Το 2024 έφερε την πτώση του Άσαντ, αλλά όχι και ειρήνη στη Συρία. Οι εξελίξεις στην πολύπαθη χώρα αντιθέτως προβληματίζουν συνολικά την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα την Ελλάδα.

Διότι το προσφυγικό δεν λύθηκε με την αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό. Και όχι μόνο δεν εκπληρώνονται οι αρχικές προσδοκίες ορισμένων για μαζική επιστροφή Σύρων προσφύγων στη χώρα τους. Αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να ξεκινήσουν και νέες προσφυγικές ροές, αυτή τη φορά για να ξεφύγουν από τους τζιχαντιστές.

Στην Αθήνα διαπιστώνουν τους κινδύνους που δημιουργούνται με την εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία, αλλά και όσο δεν έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση στη Δαμασκό. Τα αναχώματα που προσπαθεί να στήσει η κυβέρνηση.

Καθώς και ο κίνδυνος η Συρία να γίνει Λιβύη ή Ιράκ και μάλιστα επί τρία. Δηλαδή να υπάρχει ένα κέντρο εξουσίας υπό τους τζιχαντιστές και τον έλεγχο της Τουρκίας, ένα κέντρο εξουσίας υπό τον έλεγχο των Κούρδων και ένα υπό τον έλεγχο του Ισραήλ.

Η ΕΕ βέβαια ως συνήθως παρακολουθεί μάλλον αμήχανη τις γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως φάνηκε και στη Σύνοδο Κορυφής την Πέμπτη. Οι κυβερνήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία, εκτός από τα δικά τους βάσανα, πιέζονται από την άκρα δεξιά για απελάσεις προσφύγων. Ωστόσο ακόμη και η Ευρώπη να ξεχνούσε τις αρχές της και να προχωρούσε σε απελάσεις προσφύγων, αυτές δε θα έλυναν το πρόβλημα, αφού απλώς θα επιδεινωνόταν η αστάθεια και θα ξεκινούσαν νέες ροές. Εν τω μεταξύ οι ροές από Λιβύη δεν έχουν σταματήσει.

Το μόνο που μπορεί να κάνει η ΕΕ (και η Ελλάδα) λοιπόν είναι να ενθαρρύνει τυχόν εθελοντικές επιστροφές, να κρατά στον πάγο τις αιτήσεις ασύλου που ανέφεραν ως λόγο φυγής από τη Συρία το καθεστώς Άσαντ και κυρίως να προσπαθήσει να διασφαλίσει την επόμενη ημέρα στη Δαμασκό.

Η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο και την Αυστρία έχουν ζητήσει με επιστολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων τον ορισμό ειδικού απεσταλμένου της ΕΕ στη Συρία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε άλλωστε στη Σύνοδο Κορυφής ότι η ΕΕ πρέπει να είναι παρούσα και να έχει λόγο και ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας στη Συρία, που θα είναι καθοριστική για την περιοχή και για το προσφυγικό.

Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή θετικά από τις Βρυξέλλες. Απεσταλμένος για τη Συρία επομένως θα οριστεί, αλλά πότε και ποιος μένει να φανεί και σίγουρα μετά τις γιορτές. Διότι κλασικά η ΕΕ κινείται με τους συνήθεις αργούς ρυθμούς της. Επομένως… καλά Χριστούγεννα.

Με την επιστολή αυτή όμως Αθήνα και Λευκωσία ήθελαν κυρίως να επισημανθεί ότι η ΕΕ έχει κοινά θαλάσσια σύνορα με τη Συρία. Διότι οι ΑΟΖ Κύπρου και Συρίας εφάπτονται και τα σύνορα της Κύπρου είναι σύνορα της ΕΕ. Ο λόγος για τον οποίο Ελλάδα και Κύπρος έσπευσαν να τονίσουν την ανάγκη ένας ειδικός απεσταλμένος της ΕΕ στη Δαμασκό να διασφαλίσει και τα θαλάσσια σύνορα της Ευρώπης με τη Συρία έχει βέβαια να κάνει με την ανάγκη να στηθούν “αναχώματα” στα σχέδια της Τουρκίας.

Σχέδια τα οποία, όπως έχει γράψει το NEWS 24/7 και επιβεβαιώνεται από διαρροές σε τουρκικά ΜΜΕ, αφορούν στη σύναψη μίας συμφωνίας Τουρκίας- Συρίας για την ΑΟΖ. Συμφωνία στα πρότυπα του τουρκολιβυκού μνημονίου, ώστε Άγκυρα και Δαμασκός να μοιράσουν τη θαλάσσια περιοχή όπου βάσει του διεθνούς δικαίου φτάνει η κυπριακή ΑΟΖ και η Τουρκία να αποκτήσει μία θαλάσσια “γλώσσα” ανατολικά της Κύπρου.

Ο κ. Μητσοτάκης και ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης ενημέρωσαν τους Ευρωπαίους εταίρους για τα σχέδια αυτά στο δείπνο των ηγετών το βράδυ της Πέμπτης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έσπευσε δε στη συνέχεια να επισημάνει ότι “όχι μόνο κατά την άποψη της Ελλάδος αλλά και της ΕΕ το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι παράνομο και άκυρο.”

Βέβαια αυτό δεν έχει εμποδίσει την Άγκυρα να το επικαλείται. Η Τουρκία άλλωστε επιδιώκει νομιμοποίηση των διεκδικήσεων της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μέσα από διμερείς συμφωνίες. Διότι πολύ απλά δεν έχει το διεθνές δίκαιο με το μέρος της. Εφόσον συνάψει και ένα τουρκοσυριακό μνημόνιο, θα το επικαλείται και αυτό στον ελληνοτουρκικό διάλογο, θέλοντας να αποφύγει τη συζήτηση για καθορισμό ΑΟΖ βάσει του διεθνούς δικαίου εν όψει μίας ενδεχόμενης θεωρητικά προσφυγής στη Χάγη.

Λόγω αυτής της στάσης της Άγκυρας, η οποία επιπλέον επιμένει να βάζει όλες τις παράλογες διεκδικήσεις της στο τραπέζι, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε προσφάτως ότι: “Αυτή τη στιγμή δεν βλέπω προοπτική για συμφωνία με την Τουρκία”.

Εν τω μεταξύ στην Αθήνα προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα όσον αφορά στο προσφυγικό, το οποίο αποτελεί ένα “ευαίσθητο” θέμα για τη βάση της Νέας Δημοκρατίας. Ήδη μάλιστα οι βουλευτές δέχονται πιέσεις από το δεξιό κοινό, που προσδοκά επιστροφές προσφύγων στη Συρία παρότι αυτό δεν είναι ρεαλιστικό, και ανησυχούν για νέα προσφυγική κρίση.

Η κυβέρνηση επικαλείται ότι οι ροές δεν έχουν αυξηθεί τις τελευταίες αυτές ημέρες. Τα απανωτά ναυάγια με πρόσφυγες και μετανάστες όμως σε Κρήτη και Δωδεκάνησα δείχνουν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Το πάγωμα των αιτήσεων ασύλου περίπου 9.000 Σύρων σημαίνει μάλιστα ότι το υπουργείο Μετανάστευσης πρέπει να κρατήσει τους ανθρώπους αυτούς σε δομές και ταυτόχρονα να διαχειριστεί νέες ροές. Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει σχέδιο για δημιουργία δέκα νέων προσφυγικών δομών στην ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε να μην “βουλιάξουν” τα νησιά. Αυτό όμως μετά βεβαιότητας θα φέρει νέες γκρίνιες από βουλευτές της ΝΔ λόγω πίεσης εκ δεξιών. Σε πρώτη φάση πάντως θα μεταφερθούν άτομα από τις νησιωτικές δομές που είναι στο 100% στις ηπειρωτικές δομές που είναι στο 67%.

Στην Ελλάδα βέβαια διαμένει μικρός αριθμός Σύρων προσφύγων σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα, όπως έχει αναφέρει ο υπουργός Μετανάστευσης Νίκος Παναγιώτοπουλος, μέχρι το τέλος του 2023 στις χώρες της ΕΕ κατοικούσαν με άδεια διαμονής περίπου ένα εκατομμύριο Σύροι. Εξ αυτών οι 700.000 διέμεναν στη Γερμανία, ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός των Σύρων προσφύγων με άδεια διαμονής ήταν περίπου 14.000 στα τέλη του 2023 και στην Κύπρο 10.000.

Ωστόσο ενώ τα βλέμματα είναι στραμμένα ευλόγως στη Συρία, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές που έχουν αυξηθεί σταδιακά τον τελευταίο χρόνο δεν προέρχονται μόνο από την Μέση Ανατολή, αλλά κυρίως από τη Βόρεια Αφρική. Το θέμα της Λιβύης δεν είναι άλλωστε πρώτο στην επικαιρότητα, αλλά παραμένει ένας βασικός παράγοντας στο προσφυγικό/μεταναστευτικό.