Αν ζούσε, θα ήταν σήμερα 27 χρόνων. Πιθανόν, κι αυτό είναι ενδεχομένως το καλύτερο σενάριο, να ήταν ένας από αυτούς τους χιλιάδες πρόσφυγες ανά την Ευρώπη που πανηγύρισαν για την πτώση του Μπασάρ αλ-Ασαντ και αναρωτιούνται τώρα αν πρέπει να επιστρέψουν αμέσως ή λίγο να περιμένουν – και αν θα τους δώσουν τα κράτη που έγιναν δεύτερες πατρίδες τους το δικαίωμα της επιλογής. Αλλά πέθανε στα 13 του, την άνοιξη του 2011. Το όνομά του ήταν Χαμζά Αλί αλ-Κατεέμπ.

Ζούσε μαζί με τους γονείς του στο αλ-Ζιζά, ένα χωριό της επαρχίας Νταράα, στη νοτιοδυτική Συρία, κοντά στα σύνορα με την Ιορδανία. Λένε πως του άρεσε να χαζεύει τα ταχυδρομικά περιστέρια να πετάνε πάνω από το σπίτι του. Του άρεσε και το κολύμπι στον ποταμό που διατρέχει το χωριό, με την ξηρασία που μαινόταν από το 2006, όμως, αυτό ήταν πια αδύνατο. Τον συνοδεύει επίσης η φήμη πως ήταν πολύ γενναιόδωρος, πως συχνά ζητούσε από τους γονείς του χρήματα για να δώσει στους (ακόμα πιο) φτωχούς, ίσως να ήταν πράγματι έτσι, ίσως και να είναι κομμάτι ενός θρύλου. Σύμφωνα πάντως με έναν εξάδελφό του, δεν ασχολούνταν με την πολιτική: η διαδήλωση διαμαρτυρίας στην οποία πήρε μέρος στις 29 Απριλίου του 2001, μαζί με την οικογένειά του, ήταν η πρώτη, και η τελευταία, της ζωής του.

Να γνώριζε άραγε κάποιο από τα 15 αγόρια που είχαν συλληφθεί στις 6 Μαρτίου, επειδή έγραψαν αντικυβερνητικά συνθήματα, εμπνευσμένα από τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, σε τοίχους της πόλης Νταράα; Ή να ακολούθησε απλώς τον πατέρα, τη μητέρα, και τον μεγαλύτερο αδελφό του στην πορεία διαμαρτυρίας για την πολιορκία της Νταράα, του επονομαζόμενου και «λίκνου της συριακής επανάστασης», από τον συριακό στρατό; Και τελικά, πώς συνελήφθη, από ποιον; Μέσα στο χάος που ενέσκηψε όταν η πορεία έφτασε στη Σάιντα, στα μισά του δρόμου για την Νταράα, και οι στρατιώτες του Ασαντ άνοιξαν πυρ, κανείς δεν μπορεί να πει μετά βεβαιότητας.

Το άψυχο κορμί του Χαμζά παραδόθηκε από τις Αρχές στους γονείς του σχεδόν έναν μήνα αργότερα, στις 25 Μαΐου. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο 13χρονος είχε δεχθεί τρεις σφαίρες ευθύς εξαρχής, στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Σάιντα, και είχε πεθάνει επιτόπου· ο λόγος για τον οποίο είχαν καθυστερήσει τόσο οι Αρχές να το παραδώσουν στους δικούς του, ήταν πως είχε μείνει αταυτοποίητο για καιρό. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως ο Χαμζά συνελήφθη από πράκτορες της διαβόητης υπηρεσίας πληροφοριών της συριακής αεροπορίας και βασανίστηκε μέχρι θανάτου: η σορός που παραδόθηκε στους γονείς του έφερε πολυάριθμα σημάδια βασανισμού. Το σαγόνι και οι δύο επιγονατίδες του ήταν σπασμένες. Η σάρκα του ήταν καλυμμένη με εγκαύματα από τσιγάρο. Φαινόταν να έχει μαστιγωθεί με καλώδιο και να του έχουν γίνει επανειλημμένα ηλεκτροσόκ. Το πέος του είχε ακρωτηριαστεί.

Δεν ήταν, προφανώς, το πρώτο θύμα του αστυνομικού κράτους του Ασαντ. Ηταν όμως 13 χρόνων και είχε θαρραλέους γονείς, οι οποίοι δεν τήρησαν την υπόσχεση που είχαν δώσει γραπτώς στις Αρχές, αναγκαστικά, προκειμένου να πάρουν πίσω το νεκρό παιδί τους, να το θάψουν αμέσως χωρίς να πουν λέξη. Ενα βίντεο που έδειχνε με κάθε ζοφερή λεπτομέρεια το βασανισμένο πτώμα του μεταδόθηκε από το Al Jazeera και ο 13χρονος έγινε σύμβολο, τα Σάββατα της οργής στη Συρία έγιναν «η μέρα του Χαμζά», πορτρέτα του άρχισαν να υψώνονται σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις – ο θάνατός του θεωρείται, κατά γενική ομολογία, ένα σημείο καμπής στη συριακή εξέγερση.

Εχουν περάσει, βέβαια, 14 χρόνια από τότε και στο μεταξύ η εξέγερση έγινε εμφύλιος, μπλέχτηκαν μέσα ακραίοι ισλαμιστές και ξένες δυνάμεις, ο πόλεμος πάγωσε, ο Ασαντ μισο-αποκαταστάθηκε στα μάτια όσων (ανάμεσά τους και αρκετοί Ευρωπαίοι) τον έβλεπαν ως ένα προπύργιο έναντι του τζιχαντισμού, ή / και διακατέχονταν από έναν σφοδρό αντιαμερικανικό αντιιμπεριαλισμό. Εχει όμως σημασία να θυμόμαστε από πού ξεκίνησαν όλα: από τη δίψα των Σύρων για δημοκρατία. Οπως έχει σημασία να θυμόμαστε, γιατί τις γνωρίζαμε ήδη, πόσες θηριωδίες διέπραξε ο Ασαντ εις βάρος του λαού του. Αρκεί να δει κανείς τις εικόνες των ζωντανών – νεκρών που βγήκαν από τη φυλακή της Σεντνάγια, και την απελπισία στα πρόσωπα των οικείων που ήλπιζαν να υπάρχουν και άλλα υπόγεια κάτω από τα υπόγειά της, μήπως και βρεθούν μερικοί ακόμα από τους δεκάδες χιλιάδες εξαφανισμένους. Για την οικογένεια του Χαμζά είναι αργά: έχει απομείνει πια μόνο η μάνα, ο πατέρας πέθανε πριν από λίγους μήνες, ο μεγαλύτερος γιος χάθηκε, κι αυτός, στη Σεντνάγια. Για τη Συρία δεν είναι. Δεν είναι υποχρεωτικό να καταλήξει η χώρα σαν το Ιράκ ή τη Λιβύη, δεν γίνεται κάποιος αυτομάτως πιο ειδήμων προεξοφλώντας το. Ούτε είναι υποχρεωτικό να ζήσει βασιλικά μέχρι τα βαθιά γεράματα ο Ασαντ στη Μόσχα, τα πράγματα αλλάζουν, μερικές φορές οι τύραννοι λογοδοτούν. Σε έναν κόσμο τόσο μα τόσο ζοφερό, όσο υπάρχει ελπίδα, επιτρέπεται – όχι, επιβάλλεται – να τη διακρίνουμε.