«Εγώ παρέμεινα στο όχημα, όπως είναι ο κανόνας,  έχοντας παρκάρει το όχημα με την μούρη κοντά στην είσοδο του καταστήματος. Το πάρκαρα με αυτήν την φορά για να είναι πιο κοντά στην είσοδο η δεξιά πόρτα που κατεβαίνει ο συνοδός μου για να παραδώσει τα λεφτά. Παρατηρούσα τον γύρω χώρο από τα τζάμια και τους καθρέφτες χωρίς να έχω δει κάτι ύποπτο πιο πριν. Πρέπει να είχαν περάσει λίγα λεπτά γύρω στα πέντε από τότε που είχε μπει στο κατάστημα ο συνοδηγός , όταν ξαφνικά σταμάτησε ακριβώς πίσω και κολλητά στο φορτηγό της χρηματαποστολής ένα όχημα σκούρο πράσινο, με σκοπό να μου κλείσει τη διαφυγή. Αντιλήφθηκα από τον καθρέφτη τρία άτομα τα οποία είχαν ήδη κατέβει από το αμάξι να τρέχουν από αριστερά προς τις πλαϊνές πόρτες του οδηγού και στη συνέχεια του συνοδηγού του βαν της χρηματαποστολής. Ένα άτομο ενώ πλησίαζαν μου φάνηκε να είναι σκυμμένος στα λάστιχα, χωρίς να καταλάβω τι κάνει, και σχεδόν ταυτόχρονα είδα άλλον να έρχεται μπροστά στο παρμπρίζ, να μου δείχνει ένα αντικείμενό και στη συνέχεια να το κολλάει στο τζάμι μπροστά όπου καθόμουν εγώ. Το ίδιο άτομο μόλις άφησε το αντικείμενο στο τζάμι, σήκωσε και με στόχευσε με ένα πολυβόλο όπλο χρώματος μαύρο, φωνάζοντας “άνοιξε” στα ελληνικά. Επίσης μπροστά μαζί του είχε έρθει άλλο ένα άτομο το οποίο έριξε μπογιά στο παρμπρίζ εκεί που είχε αφήσει ο πρώτος το αντικείμενο. Τα τζάμια είναι αλεξίσφαιρα, πλην όμως δεν ήμουν σίγουρος ότι αντέχουν ριπές από πολεμικό όπλο. Τρομοκρατήθηκα και σκέφτηκα ότι είτε θα ανοίξω είτε θα με σκοτώσουν επί τόπου».

Έξι προφυλακίσεις  μετρά η υπόθεση της ληστείας μαμούθ στο Λαύριο τον περασμένο Σεπτέμβριο, με τα περισσότερα χρήματα, από το 1,2 εκατομμύρια ευρώ, όμως, να έχουν κάνει «φτερά» όπως όλα δείχνουν στο …εξωτερικό.

Όλοι αρνούνται την εμπλοκή τους εκτός από έναν κατηγορούμενο που ομολόγησε τη ληστεία και έδωσε ονόματα, δρομολόγιο ακόμα και το ποια οχήματα χρησιμοποιήθηκαν.

Ο άνθρωπος εκ των έσω ,που υποψιάζονταν από την πρώτη στιγμή οι αστυνομικοί, δεν ήταν άλλος από τον οδηγό της χρηματαποστολής ο οποίος τόσο στην πρώτη του κατάθεση ,λίγα λεπτά μετά τη ληστεία όσο και στην απολογία του που παρουσιάζει η «Ζούγκλα» ,αρνήθηκε κάθε ανάμειξη .

Υποστήριξε ότι εξαιτίας  της απειλής ,του όπλου άνοιξε με το χειριστήριο την πλαϊνή πόρτα δεξιά :

«Στη συνέχεια μπήκε από την ανοιχτή πόρτα ο δράστης που είχε πετάξει τη μπογιά και μου φώναξε “πίσω, άνοιξε”, δείχνοντας μου με τον αντίχειρα πίσω, εννοώντας να ανοίξω τον πίσω χώρο του βαν όπου βρίσκονται οι σακούλες με τα χρήματα. Πίσω από αυτόν εμφανίστηκε άλλος ένας δράστης ο οποίος κρατούσε με το δεξί του χέρι ένα πιστόλι το οποίο δεν κατάλαβα τι χρώμα ήταν, ήταν όμως γυαλιστερό. Αυτός δε μπήκε μέσα στο βαν αλλά περίμενε από έξω. Μόλις άνοιξα μπήκε μέσα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και οι δράστες δε μου άφησαν το περιθώριο να πατήσω καν το μπουτόν πανικού. Επίσης ούτε μετά τη ληστεία το πάτησα αφού ενημέρωσα κατευθείαν τον συνάδελφο μου και αυτός πήρε το 100.Η εμπλοκή μου με αυτή την δυσάρεστη υπόθεση, έγκειται στο γεγονός ότι η Αστυνομία με θεωρεί ύποπτο συμμέτοχης σε αυτή την ληστεία, καθώς από μια σειρά συμπτώσεων εξάγονται παντελώς λανθασμένα συμπεράσματα τα οποία όμως στερούνται οποιασδήποτε λογικής βάσης και εξήγησης».

Ο οδηγός υποστηρίζει στην απολογία του ότι το  ένα από τα δύο ύποπτα τηλέφωνα που χρησιμοποιήθηκαν αποδίδεται στον ίδιο χωρίς να ισχύει.

«Η Αστυνομία παραβλέπει και αποκρύπτει εντέχνως το γεγονός ότι αμέσως μετά την ληστεία, παρέλαβε το κινητό μου για έλεγχο, και φυσικά δεν βρέθηκε στην κατοχή μου κανένα άλλο τηλέφωνο, ποσώ δε μάλλον το επίδικο. Επίσης δεν βρέθηκε καμία τηλεφωνική συσκευή στο σημείο, έτσι ώστε να υποθέσει κάποιος ότι πχ την απέρριψα ή την έκρυψα. Ούτε κάποιος μάρτυρας καταθέτει κάτι σχετικό με αυτό».

Στην απολογία του παραδέχεται  ότι κατηγορούμενοι ήταν συμμαθητές του ενώ αποκαλύπτει ότι ούτε κατά τη διάρκεια αλλά ούτε μετά πάτησε το κουμπί πανικού ,που προβλέπεται σε αυτές τις καταστάσεις.