Το μωσαϊκό της θνησιμότητας στις διαφορετικές περιοχές της Αττικής την τελευταία δεκαετία δείχνει το πόσο η ποιότητα και η διάρκεια ζωής αλλάζει με όρους κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Μπορεί στην Ελλάδα οι δαπάνες υγείας από τα νοικοκυριά να μειώθηκαν την περασμένη δεκαετία, ωστόσο αυτό δεν έγινε λόγω κάποιας βελτίωσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας αλλά λόγω των συνολικά μειωμένων εισοδημάτων των πολιτών ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης.
Τα στοιχεία της θνησιμότητας ανάμεσα στις περιοχές της Αττικής αναδεικνύουν τις σημαντικές διαφορές που βασίζονται σε κοινωνικά και ταξικά κριτήρια.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα παραμένει η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία οι πολίτες πληρώνουν τα περισσότερα χρήματα για δαπάνες υγείας από την τσέπη τους, συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη. Την ίδια στιγμή η χώρα είναι η τελευταία σε αριθμό νοσηλευτών κατά κεφαλήν, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, σύμφωνα πάντα με την ίδια έκθεση.
Όλα αυτά φαίνεται πως είναι καθοριστικοί παράγοντες για τις διαφοροποιήσεις στο προσδόκιμο ζωής των πολιτών που ζουν στην Αττική, όπως καταγράφει και η μελέτη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Δ.Ε.Μ.).
Αξιοποιώντας τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, το Ινστιτούτο κατέγραψε τις διαφορές στην θνησιμότητα ανά περιοχή της Αττικής, σε τρεις χρονικές στιγμές, του 2014, του 2019 και του 2021 και χωρίζοντας την Αττική σε πέντε μέρη, τον Βόρειο Τομέα, τον Νότιο, τον Δυτικό, τον Κεντρικό και τον τομέα Πειραιά και νήσων, χαρτογραφώντας την κατάσταση που επικρατεί την τελευταία δεκαετία.
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από την σύγκριση των στοιχείων, είναι πως την τελευταία δεκαετία η θνησιμότητα παρουσιάζει αυξητική πορεία, με τους δείκτες του 2021 να είναι σαφώς υψηλότεροι από του 2019 αλλά και του 2014. Η αύξηση μεταξύ των δύο πιο πρόσφατων δεικτών, δηλαδή από το 2019 μέχρι το 2021, είναι σημαντική γεγονός που φαίνεται να οφείλεται κυρίως στην πανδημία του Covid-19.
Δύο με τρεις περισσότεροι θάνατοι ανά 100 κατοίκους στις φτωχότερες περιοχές
Από εκεί και πέρα, ο διαχωρισμός της Αττικής σε περιοχές δείχνει τις διαφορές στη θνησιμότητα, που φαίνεται να βασίζονται σε κοινωνικά και ταξικά κριτήρια.
Στον Προτυποποιημένο Δείκτη Θνησιμότητας, ο Βόρειος Τομέας Αθηνών έχει καταγράψει 8,7 θανάτους ανά 100 κατοίκους το 2014, 9,3 θανάτους το 2019 και 12,3 θανάτους το 2021. Ο Νότιος Τομέας, τα αντίστοιχα χρόνια, κατέγραψε 9,1 θανάτους ανά 100 κατοίκους, 10,6 και 11,8.
Αυτές είναι οι καταγραφές στις δύο πιο εύπορες περιοχές της Αττικής. Τα πράγματα όμως αλλάζουν σημαντικά όταν κοιτάξουμε την άλλη πλευρά της περιφέρειας, εκεί που ζουν, σύμφωνα με την απογραφή, οι πολίτες των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, δηλαδή την Δυτική Αθήνα, το Κέντρο και τον Πειραιά.
Στον Δυτικό Τομέα λοιπόν, ο Προτυποποιημένος Δείκτης Θνησιμότητας κατέγραψε 10.4 θανάτους ανά 100 κατοίκους το 2014, 11.5 θανάτους το 2019 και 13.9 θανάτους το 2021. Αναλογικά δηλαδή, σχεδόν 2 θανάτους ανά 100 κατοίκους περισσότερους από τα Βόρεια και τα Νότια της Αττικής. Αντίστοιχα, στον Κεντρικό Τομέα καταγράφηκαν το 2014 10.3 θάνατοι ανά 100 κατοίκους, 12.4 θάνατοι το 2019 και 14.1 θάνατοι το 2021. Τέλος, Πειραιάς και νήσοι κατέγραψαν 11.1 θανάτους το 2014, 12.9 το 2019 και 14.9 το 2021, πλησιάζοντας αύξηση 3 θανάτων ανά 100 κατοίκους συγκριτικά με τον Βόρειο και τον Νότιο Τομέα της Αττικής.
“Η σύγκριση των στοιχείων δείχνει πως οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις των περιοχών της Αττικής έχουν άμεση σχέση με τη θνησιμότητα”, υπογραμμίζει στο NEWS 24/7 o καθηγητής Δημογραφίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, Βύρωνας Κοτζαμάνης. “Ζούμε περισσότερο στις πλέον εύπορες περιοχές και λιγότερο στις φτωχότερες και η διαφοροποίηση αυτή είναι ξεκάθαρη μέσα στην ίδια Περιφέρεια”, συμπληρώνει.
Ο καθηγητής εξηγεί πως η διαφοροποίηση στο εσωτερικό της Αττικής είναι σταθερή ανά τα χρόνια και τις συνθήκες, είτε η χώρα περνά οικονομική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώθηκε μείωση του προσδόκιμου ζωής, είτε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου οι θνησιμότητα αυξήθηκε αλλά και εκεί αυτό συνέβη αναλογικά περισσότερο στις φτωχότερες περιοχές.
“Ειδικά για την πανδημία, ακούγεται κατά κόρον στην τηλεόραση και γενικότερα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης πως η χώρα τα πήγε καλά. Δεν τα πήγαμε καθόλου καλά“, τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης. “Σύμφωνα με τους δείκτες, ανάμεσα στο 2019 και στο 2022, η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη μείωση προσδόκιμου ζωής από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες πλην των πρώην σοσσιαλιστικών”, υπογραμμίζει.