Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήρθε να συναντήσει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Ακροδεξιά αποτελεί το πολιτικό ρεύμα με την πιο σαφώς ανοδική δυναμική, καθώς οι προσπάθειες να διαμορφωθούν αναχώματα από κεντροδεξιά ή κεντρώα κόμματα δεν έχουν στεφθεί τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Ομως, οι περισσότερες από τις προσπάθειες να δοθεί μια επαρκής ερμηνεία σε αυτό το φαινόμενο προσκρούουν είτε στα όρια των ιστορικών αναλογιών με την άνοδο του φασισμού στην περίοδο του Μεσοπολέμου, ιδίως από τη στιγμή που τα σημερινά ακροδεξιά σχήματα δηλώνουν πίστη στους κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού των φιλελεύθερων δημοκρατιών, είτε στην απλουστευτική γενικότητα (και σύγχυση διαφορετικών εμπειριών, ιδεολογιών, κοινωνικών αναφορών και πολιτικών πρακτικών) της έννοιας του «λαϊκισμού», που τις περισσότερες φορές είναι απλώς έκφραση μιας ερμηνευτικής αλλά και πολιτικής αμηχανίας.

Ωστόσο, τα ερωτήματα παραμένουν. Τι είναι αυτό που διαμορφώνει την τρέχουσα απήχηση της ακροδεξιάς ρητορικής και πρακτικής; Ποιο είναι το νήμα που συνδέει την απήχηση του Ντόναλντ Τραμπ, την εντυπωσιακή διατήρηση στην εξουσία του Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία και της δικής του ακροδεξιάς εθνικιστικής πολιτικής, την εμπειρία Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, τη διακυβέρνηση Μπολσονάρο στη Βραζιλία, το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη επιχείρηση αφανισμού στη Γάζα συμπίπτει με το ότι το Ισραήλ κυβερνάται από την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση της ιστορίας του με τη διαρκή κοινοβουλευτική ενίσχυση της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη; Πώς όλα αυτά συνδέονται με την εμφάνιση ακροδεξιών δολοφονικών «μοναχικών λύκων» όπως ο Αντερς Μπρέιβικ; Ποια είναι τα στοιχεία του συλλογικού κοινωνικού φαντασιακού που ενεργοποιούνται ώστε να αποκτήσει απήχηση μια ρητορική που συνδυάζει τη συνωμοσιολογία, την αμφισβήτηση της επιστήμης, την κατασκευή «κινδύνων» και την αναπαραγωγή πατριαρχικών και ρατσιστικών στερεοτύπων; Είναι απλώς ότι μένουν χωρίς πολιτική εκπροσώπηση τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που έλκονται από λαϊκίστικες υποσχέσεις; Φταίει ότι τα «συστηματικά κόμματα» υιοθέτησαν τη ρητορική της «παγκοσμιοποίησης» και «εγκατέλειψαν το έθνος»; Είναι το αποτέλεσμα της «υπερβολής» σε σχέση με τη «woke ατζέντα» που την εκμεταλλεύτηκε μετά η Ακροδεξιά; Ή μήπως όλα αυτά απλώς αδυνατούν να εντοπίσουν τον μηχανισμό που εξηγεί την άνοδο της Ακροδεξιάς;

Ο ηγέτης – σωτήρας

Ολα αυτά κάνουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον και καλοδεχούμενο το βιβλίο του συγγραφέα και σχολιαστή Ρίτσαρντ Σέιμουρ «Disaster Nationalism. The Downfall of Liberal Civilization» (Ο εθνικισμός της καταστροφής. Η πτώση του φιλελεύθερου πολιτισμού), που πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μία από τις βασικές διαπιστώσεις του Σέιμουρ, που είναι ότι σήμερα οι περισσότερες παραλλαγές Ακροδεξιάς έχουν μια ρητορική που επικαλείται ταυτόχρονα τον εθνικισμό και τον κίνδυνο μιας «αποκαλυπτικής» καταστροφής, απέναντι στην οποία ο ακροδεξιός ηγέτης θα εμφανιστεί ως σωτήρας. Αυτός ο «εθνικισμός της καταστροφής» είναι για τον Σέιμουρ ένα ιδεολογικό και πολιτικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε μια φάση που δεν υπάρχουν συνεκτικά πολιτικά και κοινωνικά σχέδια και το κενό έρχονται να καλύψουν οι κάθε λογής «κίνδυνοι» που αναδεικνύονται, ως απάντηση στην πραγματική σωρευμένη δυσαρέσκεια, ενίοτε και δυστυχία, της εποχής του νεοφιλελευθερισμού.

Κοινωνική δυσαρέσκεια

Ο Σέιμουρ επιμένει ότι η προσπάθεια να αποδοθεί η άνοδος της Ακροδεξιάς απλώς στο ότι κατορθώνει να εκπροσωπήσει κάποια αδικημένα λαϊκά συμφέροντα είναι ανεπαρκής. Αλλωστε, οι έρευνες δείχνουν ότι η άμεση οικονομική κατάσταση δεν είναι τις περισσότερες φορές το σημαντικότερο κριτήριο ψήφου. Ούτε ισχύει ότι ο Τραμπ εκπροσωπεί γενικά τη «λευκή εργατική τάξη». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια συσχέτιση ανάμεσα στην κοινωνική κατάσταση και στην άνοδο της Ακροδεξιάς, αλλά αυτή δεν είναι γραμμική. Το κρίσιμο στοιχείο είναι εκείνο το είδος κοινωνικής δυσαρέσκειας που μετατρέπεται σε μια βαθιά μεμψιμοιρία που είναι πολύ πιο εύκολο να βρει διέξοδο στον τρόπο που η Ακροδεξιά προσφέρει κινδύνους, απειλές και «εχθρούς». Ολα αυτά επιτείνονται από τον τρόπο που η σύγχρονη Ακροδεξιά πατάει πάνω στα σύγχρονα ρεύματα συνωμοσιολογίας και τον τρόπο που εξαπλώνονται μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά και τροφοδοτείται από τη σεξουαλική μεμψιμοιρία που αποτυπώνεται σε μια ιδιότυπη πορνογραφία του σεξουαλικού «κακού», που εκφράζεται όχι απλώς στη ρατσιστική αντιμετώπιση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, αλλά και στον μισογυνισμό απέναντι στο φεμινιστικό κίνημα (ακόμη πιο έντονος σε φαινόμενα όπως οι incels).

Τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα δεν έχουν παραστρατιωτικές οργανώσεις, ανάλογες με αυτές που χαρακτήρισαν τον κλασικό φασισμό. Τα περισσότερα ομνύουν στους κανόνες του κράτους δικαίου. Συχνά δηλώνουν ότι στηρίζουν τον «νόμο και την τάξη» και κατηγορούν για παραβατικότητα τους αριστερούς διαδηλωτές, τους «antifa» ή κινήματα όπως το Black Lives Matter. Ομως, αυτό δεν αναιρεί τη στενή σχέση της Ακροδεξιάς με τη βία. Αυτό δεν αφορά μόνο το σε άνοδο φαινόμενο των ακροδεξιών «μοναχικών λύκων» τύπου Μπρέιβικ που επιδίδονται σε μαζικές δολοφονίες. Αφορά και τη λογική του όχλου που διαπερνά μέρος των υποστηρικτών του Τραμπ, τον τρόπο που οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον των μουσουλμάνων ήταν τμήμα της όλης δυναμικής που έφερε τον Μόντι στην εξουσία, τις πρακτικές «ταγμάτων θανάτου» του Ντουτέρτε ως «αντιεγκληματική πολιτική», τα σχέδια πραξικοπήματος που ετοίμαζε ο Μπολσονάρο. Και βέβαια αφορά το γεγονός ότι στη Γάζα μια συστηματική βία εναντίον αμάχων, στην οποία μπορεί να αποδοθεί γενοκτονική πρόθεση, είναι το έργο μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης που σήμερα απολαμβάνει και την υποστήριξη κατεξοχήν των υπόλοιπων ακροδεξιών ρευμάτων παγκοσμίως.