Το στεγαστικό πρόβλημα στη Θεσσαλονίκη τείνει να εξελιχθεί σε ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα ζητήματα. Οι τιμές για αγορά και για ενοικίαση κατοικίας είναι στα ύψη και πλέον ξεπερνούν ακόμα και τις χρυσές εποχές των ακινήτων στο μακρινό 2008.
Αν αυτή η συνθήκη, που αντί να βελτιώνεται επιδεινώνεται, είναι φυσιολογική εξέλιξη η οποία βασίζεται στον κανόνα της προσφοράς και της ζήτησης έχει καλώς. Αν όχι τότε σταδιακά, στα επόμενα λίγα χρόνια, θα σκάσει εκ νέου η φούσκα των ακινήτων και θα έχουμε ανακύκλωση μιας κατάστασης που τη ζήσαμε στην έναρξη και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Μοιάζει η αγορά των ακινήτων να λειτουργεί δίχως ρύθμιση. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν πως οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες, που έχουν να κάνουν με τα δεσμευμένα ακίνητα από τις τράπεζες και τα κλειστά διαμερίσματα, συνιστούν μια σοβαρή πολιτική για το στεγαστικό, όμως τη χαρακτηρίζουν ανεπαρκή με τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα ένα ενοίκιο 600 ευρώ τον μήνα δεν θεωρείται υπερβολικό στη Θεσσαλονίκη. Και δεν αναφέρομαι στις λεγόμενες προνομιούχες περιοχές, αλλά ακόμα και σε περιοχές που δεν προσφέρουν ούτε τις αναγκαίες εξυπηρετήσεις ούτε έχουν αναβαθμισμένη ποιότητα καθημερινότητας.
Επίσης, δεν θεωρείται υπερβολική η αγορά ενός νεόδμητου ακινήτου στα 2.000 ευρώ το τετραγωνικό ακόμα και σε περιοχές εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος.
Αυτές οι τιμές είναι δύσκολο να τις ακολουθήσουν οι πολίτες που ανήκουν στη λεγόμενη μεσαία τάξη. Εάν ο μέσος μισθός φτάσει ή ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ τον μήνα σε δύο ή τρία χρόνια φαντάζεται κάποιος ότι αυτός ο μισθός ή και ο διπλάσιος δεν επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα στέγασης και επιβίωσης ενός εργαζομένου. Και μιλάμε τώρα για μέσο μισθό και πάνω, όχι για τους χαμηλόμισθους και φυσικά επ’ ουδενί για τα νέα ανδρόγυνα.
Το στεγαστικό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα ή δύο μέτρα, που θα προσθέσουν έστω και κάποιες χιλιάδες διαμερίσματα προς διάθεση (είτε αγορά είτε ενοικίαση) στη Θεσσαλονίκη. Χρειάζεται μια συντονισμένη πολιτική, τη συνεργασία πολλών και τη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου, που θα υφίσταται έστω έναν υποτυπώδη έλεγχο. Αυτό θα δυσαρεστήσει όσους σήμερα θησαυρίζουν επειδή έχουν ένα οικόπεδο και προφανώς τους κατασκευαστές και τους εργολάβους, οι οποίοι επίσης πουλάνε ή νοικιάζουν σε τιμές Ντουμπάι. Όμως, υπάρχει και ο πολύς κόσμος, ο οποίος δεν τα βγάζει πέρα με τα ενοίκια και θεωρεί όνειρο ζωής την απόκτηση μιας ιδιόκτητης στέγης.
Πρέπει πρωτίστως να αντιμετωπιστούν μια σειρά από στρεβλώσεις στην αγορά και οι μεσίτες ή οι εκτιμητές ακινήτων, οι άνθρωποι που κερδίζουν από όλη αυτή την κατάσταση σημαντικά, μπορούν να βοηθήσουν ώστε να επιτευχθεί ένας εξορθολογισμός στην αγορά ακινήτων.
Σε αμιγώς τοπικό επίπεδο, οι περιοχές όπου εξελίσσεται η ανοικοδόμηση, όπως για παράδειγμα η Θέρμη, το παιχνίδι είναι πλέον χαμένο. Οι τιμές έχουν φτάσει στα ύψη και τα νεόδμητα ξεπουλάνε. Άφθονο χρήμα ρέει στα τσιμέντα κι από τη στιγμή που υπάρχει διαθέσιμο τόσο χρήμα δεν τρέχει τίποτα. Είναι όμως έτσι; Στα επόμενα χρόνια, όταν θα ανοίξει άλλη μια περιοχή προς ανοικοδόμηση μεταξύ Θέρμης και Πανοράματος ή και περισσότερες περιοχές πέριξ του οικισμού και των επεκτάσεών του θα παραμείνουν στα ύψη οι τιμές ενοικίασης και αγοράς;
Θα τα ρυθμίσει η ίδια η αγορά λένε, ωστόσο σκέφτομαι πως η αυτορρύθμιση πολλές φορές στο παρελθόν αποδείχτηκε καταστροφική. Όχι για τους πελάτες, αλλά για τους μαγαζάτορες. Νόμος κι αυτός της αγοράς…
Μια σοβαρή πολιτική για το στεγαστικό θα υπαγόρευε τη δημιουργία ενός πλέγματος υποδομών στις περιοχές ανάπτυξης κατοικίας, αλλά και την προσέλκυση επενδύσεων, που θα δώσουν δουλειά στους επίδοξους νέους δημότες των περιφερειακών δήμων. Το κέντρο της πόλης και το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης γενικότερα παίζει σε μια άλλη κατηγορία και οι συνθήκες εκεί δεν θα αλλάξουν εύκολα. Χρειάζονται άλλου είδους παρεμβάσεις, όπως αυτές που έχει ήδη αναλάβει η κυβέρνηση και πιθανώς να βοηθήσουν. Εξάλλου, δύσκολα εκεί υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης αδόμητων εκτάσεων, καθώς όλα έχουν χτιστεί.
Όμως μια κινητροδότηση για εγκατάσταση στους περιφερειακούς δήμους, η οποία θα συνοδεύεται από τις αναγκαίες υποδομές και τις ελκυστικές θέσεις εργασίας, θα μπορούσε να αλλάξει ολοκληρωτικά το τοπίο και να βελτιώσει τις τιμές σε όφελος της μεσαίας τάξης, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στα έξοδα στέγασης, χωρίς να χρειαστεί να ρίξουν την ποιότητα ζωής τους και το βιοτικό τους επίπεδο πολύ χαμηλά, για να πληρώσουν είτε το νοίκι είτε τη δόση του στεγαστικού δανείου.
Κι από την άλλη, μια τέτοια πολιτική δίνει προοπτική σε περιοχές που σήμερα είναι στη σκιά του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος. Στον δήμο Δέλτα για παράδειγμα όπου δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και υπάρχει απόθεμα ακινήτων, με τα ενοίκια και τις τιμές αγοράς να είναι πιο λογικές, αναπτύσσεται μια τέτοια προοπτική. Μπορεί να γίνει και στον δήμο Λαγκαδά και στον δήμο Ωραιοκάστρου και πιθανώς αλλού.
Θα βοηθούσε εάν η Πολιτεία αντιμετώπιζε τις περιοχές εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος ως μέρος της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης κι όχι ως απομονωμένες και απομακρυσμένες. Κι αυτό προϋποθέτει έναν συνολικό σχεδιασμό, στεγαστικό και αναπτυξιακό, ενιαίο και συνεκτικό για όλον τον νομό, ώστε με τις κατάλληλες υποδομές να εγκατασταθούν επενδύσεις και υπηρεσίες σε αυτές τις περιοχές όπου υπάρχει απόθεμα γης ικανό να στεγάσει τη ζωή και τα όνειρα πολιτών κι έτσι να αποτελέσουν έναν οικονομικότερο τόπο κατοικίας και πόλο έλξης πληθυσμού.
Σε αυτό συνηγορεί και ο πληθυσμιακός μαρασμός της Β’ Θεσσαλονίκης, που καταγράφηκε στην τελευταία απογραφή. Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά χρειάζεται και βούληση και σχέδιο και λιγότερο κοντόφθαλμες λογικές. Αν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα, μια λύση είναι η φυγή μπροστά.
Μια νέα πολεοδομική πολιτική, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, προφανώς θα βοηθούσε ώστε να προκληθεί το ίσως απαραίτητο σοκ στην αγορά των ακινήτων, δημιουργώντας συνθήκες υπερπροσφοράς, ώστε να πέσουν οι τιμές και να πάψει η στέγη να είναι απλησίαστη.