Η επιτυχία της ταινίας «Υπάρχω» με τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη πηγαίνει τόσο καλά που οι αιθουσάρχες δεν το πιστεύουν. Οι ουρές και οι πληρότητες θυμίζουν τα χρυσά χρόνια της δεκαετίας του 1960, όταν το σινεμά ήταν η μοναδική λαϊκή διασκέδαση που υπήρχε. Ενδεχομένως μαζί με το ταβερνάκι και το ζαχαροπλαστείο. Στη Θεσσαλονίκη το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσιάζει μια παράσταση με πρωταγωνιστή τον Μανόλη Χιώτη, ενώ πέρσι σε μία από τις πιο πετυχημένες παραστάσεις του ήταν η μουσικοθεατρική παραγωγή με τίτλο «Μαρίκα με είπανε – Μαρίκα με βγάλανε», με πρωταγωνίστριες τη Μαρίκα Παπαγκίκα και τη Μαρίκα Νίνου, που αν και δεν συναντήθηκαν ποτέ στη ζωή και οι δύο άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Επίσης, τα τελευταία χρόνια στα αθηναϊκά θέατρα έχουν στηθεί παραστάσεις με πρωταγωνιστές τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου -η ζωή της οποίας επίσης γυρίστηκε σε ταινία πριν από λίγα χρόνια.  

Όλα αυτά τα οπτικοακουστικά θεάματα που πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: Κατ’ αρχάς εκ του αποτελέσματος όλα πήγαν πολύ καλά στο επίπεδο της αποδοχής από τον κόσμο, δηλαδή κατάφεραν να κόψουν πολλά εισιτήρια. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι βασίζονται στη ζωή, την ιστορία και τα πεπραγμένα ανθρώπων του τραγουδιού μας, κυρίως του ρεμπέτικου και του λαϊκού. Προφανώς η επιτυχία αυτών των ταινιών και των παραστάσεων συνδέεται με τη θεματολογία και τα πρόσωπα. Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα έχουν τεράστια αξία και μεγάλη απήχηση. Διαθέτουν ταυτότητα και ιστορικό βάρος. Αποτελούν αυθεντικούς τρόπους έκφρασης, διατρέχουν μεγάλη χρονική περίοδο και φτάνουν μέχρι το σήμερα. Καθημερινά από τη μια άκρη της χώρας ώς την άλλη τα τραγούδια αυτά ακούγονται χωρίς τη διαμεσολάβηση οποιασδήποτε τεχνικής. Από το ραδιόφωνο μέχρι τις ταβέρνες και τις μουσικές σκηνές αντιστέκονται απέναντι στη λαίλαπα που τα κτυπάει τόσο από τη μια πλευρά με τα γκλαμουρο-χαζο- μπουζουκοτράγουδα πίστας όσο και από την άλλη με τους δήθεν προβληματισμένους ραπ και τραπ αυτοσχεδιασμούς της πλάκας, που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν απήχηση στη νεολαία, αλλά ανατέλλουν και σβήνουν το ίδιο απότομα. Επίσης, οι πρωταγωνιστές του ρεμπέτικου και του λαϊκού έζησαν και μεγαλούργησαν σε μια εποχή που τα μέσα ενημέρωσης έδιναν ελάχιστη σημασία σε οτιδήποτε τους αφορούσε εκτός από την επιτυχία τους. Οπότε πτυχές της καθημερινής τους ζωής, αλλά και του τρόπου με τον οποίο προετοιμάζονταν για την τέχνη τους παραμένουν άγνωστες κι επομένως γοητευτικές.

Ασφαλώς όλα εξηγούνται. Τα τραγούδια αυτά εξέφρασαν την εποχή τους και μάλιστα συνδεόμενα απευθείας με την παράδοση, ως φυσική συνέχεια. Άρα οι ρίζες τους χάνονται στο βάθος των αιώνων, οπότε η μακροημέρευσή τους ακούγεται ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Άλλωστε από την παράδοση άντλησαν έμπνευση οι μεγάλοι δημιουργοί του λεγόμενου έντεχνου ελληνικού τραγουδιού, που ηγήθηκαν της πολιτιστικής επανάστασης η οποία συνέβη στη χώρα με τη μελοποιημένη ποίηση στη δεκαετία του 1960.  Πρωτίστως στα ρεμπέτικα και τα λαϊκά έκαναν τη μαθητεία τους ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης. Στα δημοτικά οφείλουν το χρώμα τους ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Νίκος Γκάτσος. Ακούγοντας μια ταινία με τραγούδια του Μάρκου εγκατέλειψε τις σπουδές του στο κλασικό βιολί κι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια ο Δήμος Μούτσης. Και πάει λέγοντας, αφού τα σχετικά παραδείγματα είναι… άπειρα.

Την ίδια ώρα οι άνθρωποι -μουσικοί, ερμηνευτές, συνθέτες- που ταυτίστηκαν με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, αυτοί που το απογείωσαν δημιουργικά είχαν ο καθένας τους τεράστιο φυσικό ταλέντο, αφού σχεδόν όλοι υπήρξαν αυτοδίδακτοι. Επιπλέον ήταν φτιαγμένοι από τα ίδια κοινωνικά υλικά. Αυτά τα λαϊκά τραγούδια άκουγαν στο σπίτι και στη γειτονιά τους κι έτσι ήρθαν σε άμεση, αδιαμεσολάβητη επαφή μαζί τους. Όπως ακριβώς ανέπνεαν ή έπιναν νερό. Τις ιστορίες που διηγούνταν οι στίχοι ζούσαν στην καθημερινότητά τους. Δεν τους παρέσυρε καμία μόδα, αφού για δεκαετίες αυτά τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά βρίσκονταν στο περιθώριο. Γι’ αυτό οι ζωές τους μέσα στην απλότητά τους έχουν τεράστιο ενδιαφέρον για τους σημερινούς δημιουργούς, οι οποίοι τις αναπαριστούν και τις παρουσιάζουν στην οθόνη και στο σανίδι, σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν την καταγωγή του αισθήματος. Αυτό το μέγα… μυστήριο που στο τραγούδι ξεχωρίζει τους καλούς από τους σημαντικούς. Στην ουσία προσπαθούν να δώσουν σχήμα σε κάτι εντελώς απροσδιόριστο, χωρίς ασφαλώς να το καταφέρνουν ολοκληρωμένα. Αυτή είναι άλλωστε η δύναμη της μουσικής, έναντι των οπτικοακουστικών τεχνών, που κάτι συγκεκριμένο πρέπει σώνει και καλά να δείξουν. Ακόμη κι αν αυτό το κάτι δεν φαίνεται. Γι’ αυτό περιορίζονται σε παράθεση στιγμιότυπων, αλλά και μονολόγους ή εκφραστικές ακρότητες, μέσω των οποίων (υποτίθεται ότι) ο πρωταγωνιστής βγάζει το μέσα του έξω. Αμ δε… Το παράπονο του Μάρκου -για παράδειγμα- επειδή από ένα σημείο και μετά δεν τον σέβονταν οι δισκογραφικές εταιρείες και τα νυχτερινά κέντρα, με αποτέλεσμα να γυρνάει από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μπουζούκι στο ένα χέρι και τον γιο του στο άλλο, να παίζει και να βγάζει τασάκι ήταν το παράπονου ενός πρώην πολύ επιτυχημένου, τον οποίον κάποια χρόνια πριν μαγαζιά και δισκογραφικές εταιρείες παρακαλούσαν. Δεν έχει καμία σχέση με τη συναισθηματική συνθήκη που τον οδήγησε όντας άσημος και κάνοντας διάφορες δουλειές -μέχρι και εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά- να γράψει τη «Φραγκοσυριανή» ή το «Χαράματα η ώρα τρεις» ή το «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια». Τόσο απλά. Ειδικά ο Βαμβακάρης, ο οποίος, ευτυχώς για τους φίλους του λαϊκού τραγουδιού, διηγήθηκε τη ζωή του δημόσια και προσπάθησε να εξηγήσει κάποια πράγματα. Η αυτοβιογραφία του είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο για όποιον το διαβάσει και ειδικά για όσους έχουν την ικανότητα και τη δυνατότητα να μπουν στην ουσία των λέξεων και να κοιτάξουν πίσω και πέρα από την περιγραφή.

Όλος αυτός ο μουσικός κόσμος έχει την αίγλη της απόλυτης καταξίωσης από τον χρόνο που όχι μόνο τον άφησε ανέγγιχτο το κεφάλαιο, αλλά το τοκίζει γενναία από γενιά σε γενιά. Η αξιοποίησή του από το σινεμά και το θέατρο, όπως επίσης και από την εκδοτική βιομηχανία, είναι σε σημαντικό βαθμό κατανοητή, αφού πρόκειται για αφηγηματικές τέχνες, οι υπηρέτες των οποίων αναζητούν ενδιαφέρουσες ιστορίες να διηγηθούν.    

ΥΓ. Επίσης ένα εμβληματικό πρόσωπο της μουσικής με διαχρονική… ζήτηση από ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς και εκδότες είναι η Μαρία Κάλλας. Φέτος σε όλον τον κόσμο προβάλλεται η ταινία με τη ζωή της Κάλλας, την οποία υποδύεται η Αντζελίνα Τζολί, όπως άλλωστε και στη φετινή τηλεοπτική σεζόν η ΕΡΤ παρουσιάζει μια σειρά που πραγματεύεται τα πρώτα, ας πούμε τα ελληνικά, χρόνια της μεγαλύτερης ντίβας της όπερας όλων των εποχών. Μία ακόμη επιβεβαίωση ότι η μουσική, τα πρόσωπα και ο κόσμος της, τροφοδοτούν την έμπνευση των απανταχού παραμυθάδων της εποχής μας.