«Δεν θα γράψεις για την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Βουλή;» με ρωτούσε ένας φίλος. Και τι να γράψω δηλαδή; Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει κάποιο έργο με έναν μόνο πρωταγωνιστή; Διότι αυτό συμβαίνει εδώ και μήνες. One man’s show, όχι γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί, αλλά γιατί οι αρχηγοί των αντιπολιτευόμενων κομμάτων θέλουν. Μου θυμίζουν αυτό που είχε πει ο Μένης Κουμανταρέας σχετικά με τους ομοφυλόφιλους. Οτι δηλαδή τα τελευταία χρόνια περισσότερο τους ενδιαφέρει να διακηρύξουν την ερωτική τους επιλογή παρά να την απολαύσουν. Ετσι και αυτοί πιο πολύ ενδιαφέρονται να δηλώσουν ότι ανήκουν στην αντιπολίτευση παρά να την εξασκήσουν. Διότι η στοιχειώδης αλφαβήτα της πολιτικής λέει ότι αντιπολίτευση σημαίνει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, όχι «μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά». Μέχρι δηλαδή που θα πρέπει να κάνει ο Μητσοτάκης ένα ωραίο υπουργείο Αντιπολίτευσης, να βάλει υπουργό τον Ανδρουλάκη που δείχνει να τα καταφέρνει καλύτερα, να βρει η πολιτική ζωή της χώρας τις γνωστές συντεταγμένες. Πάμε λοιπόν παρακάτω.

Ας μιλήσουμε για σίριαλ που, αν κρίνουμε από τις θεαματικότητες, ενδιαφέρουν περισσότερο τον κόσμο. Και συγκροτούν ένα πεδίο με μεγάλο οικονομικό τζίρο, εκατοντάδες εργαζομένους, πολλές ώρες τηλεοπτικής μετάδοσης και μεγάλη επιδραστικότητα στο Διαδίκτυο και στα σόσιαλ μίντια. Το κυριότερο, όμως, συντηρούν τη μυθοπλασία, σε απλά ελληνικά την έννοια του παραμυθιού, τόσο παρηγορητική όσο και απαραίτητη. Προσωπικά, δηλώνω φανατική «σιριαλάκιας». Με ξεκουράζουν, με εκτονώνουν, με χαλαρώνουν, μου καλλιεργούν κάπως την αίσθηση του «συλλέκτη» αφού ελάχιστα είναι τα σίριαλ, από καταβολής ελληνικής τηλεόρασης, που δεν έχω δει κανένα επεισόδιό τους. Εχω αναπτύξει έτσι έναν αυτοματισμό που μου επιτρέπει να διακρίνω αρετές και παθογένειες από τα πρώτα επεισόδια ακόμη και μέσα στο σύγχρονο τηλεοπτικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί καθοριστικά από τις μεγάλες διεθνείς πλατφόρμες. Που, λόγω συναγωνισμού, συνετέλεσαν στο να ανεβεί το επίπεδο αλλά να παγιωθούν και κάποιες παρεξηγήσεις που πάντα υπήρχαν.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Μιλάμε για τηλεόραση, όχι για κινηματογράφο. Για θέαμα δηλαδή που παρακολουθούμε στο σπίτι μας, με το βρακί και την παντόφλα, την ώρα που μαγειρεύουμε, σιδερώνουμε, φοράμε μάσκα ομορφιάς. Και που απευθύνεται σε ένα τεράστιο και αχανές κοινό. Μπορεί ένα σίριαλ που ακολουθεί μια, ας πούμε, κινηματογραφική αφήγηση να είναι και πολύ καλό τηλεοπτικό προϊόν, η «κινηματογραφίλα» όμως δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Ισα ίσα που μπορεί να είναι και παγίδα. Γιατί διαπιστώνω ότι αν ένα σίριαλ είναι υποφωτισμένο, κάποιος ήρωας έχει εμμονή με τον Τ.Σ. Ελιοτ ή τον Γκόγια και οι ηθοποιοί παίζουν με μια μπρεχτική αποστασιοποίηση να το πω (;), το κοινό το αποθεώνει ως εξαιρετικό, ενώ αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει πως είναι προορισμένος για κάτι καλύτερο. Και όταν λέμε σκηνοθέτης, εννοούμε σκηνοθέτης, όχι διευθυντής φωτογραφίας. Ενα σίριαλ που έχει πλάνα «σαν πίνακες ζωγραφικής» δεν είναι απαραίτητα καλό.

Ενα σίριαλ πρέπει να έχει, κυρίως, ωραία πλοκή. Με ιστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα, όχι απαραίτητα απολύτως αληθοφανείς (δεν θα ξεχάσουμε και το παραμύθι) αλλά σε αληθοφανή περιβάλλοντα. Τι να κάνουμε τώρα; Στην Ελλάδα δεν έχουμε τοπική κουλτούρα γουέστερν, ούτε έχουμε πήξει σε αστυνομικούς που δουλεύουν με οδηγό τα υπαρξιακά τους προβλήματα. Αν θέλω να δω τέτοια, θα δω τα αυθεντικά τα αμερικάνικα. Οχι τις βαλκάνιες διασκευές τους.

Η γη της τηλεθέασης

Αναρωτιούνται οι φίλοι μου που σνομπάρουν, λένε ότι δεν βλέπουν και, συγχρόνως, κριτικάρουν την τηλεόραση γιατί έχει αυτές τις ακλόνητες υψηλές τηλεθεάσεις η «Γη της ελιάς». Μήπως διότι είναι ένα ολόσωστα δομημένο σίριαλ; Σαν ένα «χωριό» όπου επιστρέφεις τα βράδια και μαθαίνεις τα σημαντικά αλλά και τα ασήμαντα νέα των κατοίκων τους, τα σοβαρά και τα αστεία. Σαν να κουτσομπολεύεις μαζί τους κι αν χάσεις δυο σκηνές και τρεις ατάκες, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Και κάπως έτσι δημιουργείται η αίσθηση της «κοινότητας».