Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν την εντύπωση ότι δεν θα φύγουν ποτέ από τη ζωή. Ισως διότι αποτελούν σταθερές αναφορές, τόσο σταθερές όπως ένας τόπος ή ένας θεσμός. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακόμη και όταν φεύγουν από τη ζωή, είναι σαν να μην έφυγαν. Διότι είναι πολύ βαθύ και πολύ ουσιαστικό το αποτύπωμα που άφησαν στον χώρο τους. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ανήκε και στις δύο κατηγορίες. Και μάλιστα με περισσότερες από μία ιδιότητες. Θα σταθώ όμως κυρίως στο θέατρο. Του οποίου υπήρξε βασικός «πρωταγωνιστής». Κι ας έπαιξε για πολύ λίγο, στην αρχή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, με τον θίασο του Ροντήρη.
Το θέατρο όμως δεν είναι μόνο όσα συμβαίνουν πάνω στη σκηνή. Είναι και ολόκληρη η διαδρομή που οδηγεί σε αυτήν. Και που δεν αφορά μόνο στους ηθοποιούς, τον σκηνοθέτη, τους συγγραφείς και τους μεταφραστές, τους σκηνογράφους και τους τεχνικούς, όσους, δηλαδή, συμμετέχουν σε μια παράσταση, αλλά και το κοινό. Διότι βεβαίως και το θέατρο είναι ένα σχολείο που όσο το παρακολουθείς τόσο εκπαιδεύεσαι αλλά χρειάζεσαι παρά πολλά χρόνια όχι για να πάρεις «απολυτήριο» (αυτό θεωρώ ότι δεν το παίρνουμε ποτέ) αλλά για να κατακτήσεις μια υψηλή βαθμολογία. Τότε χρειάζεσαι έναν Κώστα Γεωργουσόπουλο, για να μπορείς να περνάς πιο γρήγορα τις τάξεις.
Ανήκω σε μια γενιά που όχι μόνο αγάπησε πολύ το θέατρο, αλλά της έτυχε να είναι παρούσα και μάρτυρας μίας θεμελιακής μεταμόρφωσής του που το ανανέωσε και όρισε μια νέα εποχή του. Ηταν τότε που τρέχαμε σε υποβαθμισμένες συνοικίες να δούμε αποθήκες και βενζινάδικα που είχαν μετατραπεί σε θεατρικούς χώρους, να ακούσουμε μη συμβατικές γραφές, να παρακολουθήσουμε πρωτοποριακές παραστάσεις (έτσι τις λέγαμε τότε), να γνωρίσουμε νέες δραματουργικές και ερμηνευτικές φόρμες. Και μετά, να τις συζητάμε για μέρες και ώρες, να αναλύουμε, να λέμε και να ακούμε θεωρίες, συχνά και να τσακωνόμαστε. Τότε είχαμε ανάγκη για «λίγο Γεωργουσόπουλο ακόμα». Αποστηθίζαμε τις κριτικές του, παπαγαλίζαμε τα σχόλιά του, χωρίς καν να τα έχουμε καταλάβει, τα χρησιμοποιούσαμε ως τσιτάτα. Με δυο λόγια, «πουλούσαμε» στις παρέες μας θεατρική γνώση και παιδεία με «φτερά» τις κριτικές του Γεωργουσόπουλου. Ακόμη κι αν διαφωνούσαμε, αν μας άρεσαν παραστάσεις τις οποίες εκείνος αποκαθήλωνε.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ήταν μεταφραστής, κριτικός, ποιητής αλλά με «ομπρέλα» σε αυτές του τις ιδιότητες εκείνη του δασκάλου. Ακόμη και για εμάς που δεν είχαμε την τύχη να είμαστε φυσικοί μαθητές του. Οι κριτικές του όμως και τα κείμενα που έγραφε τελευταία στα «ΝΕΑ» λειτουργούσαν σαν τον λόγο του καλού δασκάλου. Ο οποίος δεν σου μεταδίδει απλώς τη γνώση αλλά σε μαθαίνει πώς να μαθαίνεις, πώς να ψάχνεις και να βρίσκεις. Η γραφή του δεν σε οδηγούσε σε έναν προορισμό αλλά σε μια αφετηρία. Σου έδειχνε έναν δρόμο που εσύ έπρεπε να ακολουθήσεις για να κάνεις δύο παραπάνω βήματα στη μαγεία του θεάτρου.
Κάθε φορά που διάβαζες ένα κείμενο του Κώστα Γεωργουσόπουλου αγαπούσες λίγο παραπάνω το θέατρο, σου δημιουργούσε την επιθυμία, ενίοτε και την ανάγκη να ασχοληθείς λίγο περισσότερο. Διότι εμείς δεν είμαστε Τσέχωφ που όταν κάποιος τον ρώτησε πώς γνωρίζει τόσο πολλά για τους ανθρώπους ώστε να δημιουργεί τους ρόλους στα έργα του, απάντησε πως όσα ξέρει για τους ανθρώπους και τους θεατρικούς ρόλους, τα έχει μάθει από τον εαυτό του. Εμείς το πάμε ανάποδα. Οσο περισσότερα μαθαίνουμε για το θέατρο και τους ρόλους, τόσο περισσότερο γνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Το «Φάντομ»
Μία ημέρα μετά τον θάνατο του Κώστα Γεωργουσόπουλου, μάθαμε για την τελευταία «πτήση», προς τον ουρανό αυτήν τη φορά, του «Φάντομ» Νίκου Σαργκάνη, ίσως του καλύτερου τερματοφύλακα που έχει περάσει από τα ελληνικά γήπεδα. Ευκαιρία για συνειρμούς που συνδέουν το θέατρο με το ποδόσφαιρο. Παιχνίδια για μεγάλους και τα δύο, απαραίτητα, το καθένα με τον δικό του τρόπο για κάποιες απαραίτητες εσωτερικές ισορροπίες μας.