (για την ακρίβεια: το 53%)!
Σοκαριστικό, ακόμη κι αν υπολογίσει κανείς τη δημογραφική συρρίκνωση (6% την τελευταία δεκαετία), την κόπωση από τις τρεις εκλογές του προηγούμενου χρόνου ή το, έτσι κι αλλιώς, περιορισμένο ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές εκλογές.
Δεν είναι μια ελληνική εξαίρεση. Δεν είμαστε μόνοι στην αδιαφορία μας για την πολιτική. Το ίδιο ρεύμα διαπερνά όλες τις δημοκρατίες της Δύσης. Τι φταίει; Είναι κάποιο σύνδρομο ιδιώτευσης που μας απομακρύνει από τη δημόσια σφαίρα και μας κλείνει στον μικρόκοσμό μας; Είναι μήπως μια διαδικασία «απομάγευσης» της πολιτικής, στην οποία συμβάλλει και ο ευτελισμός των επαγγελματιών της πολιτικής στην αγορά των social media; Είναι η αποχή μια στάση που εκλαμβάνεται ως «προστασία της προσωπικής ακεραιότητας ή αξιοπρέπειας» απέναντι σε κάτι που μόνον αρνητικά εκλαμβάνεται; Είναι που χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στις δυνατότητες της πολιτικής να αλλάξει, να επηρεάσει έστω, τη ζωή μας σε έναν κόσμο όπου η μεταφορά ισχύος από το εθνικό κράτος στις υπερεθνικές οικονομικές οντότητες είναι προφανής; Είναι που οι ανισότητες, όπως διευρύνονται, δίνουν στους πολλούς την εντύπωση (όχι πάντα εσφαλμένη) ότι η πολιτική δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς; Είναι που, ειδικά στη δική μας ελληνική περίπτωση, τα κάποτε πανίσχυρα πελατειακά δίκτυα, που έφερναν ανθρώπους στην κάλπη με την υπόσχεση συμμετοχής στη διανομή των λαφύρων της εξουσίας με κάποιες μικρές έστω «εξυπηρετήσεις», έδειξαν τα όριά τους στα σκληρά χρόνια της κρίσης και παρακμάζουν (αλλά δεν χάνονται);
Εξηγήσεις έχουν προταθεί πολλές. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι αυτή η διαδικασία απόσυρσης των πολιτών από το πεδίο της πολιτικής δεν είναι μια ουδέτερη, αδιάφορη, πολύ περισσότερο μια «χαριτωμένη» τάση. Εδώ και χρόνια, έρευνες που γίνονται σε πολλές χώρες παράλληλα καταγράφουν μια επικίνδυνη στροφή. Στο ερώτημα «μήπως ένας ισχυρός ηγέτης, που δεν θα περιορίζεται από κοινοβούλια και εκλογές, θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα;», οι θετικές απαντήσεις αυξάνονται σταθερά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αγγίζουν το 80% σε χώρες όπως η Ρωσία ή η Ρουμανία. Διπλασιάστηκαν σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ισπανία. Είναι πλειοψηφικές ανάμεσα στις νεότερες ηλικίες στη Βρετανία. Και στα μέρη μας κρύβονται πίσω από το ποσοστό των πολιτών που εκφράζει θετική γνώμη για ηγέτες όπως ο Πούτιν (32% στην έρευνα της MRB) ή ο Τραμπ (30% στην ίδια έρευνα).
Πώς αντιστρέφεται αυτή η μοιραία, κατηφορική καμπύλη; Πώς αποκαθίσταται ένα κάποιο ενδιαφέρον για την πολιτική κι ένα επίπεδο εμπιστοσύνης στη δημοκρατία; Πώς αντιστεκόμαστε σε αυτόν τον καταμερισμό εργασίας των σύγχρονων δημοκρατιών ανάμεσα στους δρώντες και τους παρατηρητές, ανάμεσα στους (όλο και λιγότερους) μετέχοντες και τους (όλο και περισσότερους) αμέτοχους; Οποιος έχει την απάντηση ας σηκώσει το χέρι. Ας κάνουμε, όμως, μια αρχή. Ας δοκιμάσουμε να μιλήσουμε για τα συνηθισμένα της πολιτικής αλλιώς. Να θέσουμε, για παράδειγμα, τα ερωτήματα της αρχής αυτού του κειμένου – για τον/την Προέδρο της Δημοκρατίας, το Σύνταγμα ή τον εκλογικό νόμο – όχι ως εσωτερική υπόθεση των επαγγελματιών της πολιτικής, αλλά ως ερωτήματα που η απάντησή τους θα μπορούσε να ανοίξει συμβολικές έστω χαραμάδες στο τείχος της αδιαφορίας και της απαξίωσης.