Όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, είμαστε εκτεθειμένοι σε έναν καθημερινό καταιγισμό εορταστικής μουσικής – στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, στα καταστήματα, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα εστιατόρια, στα καφέ και στα μπαρ.
Σιγοτραγουδάτε λοιπόν το «Τρίγωνα, κάλαντα» ή το «All I Want for Christmas» ενώ τυλίγετε τα δώρα σας;
Η πιασάρικη μουσική, τα «κολλητικά κομμάτια» ή «τα earworms», όπως έχουν γίνει γνωστά, είναι τραγούδια που κολλάνε στο κεφάλι μας – και ενώ περίπου τα δύο τρίτα είναι ευχάριστα ή ουδέτερα, κάποια μπορεί να γίνουν αρκετά ενοχλητικά.
Τα earworms ή «ωτοσκώληκες» είναι κοινά, όπως γράφει η Αλεξάνδρα Λαμόντ, Ανώτερη Λέκτορας Μουσικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Keele στο The Conversation.
Σχεδόν το 90% των Φινλανδών ενηλίκων ανέφεραν ότι έχουν ένα τέτοιο τραγούδι στο μυαλό τους την εβδομάδα .
Μουσικά, τα «earworms» φαίνεται να προέρχονται συχνότερα από τραγούδια που έχουν αρκετά συμβατικά μελωδικά μοτίβα μαζί με κάτι ασυνήθιστο – μια αλλαγή κλειδιού, ή απροσδόκητα άλματα ή επαναλήψεις.
Όπως και οι αρνητικές επιδράσεις της μουσικής υπόκρουσης στη συγκέντρωση μας και την απόδοση σε εργασίες, φαίνεται ότι και οι ωτοσκώληκες μπορούν να επηρεάσουν την αποδοτικότητα μας- είτε πρόκειται για τραγούδια με στίχους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μνήμη είτε για καθαρά οργανικές ακολουθίες όπως η μουσική του Star Wars.
Υπάρχει κείμενο γραμμένο από τον καθηγητή δημοσιογραφίας Άνταμ Ραγκούζεα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι εντόπισε μια ασύλληπτη «χριστουγεννιάτικη συγχορδία» (μια μειωμένη ελάσσονα 7η μισητή 5η) που μπορεί να εξηγήσει τη δημοτικότητα των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και γιατί μας προκαλούν ωτοσκώληκες.
On Air NOW: How Mariah Carey Won Christmas. @Slate‘s Adam Ragusea explains LIVE: http://t.co/DxPu8uZLk9 pic.twitter.com/2ZW99nYLXN— T. J. Raphael (@TJRaphael) December 23, 2014
Αλλά η έρευνα δείχνει ότι, αν και θα μπορούσαν να υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, τα συγκεκριμένα τραγούδια που προκαλούν earworms είναι διαφορετικά από άτομο σε άτομο.
Αυτό ταιριάζει με αυτό που διαπιστώνουμε όταν εξετάζουμε πώς ακούνε οι άνθρωποι μουσική γενικά.
Ακόμη και πολύ παρόμοιοι τύποι ακροατών επιλέγουν διαφορετικά καθημερινά αγαπημένα μουσικά κομμάτια – και η μουσική ακρόαση και οι προτιμήσεις μας είναι ιδιαίτερα εξατομικευμένες.
Αυτό που διαφέρει στη χριστουγεννιάτικη μουσική είναι ότι έχουμε μια πολύ μικρότερη δεξαμενή μουσικών επιλογών αυτή την εποχή του χρόνου.
Λόγω της κυριαρχίας της χριστουγεννιάτικης μουσικής σε δημόσιους χώρους όπως τα καταστήματα και τα μπαρ ή στο ραδιόφωνο, όλοι μας έχουμε πολύ μεγαλύτερη έκθεση στα ίδια τραγούδια απ’ ό,τι σε άλλες εποχές του χρόνου.
Ανάμεσα στα ‘χαζά’ τραγούδια γεμάτα καμπάνες έλκηθρου, υπάρχουν και μερικά σπουδαία κλασικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το «White Christmas» του Ίρβινγκ Μπερλίν όχι μόνο είναι σταθερά ένα από τα πιο γνωστά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αλλά είναι και το τραγούδι με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών.
Έχει επίσης τα χαρακτηριστικά ενός κολλητικού τραγουδιού, με μελωδικές μετατοπίσεις και ολισθήσεις γύρω από ένα απλό ανερχόμενο και κατερχόμενο μελωδικό σχήμα, και περιέχει (όπως και πολλά άλλα τραγούδια) αυτή την τσαχπίνικη «χριστουγεννιάτικη συγχορδία».
Πώς όμως ένα τέτοιο τραγούδι διατηρεί τη δημοτικότητά του επί δεκαετίες;
Το μοτίβο της αγάπης για ένα μεμονωμένο τραγούδι με την πάροδο του χρόνου θεωρείται ότι ταιριάζει σε μια καμπύλη σχήματος ανεστραμμένου U.
Η καμπύλη Wundt, η οποία περιγράφει την προτεινόμενη από τον Berlyne σχέση ανεστραμμένου U μεταξύ προτίμησης και διέγερσης.
Σύμφωνα με αυτό, όταν ακούμε για πρώτη φορά ένα νέο μουσικό κομμάτι τείνουμε να μην μας αρέσει πολύ.
Όμως η επανάληψη γεννάει τη συμπάθεια – και η επανάληψη τόσο μέσα σε ένα τραγούδι όσο και μέσω της επαναλαμβανόμενης ακρόασης επί ημέρες, εβδομάδες και μήνες θα αυξήσει συνήθως τη αγάπη μας για το τραγούδι με έναν αρκετά γρήγορο γραμμικό τρόπο.
Υπάρχει ένα όριο σε αυτό το φαινόμενο της επανάληψης.
Η υπερβολική έκθεση στέλνει τη συμπάθεια στην άλλη πλευρά της καμπύλης, πράγμα που σημαίνει ότι όταν έχουμε ακούσει κάτι πάρα πολύ συχνά, τελικά, και γρήγορα, το βαριόμαστε αρκετά.
Στην έρευνά διαπιστώνεται ότι οι άνθρωποι ρυθμίζουν οι ίδιοι την έκθεσή τους στη μουσική τους για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, προσπαθώντας να έχουν ανά καιρούς νέα και φρέσκα ακούσματα.
Μετά από αυτό, η επιστροφή στη μουσική μετά από ένα χρονικό διάστημα αποχής σημαίνει ότι αυτή κινείται ξανά προς τα πάνω στην καμπύλη αρέσκειας και μπορούμε να την ανεχτούμε ή να την απολαύσουμε ξανά.
Οι περισσότεροι από εμάς το κάνουμε αυτό αρκετά διαισθητικά, αρχειοθετώντας -κυριολεκτικά ή μεταφορικά- τραγούδια για αργότερα.
Αυτό σημαίνει ότι πολλή χριστουγεννιάτικη μουσική, είτε τη θεωρούμε καλή είτε κακή, θα είναι πιο δημοφιλής από ό,τι ίσως της αξίζει, καθώς συνήθως προβάλλεται μόνο λίγους μήνες του χρόνου.
Μέχρι να κατεβάσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο τον Ιανουάριο, έχουμε όλοι βαρεθεί εντελώς «All I Want for Christmas» και το «Last Christmas»και έτσι τα βάζουμε στη σοφίτα μαζί με το δέντρο, για να τα ξεσκονίσουμε και να τα απολαύσουμε ξανά του χρόνου.