Οι μεγάλες σιδερόφρακτες είσοδοι με τα προστώα που στηρίζονταν σε κολόνες κορινθιακού ρυθμού άνοιγαν ακριβώς στις 22.00. Οι νεαρές κυρίες με ακριβές τουαλέτες -ραμμένες κατά παραγγελία από την Κιούκα ήδη από το καλοκαίρι- και οι συνοδοί τους με ακριβά κοστούμια από μαλλί και μετάξι έμπαιναν στο αρχοντικό είτε από την πόρτα επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας είτε από την πλαϊνή στην Πέτρου Συνδίκα. 

Η βίλα Σιάγα φορούσε τα καλά της, τα λαμπιόνια τής έδιναν τη δέουσα λάμψη και τα ρεβεγιόν του Θανάση Παπαγεωργίου για την υποδοχή του νέου έτους άφησαν εποχή. 

Ο Νίκος Καλόμοιρος, ο Νίνος Χατζηγεωργίου, η Ζέτα Χατζηγεωργίου της γνωστής οικογένειας των καπνέμπορων, ο Σταύρος Κωνσταντινίδης (της εταιρείας ζυμαρικών ΜΑΚΒΕΛ) κι ο πιο κοσμικός από όλους ο Λάκης Κλεώπας, ο οποίος συγκέντρωνε γύρω του μεγάλες παρέες που ήθελαν να ακούσουν ιστορίες για το ταξίδι του με τη Μπέτυ Λιβανού στο Ρίο ή τα βράδια της Έλενας Ναθαναήλ στη Θεσσαλονίκη, ήταν εκεί.

Κάτι άλλο που επίσης εντυπωσίαζε τα παιδιά της έπαυλης ήταν τα δώρα, τα οποία έφερναν οι μεγάλοι στο πάρτι. Και σε ένα από εκείνα τα ρεβεγιόν η Αταλάντη εντυπωσιάστηκε από τον τελευταίο δίσκο του Σαρλ Αζναβούρ με το κατακόκκινο εξώφυλλο, τον οποίο έφερε ως δώρο ο Λάκης Κλεώπας. Και σήμερα κοσμεί το σαλόνι της. Πώς βρέθηκε εκεί; Μεγάλη ιστορία…

Μερικά χρόνια πριν από τα πάρτι του Θανάση, ο πατέρας της Σωτήρης Σιάγας και η σύζυγός του, Ίρμα, διοργάνωναν οικογενειακές συναθροίσεις για τις γιορτές, μάλιστα ο πατέρας της ντυνόταν πάντα Αϊ Βασίλης και μοίραζε δώρα. «Κι όταν αργότερα δεν υπήρχαν μικρά παιδιά στο σπίτι, ντυνόταν για τους φίλους του. Ήταν μια παράδοση που δεν τη χαλούσε». 

Τα παιδιά περίμεναν πώς και πώς τον Αϊ Βασίλη να τους μοιράσει δώρα και γλυκά, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα όπου έλεγαν τρομακτικές ιστορίες για παράξενα πλάσματα της σοφίτας και την κλειδαμπαρωμένη πόρτα στο υπόγειο. «Τι χρειάζεται το καταφύγιο; Θα γίνει πόλεμος;», «Έχει και φαντάσματα στη σοφίτα ή μόνο αράχνες;»… Παιδιά ήταν, ο τρόμος τα συγκινούσε…

Τα ρεβεγιόν ωστόσο του Θανάση Παπαγεωργίου στο αρχοντικό της οικογένειας έχουν αφήσει εποχή στην κοσμική -και όχι μόνο- Θεσσαλονίκη. Βερμούτ, ακριβό κονιάκ και ουίσκι συνόδευε τη μουσική, τα ζευγάρια χόρευαν κατά μόνας ή όλοι μαζί, το κέφι εκτοξευόταν κι όταν άλλαζε ο χρόνος και έσβηναν τα φώτα ανάμεσα στις ευχές κυριαρχούσε η φράση «και του χρόνου πάλι εδώ». 

Κι έτσι την άλλη χρονιά οι ετοιμασίες ξεκινούσαν από νωρίς, όλοι ανυπομονούσαν να πάρουν τη σχετική πρόσκληση, αναζητούσαν από νωρίς τι θα φορέσουν και τι δώρο θα φέρουν στο αρχοντικό των Σιάγα -στο οποίο έμενε και η κόρη της οικογένειας με τη δική της οικογένεια, η Δήμητρα Παπαγεωργίου.

Πλην των ρεβεγιόν, ονομαστά έμειναν και τα αποκριάτικα πάρτι του Σωτήρη και της Ίρμας Σιάγα. Και για αυτά οι προετοιμασίες ξεκινούσαν από πολύ νωρίς, οι οικοδεσπότες μάλιστα φρόντιζαν να φορούν τα πιο ιδιαίτερα και περίτεχνα κοστούμια.

Η μόνη φορά που ο αποκριάτικος χορός στου Σιάγα ματαιώθηκε ήταν το 1964 κι αυτό γιατί λίγες μέρες πριν, στις 6 Μαρτίου 1964, πέθανε ο βασιλιάς Παύλος και η χώρα ήταν σε πένθος.

Η Αταλάντη Σιάγα που γεννήθηκε, βαφτίστηκε και μεγάλωσε στη βίλα της οδού Βασ. Όλγας και Πέτρου Συνδίκα θυμάται κάθε γωνιά του αρχοντικού, κάθε μικρή ή μεγάλη γιορτή που έγινε εκεί και μαζί με τα αδέρφια της, Ρεγγίνα και Νίκο, και τον ξάδερφό τους Θανάση Παπαγεωργίου δίνουν έναν πολύχρονο αγώνα για να το συντηρήσουν, σκοντάφτουν όμως στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και πλέον αποφάσισαν να το πουλήσουν. 

Τα τζάκια από την Αγγλία και οι καθρέφτες από τη Μασσαλία – Ο ένοικος Γεώργιος Α΄ 

Το διώροφο νεοκλασικό χτίστηκε το 1890 σε σχέδια του σπουδαίου για την εποχή του αρχιτέκτονα, Ξενοφώντα Παιονίδη, ο οποίος βρίσκεται επίσης πίσω από το Παπάφειο, το Κτήριο Νεδέλκου (Αγιορειτική Εστία) και μια σειρά από πολλά αρχοντικά στη Συνοικία των Εξοχών.

Η βίλα ανεγέρθηκε για την οικογένεια του Περικλή Χατζηλαζάρου, ο οποίος ήταν υποπρόξενος των ΗΠΑ και είχε ενεργή συμμετοχή στα κοινά, ενώ επιπλέον ήταν ένας επιφανής επιχειρηματίας με μεγάλη ακίνητη περιουσία στη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Στα πρώτα χρόνια μάλιστα στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου δέσποζε το εθνόσημο των ΗΠΑ.

Ο Χατζηλαζάρου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην πόλη, αλλά και στην κεντρική πολιτική σκηνή, και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο οποίος ήταν διάδοχος του Όθωνα και στέφθηκε βασιλιάς τον Οκτώβριο του 1863, επέλεξε την έπαυλη αυτή για να μείνει, όταν έφτασε το 1912 στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη. Εκεί έμενε μέχρι τη δολοφονία του, τον Μάρτιο του 1913, λίγο πριν συμπληρώσει τα 50 χρόνια παραμονής του στον θρόνο. Ο Αλέξανδρος Σχοινάς, ένα άτομο που χαρακτηρίστηκε από τις αρχές ως περιθωριακό, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Τα κίνητρά του δεν έγιναν ποτέ γνωστά για τον επιπλέον λόγο πως ενώ βρισκόταν υπό κράτηση πήδηξε από το παράθυρο του κρατητηρίου και έβαλε τέλος στη ζωή του. 

H λάμψη που έφεραν οι Σιάγα

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η βίλα πέρασε στα χέρια της οικογένειας Σιάγα και η λάμψη της απογειώθηκε. Οι ρίζες της οικογένειας Σιάγα βρίσκονται στο Μοναστήρι και οι πρόγονοι, Γιάγκο και Απόστολος-Πέτρος, ήταν ονομαστοί καλφάδες-πρωτομάστορες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη και δούλεψαν για γνωστά κτήρια, όπως οι Μύλοι Αλλατίνη, αλλά και αρχοντικά όπως η έπαυλη Σαρνώ, η βίλα Μπιάνκα και αργότερα είχαν δικό τους τεχνικό γραφείο στα Λαδάδικα. Λέγεται μάλιστα πως εργάστηκαν και κατά την ανέγερση της έπαυλης την οποία αγόρασε ο Περικλής Χατζηλαζάρου. Οι απόγονοί τους ασχολήθηκαν και με άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο ξυλείας, ενώ πάντα διατηρούσαν οικονομική επιφάνεια και συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή της πόλης.

Οι Σιάγα τα άλλαξαν όλα. Πανάκριβα πέτρινα τζάκια ήρθαν από την Αγγλία και τη Γαλλία, εντυπωσιακές πόρτες με ξυλόγλυπτα υπέρυθρα μπήκαν στους ορόφους, βελούδινα υφάσματα, βαριές κουρτίνες και καθρέφτες έφτασαν με καράβια από τη Μασσαλία. 

Το αρχοντικό έσφυζε από ζωή. Ο παππούς Νικόλαος, ο μπαμπάς Σωτήρης, η σύζυγός του Ίρμα, τα παιδιά Νίκος, Αταλάντη, Ρεγγίνα, ο ξάδερφός τους Θανάσης Παπαγεωργίου με την οικογένειά του -η μητέρα του, Δήμητρα Παπαγεωργίου, ήταν αδερφή του πατέρα τους- μοιράζονταν στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο. Στο υπόγειο ήταν τα δωμάτια για τα άτομα που βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού, ενώ υπήρχε και υπάρχει ακόμη μέχρι και καταφύγιο. Το σπίτι διαθέτει επίσης και μια πανέμορφη και μεγάλη σοφίτα. 

Η έπαυλη ακολουθεί τον ρυθμό του Νεοκλασικισμού, ενώ εντυπωσιακός είναι και ο κήπος, ο οποίος στο παρελθόν είχε πλήθος οπωροφόρων δέντρων και πολλά λουλούδια. Μετά από τη διάνοιξη του δρόμου ο κήπος περιορίστηκε σχεδόν κατά τα 2/3, ωστόσο εξακολουθεί να είναι μεγάλος και το ιδιαίτερο στοιχείο του είναι πως βρίσκεται σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης. 

Η περίτεχνη κατασκευή, τα ακριβά υλικά και τα διακοσμητικά στοιχεία στην εξωτερική όψη δίνουν στη βίλα Σιάγα τον χαρακτηρισμό «έργο τέχνης», και με επίσημη απόφαση μάλιστα του υπουργείου Πολιτισμού από τον Ιούλιο του 1986. 

«Σήμερα δεν μένει πια κανείς στη βίλα. Το κράτος χαρακτήρισε το κτήριο ως διατηρητέο, αλλά οι διαδικασίες για οποιαδήποτε συντήρησή του είναι τόσο χρονοβόρες που μας έχουν απελπίσει», αναφέρει η Αταλάντη Σιάγα κι εξηγεί: «χρειάζονται 3,5 χρόνια για να βγάλουμε μια άδεια ανακαίνισης της εξωτερικής πλευράς. Η Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων υποδεικνύει τα υλικά που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Το κόστος για ανακαίνιση εκτοξεύεται και είναι δύσκολο να κατοικηθεί στην κατάσταση που βρίσκεται το κτήριο εξωτερικά».

Η Αταλάντη Σιάγα αποχώρησε από τη βίλα το 2002 όταν έφυγε από τη ζωή η γυναίκα του πατέρα της, Ίρμα, την οποία η ίδια γνώρισε ως μητέρα, καθώς η βιολογική της μητέρα πέθανε όταν ήταν μωρό. 

Έκτοτε μαζί με τα αδέρφια της και τον ξάδερφό τους επιχείρησαν πολλές φορές να την επισκευάσουν, αλλά απελπίστηκαν κυρίως λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Κι έτσι, τελευταία την έχουν βγάλει για πώληση.

Στο εσωτερικό της παραμένουν τα βαρύτιμα κομμάτια, τα τζάκια, τα περίτεχνα ταβάνια, οι υπέροχες κουρτίνες, κάποια έπιπλα. Τα τελευταία 20 χρόνια η βίλα Σιάγα έχει ανοίξει ελάχιστες φορές για εκδηλώσεις και όσοι την επισκέφτηκαν έμειναν αποσβολωμένοι από τον πλούτο και την αρχοντιά που αποπνέει. 

Τέτοιες μέρες κάποιες άλλες εποχές οι ετοιμασίες θα ήταν πυρετώδεις για το ρεβεγιόν της παραμονής Πρωτοχρονιάς. Και η βίλα θα έλαμπε. Σήμερα, μόνο τα φώτα της Βασ. Όλγας τη φωτίζουν και γύρω της σκοτάδι. 

Η βίλα Σιάγα περιμένει μια ΚΑΛΗ, καλύτερη ΧΡΟΝΙΑ…

*Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από την κ. Αταλάντη Σιάγα