Η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και συγκεκριμένα σε βασικά αγαθά επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για μια απόφαση που κρύβει αρκετές δυσκολίες και δεν είναι εύκολη υπόθεση για καμία κυβέρνηση στον δυτικό κόσμο. Και αυτό για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, πρόκειται για ένα ακριβό μέτρο. Σύμφωνα με ασκήσεις που έχει «τρέξει» κατά διαστήματα το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η μείωση του ΦΠΑ αποτελεί μια ακριβή λύση.
Μόνο για το ψωμί, η μείωση του ΦΠΑ κοστίζει κοντά στα 200 εκατομμύρια ευρώ και για το κρέας περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ. Η λύση της μείωσης του ΦΠΑ θα στοίχιζε 3- 3,5 δισ. ευρώ το έτος.
Για να μειωθεί ο βασικός συντελεστής του ΦΠΑ κατά μία μονάδα (από το 24% στο 23% και από το 13% στο 12%) απαιτείται δημοσιονομικός χώρος άνω του 1,3 δισ. ευρώ. Πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος συνεπάγονται και οι «στοχευμένες» μετατάξεις βασικών κατηγοριών τροφίμων από τον χαμηλό συντελεστή του 13% στον υπερχαμηλό συντελεστή του 6%. Για κάθε βασική κατηγορία (π.χ. γαλακτοκομικά), απαιτούνται από 150-200 εκατ. ευρώ, ανάλογα με τον όγκο της κατανάλωσης.
Δεύτερον, θεωρείται ένα αβέβαιο μέτρο. Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της μείωσης του ΦΠΑ είναι πως κανείς δεν είναι βέβαιος ότι αυτή θα περάσει στον καταναλωτή και δεν θα χαθεί κάπου στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα πχ. ένα κιλό φέτα πωλείται σήμερα προς 13,6 ευρώ εάν μειωνόταν ο ΦΠΑ κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες η τιμή του προϊόντος θα έπρεπε να μειωθεί κατά 30 λεπτά του ευρώ.
Πόσο σίγουρο είναι αυτή η μικρή μείωση δεν θα χαθεί κάπου στη διαδρομή της εφοδιαστικής αλυσίδας; Βέβαια εδώ ο αντίλογος είναι πως η κυβέρνηση θα έπρεπε ήδη να είχε τα «όπλα» που θα εξασφαλίζουν ότι η μείωση θα φαινόταν στο ράφι και τελικά στη τσέπη του καταναλωτή.
Πέρα όμως από το γεγονός για το ότι πρόκειται για ένα ακριβό μέτρο η αβέβαιο μέτρο, η μείωση του ΦΠΑ και όχι μόνο πλέον «βρίσκει» και στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και την λεγόμενη κλειδωμένη οροφή δαπανών.
Για την Ελλάδα, ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών έχει οριστεί στο 3,7% για το 2025 (περίπου 3,5 δισ. ευρώ), στο 3,6% το 2026, στο 3,1% το 2027 και στο 3% το 2028.
Εάν η χώρα θελήσει να δαπανήσει το επόμενο έτος επιπλέον π.χ. 1 δισ. ευρώ από το όριο των 3,5 δισ. ευρώ πχ να γίνει μετάταξη στο υπερμειωμένο συντελεστή για τρία βασικά προϊόντα (κρέας, γάλα, ψωμί) τότε θα πρέπει το πρόσθετο αυτό ποσό να βρεθεί από αλλού.
Οι λύσεις που συζητούνται είναι οι εξής:
1) Επιβολή νέων φόρων ή αύξηση των υπαρχόντων.
2) Έσοδα σε μόνιμη βάση που μπορούν να προκύψουν ή από την άνοδο του ΑΕΠ, ή από άλλες πηγές όπως η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Άρα η πάταξη της φοροδιαφυγής θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για τη μείωση του ΦΠΑ, αν και η κυβέρνηση φαίνεται πως δίνει προτεραιότητα στη μείωση των άμεσων φόρων.
Ο μέσος κανονικός συντελεστής στην ΕΕ βρίσκεται στο 21,6%.
Στη σχετική λίστα των κρατών-μελών της ΕΕ , προηγούνται η Ουγγαρία με 27%, η Κροατία, η Δανία και η Σουηδία με 25% και ακολουθούν η Ελλάδα με τη Φινλανδία με 24%.
Ταυτόχρονα, το Λουξεμβούργο επιβάλλει τον χαμηλότερο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ στο 17% και έπεται η Μάλτα με 18%, ενώ η Κύπρος, η Γερμανία και η Ρουμανία έχουν τον συντελεστή ΦΠΑ στο 19%.
Σε ό,τι αφορά τις πέντε ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή την Ισλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο η Ελβετία επιβάλλει κανονικό συντελεστή ΦΠΑ στο 8,1%.
Πηγή: ΟΤ