Ο Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Φράνσις Φουκουγιάμα είχε διατυπώσει τη θεωρία ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδότησε «το τέλος της ιστορίας», μια νίκη του καπιταλιστικού, φιλελεύθερου δυτικού μοντέλου δημοκρατίας έναντι των άλλων ιδεολογιών. Πίστευε ότι η ανθρωπότητα του 21ου αιώνα θα εξελισσόταν σε μια παγκοσμιοποιημένη, μετα-συγκρουσιακή κοινωνία που θα πορευόταν με σταθερά βήματα προς τη συλλογική ειρήνη και ευημερία.

Ενώ η θέση του Φουκουγιάμα αμφισβητήθηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και τον επακόλουθο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» των ΗΠΑ, οι απευθείας πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των στρατών κρατών ήταν, στην πραγματικότητα, πιο σπάνιες στη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Την «πρωτοκαθεδρία» έλαβαν η τρομοκρατία, οι εθνοτικές συγκρούσεις, οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι υβριδικές μορφές πολέμου – στρατηγικές που χρησιμοποιούν προηγμένα κράτη για να αποσταθεροποιήσουν τους αντιπάλους τους, χωρίς τα χρησιμοποιούν παραδοσιακά μέσα. Κάποιες από τις εξαιρέσεις αποτελούν τα δυο πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Γάζα που παραμένουν χωρίς ορατή ημερομηνία λήξης.

Μια ανασκόπηση στις μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις του 21ου αιώνα, που συνεχίζουν να κοστίζουν στην ανθρωπότητα.

Παρότι, δε, ο 21ος αιώνας παρουσιάζει σαφώς μειωμένα ποσοστά θανάτων κατά τη διάρκεια μαχών σε σύγκριση με προηγούμενους αιώνες, δεκάδες χιλιάδες ζωές εξακολουθούν να χάνονται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας ότι η ειρήνη παραμένει ζητούμενο και όχι δεδομένο.

Αφγανιστάν: Ένας πόλεμος 20ετίας με τελευταία θύματα τις γυναίκες

Μετά από 20 χρόνια πολέμου, τον Απρίλιο του 2021, ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε τη σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν: «Αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να τελειώσει ο μεγαλύτερος σε διάρκεια αμερικανικός πόλεμος. Ήρθε η ώρα οι στρατιωτικές μας δυνάμεις να επιστρέψουν στην πατρίδα».

Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, σκηνές χάους διαδραματίστηκαν στο αεροδρόμιο της Καμπούλ με χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν για να ξεφύγουν από τους Ταλιμπάν, οι οποίοι επέστρεφαν στην εξουσία. Η επίθεση στις ελευθερίες -και ιδιαιτέρως στα δικαιώματα των γυναικών- ήταν σαρωτική. Η ζωή των γυναικών μετατράπηκες σε κόλαση. 

Το προηγούμενο Σύνταγμα καταργήθηκε και εφαρμόστηκε η αυστηρή εκδοχή του ισλαμικού νόμου (σαρία). Τα κορίτσια πλέον φοιτούν στο σχολείο μόνο μέχρι την έκτη τάξη, οι γυναίκες αποκλείστηκαν από τις περισσότερες θέσεις σε δημόσιο, ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς, υποχρεώθηκαν να καλύπτουν πλήρως το σώμα και το πρόσωπο, τους απαγορεύτηκε να κυκλοφορούν χωρίς τη συνοδεία άνδρα συγγενή, να μιλούν ή να τραγουδούν δημόσια, να μπαίνουν σε πάρκα, γυμναστήρια και άλλους δημόσιους χώρους αναψυχής. Τελευταίο μέτρο καταπίεσης της ύπαρξής τους, η απαγόρευση να ακούν η μία τη φωνή της άλλης σε δημόσιο ή ιδιωτικό περιβάλλον.

Ας δούμε, όμως, πώς ξεκίνησαν όλα αυτά. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν υπήρξε η προμετωπίδα της “αντιτρομοκρατικής” στρατηγικής των ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Το καθεστώς των Ταλιμπάν αρνήθηκε να παραδώσει τον Οσάμα μπιν Λάντεν και άλλους ηγέτες της Αλ-Κάιντα που είχαν βρει καταφύγιο στη χώρα και ακολούθησε η στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με το όνομα “Αποστολή Ελευθερίας”.

Η στρατιωτική επέμβαση άρχισε στις 7 Οκτωβρίου 2001, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και την αποστολή χερσαίων δυνάμεων. Οι πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν στην ανατροπή των Ταλιμπάν και στην ανακάλυψη και εξουδετέρωση των ηγετών της Αλ-Κάιντα.

Η κατάρρευση του καθεστώτος των Ταλιμπάν ήταν γρήγορη, αλλά η Αλ-Κάιντα παρέμεινε ενεργή και άρχισε να αντιστέκεται. Ο Οσάμα μπιν Λάντεν κατάφερε να διαφύγει, και οι ΗΠΑ συνέχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για να τον συλλάβουν ή να τον σκοτώσουν, γεγονός που τελικά συνέβη το 2011 στο Πακιστάν. 

Παρά την ανατροπή των Ταλιμπάν, οι δυνάμεις της Αλ-Κάιντα, καθώς και οι Ταλιμπάν, συνέχισαν να επιτίθενται με αντάρτικες τακτικές και τρομοκρατικές ενέργειες. Η πολιτική αποσταθεροποίηση και η ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) στη χώρα ενίσχυσαν την αίσθηση της αποτυχίας της στρατιωτικής επιχείρησης. Η χώρα βυθίστηκε σε έναν μακροχρόνιο εμφύλιο, με την κυβέρνηση της Καμπούλ και τις συμμαχικές της δυνάμεις να μην καταφέρνουν να αξιοποιήσουν την εξουσία τους, πόσο μάλλον να πετύχουν μια πραγματική ειρήνη.

Χιλιάδες αθώοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους, εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν εκτοπισμένοι λόγω των εχθροπραξιών και η χώρα βιώνει μία από τις πιο σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις.

Εισβολή στο Ιράκ: Ένας πόλεμος βουτηγμένος στο ψέμα και το αίμα

Ήταν Μάρτιος του 2003 όταν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους, υπό την ηγεσία του προέδρου Τζορτζ Μπους, εισέβαλαν στο Ιράκ, προκαλώντας έναν πόλεμο που άφησε πίσω του τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή.

Στόχος τους δεν ήταν άλλος από την ανατροπή του δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, τον οποίο οι ΗΠΑ κατηγορούσαν για σχέσεις με την τρομοκρατία και την Αλ-Κάιντα. Η επίσημη δικαιολογία για την εισβολή ήταν η υποτιθέμενη ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής (WMD) στο Ιράκ, αργότερα βέβαια αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχαν τέτοια όπλα. Ο έλεγχος του πετρελαίου αλλά και η αναδιοργάνωση του συσχετισμού δύναμης στην περιοχή, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε πόλεμο, είναι μερικές από τις πραγματικές αιτίες που τροφοδότησαν τον πόλεμο.

Η κυβέρνηση Μπους επιχείρησε να εξασφαλίσει τη στήριξη του ΟΗΕ για στρατιωτική επέμβαση, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει συμφωνία στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Μαζικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε όλο τον κόσμο ενάντια στην επικείμενη στρατιωτική επέμβαση.

Ημέρα κορύφωσης του αντιπολεμικού κινήματος ήταν η 15η Φεβρουαρίου 2003, όταν πραγματοποιήθηκαν συντονισμένες διαδηλώσεις με την υποστήριξη εκατομμυρίων ανθρώπων σε περισσότερες από 60 χώρες παγκοσμίως.

Ηχηρό ήταν το «παρών» που έδωσε και η Ελλάδα με διαδηλώσεις σε πολλές μεγάλες πόλεις, ακόμη και απομακρυσμένα χωριά.

Παρά την αντίθεση του ΟΗΕ και άλλων χωρών, όπως η Γαλλία και η Γερμανία και το αντιπολεμικό κίνημα, η Αμερική προχώρησε στην εισβολή, υποστηριζόμενη από μια «συμμαχία των προθύμων», η οποία περιλάμβανε τη Βρετανία, την Αυστραλία και την Πολωνία.

Η εισβολή ξεκίνησε στις 20 Μαρτίου 2003 με έναν αεροπορικό βομβαρδισμό του Ιράκ, που περιλάμβανε την καταδίωξη του Σαντάμ Χουσέιν και την επιχείρηση «Σοκ και Δέος». Η αμερικανική στρατιωτική δύναμη, με περίπου 130.000 στρατιώτες, προχώρησε γρήγορα προς τη Βαγδάτη και στις 9 Απριλίου, η πόλη έπεσε και ο Σαντάμ Χουσέιν εξαφανίστηκε. Ακολούθησε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, με σέχτες και εθνοτικές ομάδες να μάχονται για την εξουσία. Ανάμεσά τους και η Αλ Κάιντα η οποία βγήκε ενισχυμένη.

Ο πόλεμος άφησε πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και περίπου 4 εκατομμύρια Ιρακινοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Η αμερικανική παρουσία στη χώρα κράτησε μέχρι το 2011, με τη σταδιακή απόσυρση των δυνάμεών της. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Η αναταραχή στο Ιράκ συνεχίστηκε για χρόνια και μέσα από το χάος που δημιουργήθηκε βρήκε ευκαιρία να αναδυθεί το Ισλαμικό Κράτος (ISIS).

Σε μια προσπάθεια εξάλειψης του ISIS, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη βοήθεια ορισμένων δυτικών και αραβικών χωρών, εξαπέλυσαν από τον Αύγουστο του 2014 χιλιάδες αεροπορικές επιδρομές και επιθέσεις με πυραύλους κατά στόχων του ISIS στο Ιράκ και τη Συρία.

Ενώ το Ιράκ είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για τις αεροπορικές επιδρομές στην επικράτειά του, η Συρία δεν το είχε κάνει, και η Ρωσία εμπόδισε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εξουσιοδοτήσει τη χρήση βίας κατά του ISIS στη Συρία.

Οι ΗΠΑ προέβαλαν μια σειρά από νομικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν τις επιθέσεις τους, προτού τελικά καταλήξουν στα περί αυτοάμυνας. Η χρήση βίας για λόγους αυτοάμυνας παραδοσιακά δεν θεωρούνταν νόμιμη κατά μη κρατικών δρώντων σε τρίτο κράτος, εκτός εάν αυτοί βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του κράτους αυτού. Ωστόσο, οι ΗΠΑ υποστήριξαν ότι μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου από την αλ Κάιντα, η χρήση βίας μπορεί να δικαιολογηθεί όταν μια κυβέρνηση αδυνατεί ή δεν είναι πρόθυμη να καταστείλει την απειλή που θέτουν μη κρατικοί δρώντες εντός των συνόρων της.

Η άποψη αυτή δεν έγινε αρχικά αποδεκτή από τη Ρωσία, την Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, σε μια στιγμή-ορόσημο για το διεθνές δίκαιο, τα δεδομένα άλλαξαν μετά τις επιθέσεις του ISIS σε ρωσικό αεροσκάφος, καθώς και στο Παρίσι το 2015, οδηγώντας στην ομόφωνη υιοθέτηση ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που καλούσε τα κράτη να χρησιμοποιήσουν «όλα τα απαραίτητα μέτρα» για την καταπολέμηση του ISIS στη Συρία, χωρίς όμως να προσδιορίζει νομική βάση για τη στρατιωτική δράση.

Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017, το χαλιφάτο του ISIS είχε χάσει το 95% των εδαφών του, συμπεριλαμβανομένων δύο από τις σημαντικότερες περιοχές του: της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ, και της Ράκα στη βόρεια Συρία.

Τον Δεκέμβριο του 2018, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι το ISIS είχε ηττηθεί και απέσυρε τους περισσότερους Αμερικανούς στρατιώτες που υποστήριζαν τον συνασπισμό Κούρδων και Αράβων -γνωστό ως Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF)- στη Συρία, ενώ η τελική επίθεση ήρθε το 2019, όταν και έπεσε η Μπαγούζ, ο τελευταίος θύλακας του ISIS.

Σήμερα, πάνω από 9.000 μαχητές του στεγάζονται σε περισσότερες από 20 εγκαταστάσεις των SDF σε όλη τη Συρία, ενώ εκφράζονται φόβοι για ανασύνταξη του ISIS εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας στη Συρία.

Αν κάτι μάθαμε από τον εμφύλιο σπαραγμό της Συρίας, ο οποίος φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε (;) τον Δεκέμβριο του 2024 με την επικράτηση των Ισλαμιστών του HTS και την κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ, είναι ότι ένας τοπικός πόλεμος, που φαινομενικά απασχολεί έναν λαό και μόνο, μπορεί να μετατραπεί σε θέατρο σύρραξης με παγκόσμια χαρακτηριστικά.

Στον εμφύλιο της Συρίας, ο οποίος άρχισε το 2011 όταν το βάναυσο καθεστώς Ασαντ αντιμετώπισε με ωμή βία το κίνημα της Αραβικής Ανοιξης, πήραν μέρος όλοι οι μεγάλοι παγκόσμιοι παίκτες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Οι ΗΠΑ, σε αγαστή συνεργασία με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έπαιξαν τα ρέστα τους έτσι ώστε ο Ασαντ να αποτελέσει παρελθόν. Ενίσχυσαν όσους τον αντιμάχονταν, μεταξύ αυτών και τους Κούρδους και υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης του ISIS βρήκαν τον τρόπο να δηλώσουν πολύ δυναμικά το παρών τους.

Από την άλλη πλευρά η Ρωσία, το Ιράν και η Χεζμπολάχ (που έτσι και αλλιώς στηρίζεται, εξοπλίζεται και χρηματοδοτείται από το Ιράν) φρόντισαν να υπερασπιστούν το καθεστώς. Και η αλήθεια είναι ότι μέχρι πρότινος τα κατάφερναν αρκετά καλά, ο Ασαντ είχε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας και εξακολουθούσε να κυβερνά.

Ομως, όπως ήδη τονίστηκε, ο εμφύλιος της Συρίας επηρέασε και επηρεαζόταν σχεδόν από όλο το πλανήτη. Η Ρωσία από το 2022 δέσμευσε πολύ μεγάλο μέρος της πολεμικής της μηχανής στα μέτωπα της Ουκρανίας ενώ το Ιράν και η Χεζμπολά είχαν αντιμετωπίσουν από τον Οκτώβριο του 2023 ένα αφιονισμένο Ισραήλ το οποίο, υπό το πρόσχημα της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς, έβαλε στο στόχαστρό του τους πάντες στην ευρύτερη περιοχή. Η υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν κρατούσε ζωντανό τον Ασαντ και όταν αυτή εξαφανίστηκε, το καθεστώς κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος (με τους υπερασπιστές του να αρνούνται να πολεμήσουν πλέον γι’ αυτό).

Βεβαίως, η στάση ειδικά της Ρωσίας σηκώνει πολλή κουβέντα, ωστόσο το γεγονός είναι ένα. Την παρτίδα, προσώρας τουλάχιστον, την κέρδισαν οι Τούρκοι και οι Αμερικανοί, αφού τελευταία οι HTS υπό τον Αμπού Μοχάμεντ αλ-Τζολάνι δρούσαν υπό τη στήριξη ή την ανοχή τους. H αντάρτικη αυτή ομάδα και ο επικεφαλής της, που πριν από λίγα χρόνια οι Αμερικανοί τον είχαν επικηρύξει ως τρομοκράτη (πως αλλάζουν οι εποχές) ελέγχει πλέον τη Δαμασκό και το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας.

Κανείς όμως δεν εγγυάται ότι ο εμφύλιος σπαραγμός έφτασε στο τέλος του. Το παράδειγμα της Λιβύης, που μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι, μετατράπηκε στον ορισμό του failed state θα στοιχειώνει τα επόμενα χρόνια το αραβικό κράτος με την περισσότερο μεσογειακή κουλτούρα.

Η εμφύλια σύγκρουση στη Λιβύη, που ξεκίνησε το 2011 έπειτα από την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι (με την επέμβαση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ), είναι ένα από τα πιο περίπλοκα θέματα στη διεθνή πολιτική σκηνή, όπου κάποια δεδομένα χρήζουν διευκρίνισης.

Μύθος 1: Η σύγκρουση αφορά δύο στρατόπεδα

Η κοινή αντίληψη ότι η Λιβύη χωρίζεται ανάμεσα στην κυβέρνηση του Τομπρούκ και τους ισλαμιστές της Τρίπολης είναι υπεραπλουστευμένη. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις είναι πολυδιάστατες και λειτουργούν ως αποκεντρωμένα δίκτυα με διαφορετικά συμφέροντα.

Μύθος 2: Τα προβλήματα είναι εθνικά

Η βία στη Λιβύη συχνά πηγάζει λόγω τοπικών αντιπαραθέσεων κι όχι εθνικών ζητημάτων. Από την επανάσταση του 2011, οι  συγκρούσεις, όπως αυτές στη Βεγγάζη ή στον νότο της χώρας, έχουν τις ρίζες τους σε τοπικές διαφορές ή διαμάχες για τον έλεγχο πόρων. Οι μόνες αμιγώς για εθνικά θέματα συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα σε πολιτικό κι όχι στρατιωτικό επίπεδο. Αυτές περιλαμβάνουν διαμάχες για τον έλεγχο του πετρελαίου της χώρας και της κεντρικής τράπεζας.

Μύθος 3: Ισλαμιστές εναντίον αντι-ισλαμιστών

Η σύγκρουση παρουσιάζεται συχνά ως μάχη ανάμεσα σε ισλαμιστές και αντι-ισλαμιστές, αλλά αυτή η διχοτόμηση είναι παραπλανητική. Στη Λιβύη υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα συντηρητισμού μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών ομάδων όλων των πλευρών, που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν εύκολα σε αυτό το δίπολο.

Πέραν τούτων, αξίζει να σημειωθεί πως η Λιβύη έχει βιώσει μια ασύλληπτη τραγωδία τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με την οργάνωση Airwars, σκοτώθηκαν έως και 3.400 πολίτες, ενώ στη συνέχεια οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν περισσότερες από 550 επιθέσεις με drones.

Η διεθνής ανάμειξη στη σύγκρουση περιέπλεξε περαιτέρω την κατάσταση. Οι περιφερειακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, υποστήριξαν τον στρατηγό Χαφτάρ, παρόλο που και η Ρωσία βρίσκεται στο πλευρό του. Την ίδια στιγμή, άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Τουρκία και το Κατάρ, στηρίζουν την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας, που ελέγχει τη δυτική Λιβύη. Αυτές οι παρεμβάσεις όχι μόνο δεν βοήθησαν, αλλά επιδείνωσαν τη σύγκρουση, βυθίζοντας τη χώρα ακόμη περισσότερο στο χάος.

Οι ανθρώπινες απώλειες του εμφυλίου πολέμου χαρακτηρίζονται ως «ανυπολόγιστες» από ανώτερο αξιωματούχο των Ηνωμένων Εθνών. Η σύγκρουση έχει εκτοπίσει, επίσης, περισσότερα από 1,4 εκατομμύρια πολίτες, ενώ ακόμη και σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες Λίβυοι παραμένουν εσωτερικά εκτοπισμένοι, ζώντας υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Περισσότερα από δέκα χρόνια εμφυλίου πολέμου έχουν στοιχίσει τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και έχουν οδηγήσει την Υεμένη σε μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές καταστροφές στον κόσμο.

Παιδιά στην Υεμένη δείχνουν έγγραφα προκειμένου να λάβουν μερίδες φαγητού που παρέχονται από τοπική φιλανθρωπική οργάνωση, στη Σαναά της Υεμένης
AP Photo/Hani Mohammed, File

Η Υεμένη, μια χώρα που μαστίζεται από φυλετικές διαιρέσεις και οικονομικές δυσκολίες, βρέθηκε στο επίκεντρο των αναταραχών της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Διαδηλωτές υπέρ της δημοκρατίας βγήκαν στους δρόμους, απαιτώντας την παραίτηση του Προέδρου Άλι Αμπντάλα Σάλεχ, ο οποίος κυβερνούσε επί 33 χρόνια.

Μέχρι τον Μάρτιο, οι συγκρούσεις στη Σαναά, την πρωτεύουσα της χώρας, είχαν οδηγήσει σε θανάτους διαδηλωτών, ενώ κορυφαίος διοικητής υποστήριξε την αντιπολίτευση, εντείνοντας τη βία. Τον Νοέμβριο, ο Αμπέντ Ράμπο Μανσούρ Χάντι ανέλαβε την εξουσία μέσω διεθνούς συμφωνίας, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του προκάλεσαν την αντίδραση των σιιτών ανταρτών Χούθι, των οποίων ηγείται ο Αμπντούλ-Μαλίκ αλ-Χούθι. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2014, οι Χούθι είχαν καταλάβει τη Σαναά, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να μεταφερθεί στον Άντεν.

Αντικυβερνητικοί διαδηλωτές κατά τη διάρκεια διαδήλωσης με αίτημα την παραίτηση του προέδρου της Υεμένης Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ, στη Σαναά της Υεμένης, Σάββατο 5 Μαρτίου 2011
AP Photo/Muhammed Muheisen

Η κατάσταση κλιμακώθηκε τον Μάρτιο του 2015, όταν η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε επιδρομές για να επαναφέρει τον Πρόεδρο Χάντι, που είχε ανατραπεί από τους Χούθι, οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν.

Δεν πρόκειται, όμως, απλά για έναν εμφύλιο πόλεμο. Αντικατοπτρίζει και την περιφερειακή σύγκρουση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν. Οι αντίπαλοι χωρίζονται κυρίως σε δύο στρατόπεδα: τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις υπό τον Πρόεδρο Χάντι, που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία και διεθνείς συμμάχους, και τους αντάρτες Χούθι, με σύμμαχο το Ιράν. Παράλληλα, εμπλέκονται οι αυτονομιστές του Νότου, με στήριξη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καθώς και τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα και το ISIS.

Οι Χούθι, οι οποίοι ελέγχουν μεγάλο μέρος της βόρειας Υεμένης, έχουν ενισχύσει τη δράση τους λόγω του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, δηλώνοντας ανοιχτά τη στήριξή τους στη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Οι δυνάμεις τους στοχεύουν και επιτίθενται σε εμπορικά πλοία με πυραύλους και drones στην Ερυθρά Θάλασσα και απειλούν αμερικανικά και βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή.

Μαχητές των Χούθι διαδηλώνουν κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης υποστήριξης των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας και κατά των αμερικανικών επιδρομών στην Υεμένη έξω από τη Σαναά, τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024
AP Photo

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη έχει οδηγήσει σε σημαντικές ανθρώπινες απώλειες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των νεκρών υπερβαίνει τις 150.000, συμπεριλαμβανομένων περίπου 14.500 αμάχων. Επιπλέον, η σύγκρουση έχει οδηγήσει σε σοβαρή ανθρωπιστική κρίση, με εκατομμύρια ανθρώπους να αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια και έλλειψη βασικών υπηρεσιών, ενώ υπάρχουν πολλοί περιορισμοί στα δικαιώματα των γυναικών.

Το 2024 η κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω του πολέμου στη Γάζα, με τη διεθνή προσοχή και βοήθεια να μετατοπίζεται σε αυτή την κρίση, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να μειώνεται η χρηματοδότηση και η ανθρωπιστική υποστήριξη προς την Υεμένη, όπου περίπου το 80% του πληθυσμού της, δηλαδή πάνω από 24 εκατομμύρια άνθρωποι, χρειάζονται βοήθεια.

Ουκρανία: Οι 1000 μέρες από τη ρωσική εισβολή και οι υποσχέσεις του Τραμπ για το τέλος του πολέμου

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μετρά πάνω από 1.000 ημέρες πολέμου και πρόκειται για την πιο καταστροφική στρατιωτική σύγκρουση σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Ρωσία εξαπέλυσε πλήρη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, επικαλούμενη λόγους ασφαλείας, όπως την επέκταση του ΝΑΤΟ και την προστασία των ρωσόφωνων πληθυσμών. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους Ουκρανούς ο πόλεμος δεν ξεκίνησε το 2022. Η σύγκρουση στην περιοχή Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας είχε ήδη ξεκινήσει το 2014, ενώ τον Μάρτιο οι Ρώσοι είχαν προχωρήσει στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει έναν από τους μεγαλύτερους εκτοπισμούς πληθυσμών στη σύγχρονη ιστορία. Σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, μέχρι τον Αύγουστο του 2024, περίπου 3,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της Ουκρανίας, ενώ πάνω από 6 εκατομμύρια Ουκρανοί πρόσφυγες έχουν βρει καταφύγιο σε χώρες της Ευρώπης. Η ανθρωπιστική κρίση απαιτεί επείγουσα βοήθεια, με εκατομμύρια ανθρώπους να έχουν ανάγκη από βασικά αγαθά, όπως στέγη, τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα διασχίζει τον ποταμό Ίρπιν σε αυτοσχέδια διαδρομή κάτω από μια γέφυρα που κατέστρεψαν οι ουκρανικές δυνάμεις για να επιβραδύνουν την προέλαση του ρωσικού στρατού, ενώ εγκαταλείπει την πόλη Ίρπιν, Ουκρανία, το Σάββατο 5 Μαρτίου 2022
AP Photo/Vadim Ghirda

Και καθώς βαδίζουμε προς τη συμπλήρωση του τρίτου χρόνου του πολέμου, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποσχέθηκε ότι θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία «μέσα σε 24 ώρες» από την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Ιανουάριο. Σενάριο, πάντως, που δεν φαίνεται τόσο ρεαλιστικό.

Η Ουκρανία, σε κάθε περίπτωση, είναι σε δύσκολη θέση α) από τη διπλωματική πίεση που αναμένεται να ασκήσει η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ για να καταλήξει σε συμφωνία και β) από τη στρατιωτική πίεση που θα ασκήσει η Ρωσία ούτως ώστε να αποδεχθεί την απώλεια περίπου 20% των εδαφών της.

Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της ΕΕ βρίσκονται σε επαγρύπνηση γιατί θεωρούν ότι η συμφωνία μέσω του Αμερικανού προέδρου δεν προσφέρει εγγυημένη ασφάλεια στην Ουκρανία. Η κύρια ανησυχία τους, δε, είναι ότι ο Πούτιν θα χρησιμοποιήσει μια παύση στις μάχες για να ανασυνταχθεί και να επανεξοπλιστεί, αποτελώντας στο μέλλον ακόμη μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Ουκρανοί στρατιώτες σπεύδουν να βοηθήσουν ανθρώπους σε πολυκατοικία που έχει τυλιχθεί στις φλόγες μετά από ρωσικό βομβαρδισμό στο Μπαχμούτ, στην περιοχή του Ντονέτσκ, Ουκρανία, Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022
AP Photo/LIBKOS

Η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου του 2023 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην παλαιστινιακή τραγωδία, η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μέχρι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις για το τι μέλλει γενέσθαι.

Το Ισραήλ, μετά από χρόνια ασφυκτικών περιορισμών και ελέγχων, τόσο στη Λωρίδα της Γάζας όσο και στη Δυτική Όχθη, σε απάντηση της αιφνιδιαστικής, όπως χαρακτηρίστηκε, επίθεση της Χαμάς, εξαπέλυσε μία σφοδρή αντεπίθεση, η οποία αποδεικνύεται πως έχει έναν και μόνο στόχο. Την εξόντωση του παλαιστινιακού λαού. “Παλεύουμε με ανθρώπινα ζώα. Και πρέπει να δράσουμε αναλόγως” συμβούλευε τους στρατιώτες του ο πρώην υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Γιοάβ Γκάλαντ, κατά την έναρξη του πολέμου.

Μετά από 14 μήνες ανελέητου σφυροκοπήματος, διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, η Διεθνής Αμνηστία, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαπίστωσαν και ανέφεραν σε σχετικές εκθέσεις τους ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα. Αυτό υποδεικνύει η σκόπιμη στέρηση πόσιμου νερού και η διάλυση των υποδομών ύδρευσης και αποχέτευσης σχεδόν στο σύνολο της Γάζας, από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις, η διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και η απαγόρευση εισόδου τροφίμων, ανθρωπιστικής βοήθειας και καυσίμων από τις ισραηλινές αρχές και οι διαρκείς επιθέσεις σε νοσοκομεία και καταφύγια.

Πρόκειται για μία ανθρωπιστική καταστροφή, χειρότερη και από τη Νάκμπα του 1948, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς (45.206 έως και την 20η Δεκεμβρίου 2024), εκατομμύρια εκτοπισμένους, και μια χώρα ισοπεδωμένη στην κυριολεξία.

Μια livestream γενοκτονία η οποία ξεσήκωσε τις έντονες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας, με εκατοντάδες διαδηλώσεις αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό να έχουν οργανωθεί τον τελευταίο χρόνο σε όλο τον κόσμο. Από τις δυναμικές καταλήψεις στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ έως τις μαζικές συγκεντρώσεις σε πρωτεύουσες της Ευρώπης, της Ασίας ακόμα και της Αφρικής, πολλές φορές μάλιστα με τη συμμετοχή Εβραίων, οι οποίοι βροντοφώναζαν “Not in our names”.

Ακόμα και στο εσωτερικό του Ισραήλ, η οργή κατά του Νετανιάχου αυξάνεται, με χιλιάδες πολίτες να διαδηλώνουν, απαιτώντας την επιστροφή των Ισραηλινών ομήρων και την άμεση διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα.

Ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς, όπως ήταν αναμενόμενο, συμπαρέσυρε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή σε ένα επικίνδυνο και αιματηρό γαϊτανάκι βίας. Από τις επιθέσεις του Ιράν στο Ισραήλ μέχρι την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα οι συνομιλίες για συμφωνία κατάπαυσης πυρός έχουν αποτύχει παταγωδώς ενώ ΕΕ και ΗΠΑ παρακολουθούν τις εξελίξεις από απόσταση, περιορίζοντας τις κινήσεις τους σε εκκλήσεις για εκεχειρία. Ακόμα και το ένταλμα σύλληψης Νετανιάχου και Γκάλαντ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο φαίνεται ανεπαρκές να ανακόψει αυτή την κτηνωδία που εξελίσσεται μόλις 1.400 χιλιόμετρα μακριά μας.