Καθώς οι ομάδες των τούρκων κομάντος έφθαναν στο Ναϊρόμπι εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου, οι στόχοι τους – μέλη του κινήματος Γκιουλέν – συνέχιζαν ανύποπτοι τις καθημερινές τους ασχολίες. Ο ένας επέστρεφε από ραντεβού για βίζα με την οικογένειά του, ο άλλος έδινε εξετάσεις οδήγησης, ενώ αρκετοί βρίσκονταν στα αυτοκίνητά τους πηγαίνοντας σε διάφορες δουλειές.

Μέχρι το μεσημέρι, επτά τούρκοι υπήκοοι είχαν απαχθεί υπό την απειλή όπλου, με κουκούλες και χειροπέδες από μασκοφόρους πράκτορες που ταξίδευαν με οχήματα χωρίς σήμα, σύμφωνα με δυτικούς αξιωματούχους ασφαλείας. Ενώ τρεις αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, τέσσερις μεταφέρθηκαν σε έναν απομακρυσμένο αεροδιάδρομο έξω από την πρωτεύουσα της Κένυας και αναγκάστηκαν με τη βία να επιβιβαστούν σε αεροπλάνο που περίμενε να τους μεταφέρει σε μια τουρκική φυλακή στην ευρύτερη περιοχή.

Αυτές οι παράνομες απαγωγές ήταν οι πιο πρόσφατες από τις περισσότερες από 118 που έχει ενορχηστρώσει σε 28 χώρες η τουρκική υπηρεσία πληροφοριών, η διαβόητη MIT,την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με τον ιστότοπό της – καθιστώντας την μια από τις πιο επιθετικές υπηρεσίες, διεθνώς, σε αυτό το είδος έκνομων επιχειρήσεων. Πρόκειται για έναν «άγνωστο πόλεμο» που διεξάγει η τουρκική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, εναντίον όποιων θεωρεί αντιπάλους και τρομοκράτες, ακόμα κι αν δεν διαθέτει κανένα σχετικό στοιχείο, παραβιάζοντας πολλούς διεθνείς νόμους.

Στο Ναϊρόμπι, αποκαλύπτει η «Washington Post», η MIT βασίστηκε σε στελέχη της κυβέρνησης της Κένυας για να πραγματοποιήσει τις απαγωγές και μπόρεσε να παρακάμψει τα δικαστήρια της αφρικανικής χώρας, σύμφωνα με δυτικούς αξιωματούχους ασφαλείας. Η Τουρκία χαρακτηρίζει αυτή την παγκόσμια εκστρατεία ως τον δικό της «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στον απόηχο της φράσης που χρησιμοποίησαν οι αμερικανικές κυβερνήσεις μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ. Η Αγκυρα δεν αντιγράφει μόνο τη φρασεολογία αλλά όλο το σχετικό εγχειρίδιο των ΗΠΑ. Πέρα από τις απαγωγές έχει χρησιμοποιήσει μυστικές φυλακές και κρατήσεις, λίστες παρακολούθησης υπόπτων, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον μιας αναφερθείσας περίπτωσης βασανιστηρίου εικονικού πνιγμού – κατά εξόριστων, σύμφωνα με έγγραφα του ΟΗΕ, ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δυτικούς αξιωματούχους ασφαλείας και δημόσια αρχεία στην Τουρκία.

Σύμφωνα με όλες αυτές τις μαρτυρίες, αναφέρει η «El Pais», διαπιστώνεται ότι η Τουρκία έχει εντείνει τις προσπάθειες εκφοβισμού και βίαιου επαναπατρισμού των επικριτών της Αγκυρας που ζουν στην εξορία χαρακτηρίζοντάς τους τρομοκράτες. Η προσπάθεια της Τουρκίας να χαρακτηρίσει αυτές τις παράνομες κατασταλτικές ενέργειες ως αντιτρομοκρατικές θεωρείται από δυτικούς αξιωματούχους ασφαλείας ως προσπάθεια νομιμοποίησης μιας διεθνούς εκστρατείας καταστολής, όρος για τη χρήση βίας και εκφοβισμού από τις κυβερνήσεις κατά των εξόριστων που θεωρείται πολιτική απειλή.

Ας πάρουμε τις παράνομες απαγωγές στην Κένυα. Σε ηλικίες μεταξύ 40 και 55 ετών, κανείς από τους απαχθέντες δεν είχε κατηγορηθεί για κάτι στην αφρικανική χώρα. Δύο ήταν στη διαδικασία εξασφάλισης βίζας για μετεγκατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο τρίτος, ο 46χρονος Μουσταφά Γκεντς, ζούσε στην Κένυα επί 24 χρόνια και υπηρέτησε ως διευθυντής ιδιωτικού σχολείου που ιδρύθηκε από το Ιδρυμα Omeriye, το οποίο συνδέεται με τον Γκιουλέν. Οι άλλοι τρεις που απήχθησαν εργάζονταν επίσης για το σχολείο ή το ίδρυμα. Και οι τέσσερις απαχθέντες στο Ναϊρόμπι τον Οκτώβριο είχαν καθεστώς πρόσφυγα του ΟΗΕ και υποτίθεται ότι «προστατεύονταν από τη βίαιη επιστροφή» σε μια χώρα όπου αντιμετώπιζαν απειλές για «τη ζωή ή την ελευθερία τους», σύμφωνα με έγγραφα που εξέδωσε η κυβέρνηση της Κένυας.

Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Κένυας συνεργάστηκε με τη MIT σε μια επιχείρηση που περιλάμβανε μήνες παρακολούθησης και σχεδιάστηκε για να παρακάμψει τα δικαστήρια και τις διεθνείς νομικές προστασίες. Μία από τις απαγωγές έγινε λίγο μετά τις 7:30 το πρωί σε δρόμο στο βορειοδυτικό Ναϊρόμπι, σύμφωνα με τον Νεσντέτ Σεΐτογλου, ένας από τους τρεις τούρκους υπηκόους που απήχθησαν και αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι άλλοι που αφέθηκαν ελεύθεροι ήταν η σύζυγος και ο έφηβος γιος άλλων στόχων. Ο Σεΐτογλου, ο οποίος εργάζεται σε εταιρεία συμβούλων εκπαίδευσης στο Ναϊρόμπι, είπε ότι μόλις είχε ανέβει στο αυτοκίνητο ενός συναδέλφου του για να μεταβεί στη δουλειά όταν ένα λευκό τζιπ μπήκε κάθετα μπροστά από το όχημά τους. Στη συνέχεια περικυκλώθηκαν από τέσσερις ενόπλους. «Νόμιζα ότι ήταν ληστεία και ήμουν έτοιμος να δώσω όλα μου τα χρήματα», είπε. «Αλλά μας διέταξαν να πάμε στο τζιπ και μας έσπρωξαν μέσα. Τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν ληστές».

Ο 49χρονος Σεΐτογλου περιέγραψε πως σε εκείνον και στον 42χρονο συνάδελφό του Χουσεΐν Γεσιλσού, πέρασαν χειροπέδες και κουκούλες καθώς το τζιπ έβγαινε από την πόλη. Οι απαγωγείς φορούσαν μάσκες και πολιτικά ρούχα. Μπορούσαν να καταλάβουν ότι ήταν Κενυάτες από το χρώμα του δέρματος και τη γλώσσα που μιλούσαν, αλλά υποψιάστηκαν ότι από πίσω κρύβεται η Τουρκία.

Υστερα από ώρες οδήγησης, το τζιπ σταμάτησε και ο Σεΐτογλου παρακάλεσε τους απαγωγείς του να εξετάσουν το διαβατήριό του, το οποίο έδειχνε ότι ήταν πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου, έχοντας ζήσει 18 χρόνια στη Βρετανία πριν μετακομίσει στο Ναϊρόμπι. «Εβγαλαν μια φωτογραφία και την έστειλαν στο αφεντικό τους», ανέφερε.

Οι υπεύθυνοι της επιχείρησης φαίνεται ότι δίστασαν να αντιμετωπίσουν τις πιθανές συνέπειες για την απαγωγή βρετανού υπηκόου. Τελικά, έβαλαν τον Σεΐτογλου σε άλλο όχημα και στα περίχωρα του Ναϊρόμπι τον άφησαν ελεύθερο, δίνοντάς του 6 δολάρια για να πάρει ταξί. Αρνήθηκαν όμως να του επιστρέψουν το τηλέφωνο ή τον φορητό υπολογιστή του. Μόνο όταν έφθασε σπίτι του, έμαθε ότι ο Γεσιλσού εξακολουθούσε να αγνοείται και ότι και άλλοι είχαν απαχθεί. Επέστρεψε στη δουλειά του αλλά παραμένει σε σοκ. «Κάθε πρωί όταν φεύγω από το σπίτι μου, κοιτάζω γύρω. Με ακολουθεί κάποιο τζιπ; Είναι ένα είδος τραύματος».

Καθώς διαδόθηκαν τα νέα για τις απαγωγές, δυτικοί διπλωμάτες, εκπρόσωποι του ΟΗΕ και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεκίνησαν μια ξέφρενη προσπάθεια για να εμποδίσουν την Κένυα να μεταφέρει τους αιχμαλώτους στην Τουρκία. Τα αρχικά σήματα φάνηκαν καθησυχαστικά. Σε ιδιωτική συνομιλία με δυτικό διπλωμάτη, ο πρόεδρος της Κένυας Γουίλιαμ Ρούτο επέμεινε ότι οι τούρκοι πρόσφυγες εξακολουθούν να βρίσκονται στη χώρα και ότι η κυβέρνησή του θα ακολουθήσει το διεθνές δίκαιο πριν λάβει οποιεσδήποτε αποφάσεις για το αν θα μεταφερθούν. Στην πραγματικότητα, είχαν ήδη μεταφερθεί.  Και οι τέσσερις αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε μια μυστική πτήση που αναχώρησε από απομακρυσμένο αεροδιάδρομο την Παρασκευή που απήχθησαν και προσγειώθηκαν δύο ώρες αργότερα – πιθανώς στη Σομαλία, όπου η Τουρκία διαθέτει μεγάλη στρατιωτική εγκατάσταση – σύμφωνα με το Associated Press. Από εκεί, οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν σε άλλο αεροπλάνο για την Τουρκία.  «Μας κορόιδεψαν», έγραψε αξιωματούχος του ΟΗΕ σε μήνυμα προς τους συναδέλφους του καθώς διαδόθηκε εκείνο το Σαββατοκύριακο ότι ήταν πολύ αργά για οποιαδήποτε προσπάθεια. Οι Γκενς, Γεσιλσού, Αρπασλάν Ταστσί και Οζτούρκ Ουζούν βρίσκονταν σε κελιά στη φυλακή Σιντσάν κοντά στην Αγκυρα όταν η κυβέρνηση της Κένυας αναγνώρισε δημόσια την αναχώρησή τους.

Τη Δευτέρα, τρεις ημέρες μετά τις απαγωγές, στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών της Κένυας επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση είχε συμμετάσχει στην επιχείρηση αλλά μόνο αφού «έλαβε διαβεβαιώσεις από τις τουρκικές Αρχές ότι οι τέσσερις θα αντιμετωπιστούν με αξιοπρέπεια, τηρώντας το εθνικό και διεθνές δίκαιο». Οι κατηγορίες εναντίον των απαχθέντων στο Ναϊρόμπι δεν έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστές. Αλλοι που απήχθησαν και επιστράφηκαν βίαια στην Τουρκία έχουν αντιμετωπίσει κατηγορίες ότι ανήκουν σε «ένοπλο τρομοκρατικό δίκτυο».

Η εμπλοκή της Κένυας την τοποθετεί σε έναν διευρυνόμενο κατάλογο χωρών που κατηγορούνται για συνεργασία με την Τουρκία για εξωδικαστικές παραδόσεις. Σύμφωνα με την «Washington Post» περιλαμβάνουν την Αλβανία, το Αζερμπαϊτζάν, την Καμπότζη, την Γκαμπόν, το Κόσοβο, το Καζακστάν, τον Λίβανο και το Πακιστάν, «μεταξύ άλλων», σύμφωνα με έκθεση του 2020 από μια ομάδα εργασίας του ΟΗΕ για τις ακούσιες εξαφανίσεις. Η έκθεση αναφέρει ότι οι τουρκικές Αρχές «καταφεύγουν σε μυστικές επιχειρήσεις» στις οποίες οι συλληφθέντες «εξαφανίζονται βίαια για αρκετές εβδομάδες» και «υποβάλλονται συχνά σε εξαναγκασμό, βασανιστήρια και εξευτελιστική μεταχείριση» – από μάρτυρες αναφέρονται «ηλεκτροπληξία, εικονικός πνιγμός με νερό και κρέμασμα ανάποδα επί ώρες».

Η Τουρκία δελεάζει χώρες σε έκνομες συνεργασίες με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα στην Κένυα έχει δεσμευτεί ότι θα δώσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή νέου εμπορικού κέντρου κοντά στο Ναϊρόμπι και οι τουρκικές βιομηχανίες όπλων διεκδικούν να γίνουν βασικοί προμηθευτές αρμάτων μάχης, ένοπλων drones και άλλου στρατιωτικού υλικού στις ένοπλες δυνάμεις της Κένυας.