Τους τελευταίους 12 μήνες η τιμή του λαδιού στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 39%-45% – Τι συμβαίνει στις ανταγωνίστριες Ισπανία και Ιταλία – Οι ελληνικές εξαγωγές έχασαν έδαφος από την Τουρκία
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το ελαιόλαδο, ως καταναλωτικό προϊόν που ακολουθεί τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, είναι κάτι περισσότερο, λειτουργεί σαν οδοδείκτης της εκάστοτε κατάστασης των πραγμάτων στην οικονομία, στις διακρατικές εμπορικές σχέσεις, ακόμη και στην πολιτική και οπωσδήποτε στην κοινωνία. Μάλιστα, ο παράγοντας της φύσης, από τον οποίο εξαρτάται κατεξοχήν και καθ’ ολοκληρίαν η παραγωγή ελαιολάδου, για τους επίδοξους χρυσοθήρες του λαδιού μπορεί να λειτουργήσει ως η ιδανική πρόφαση προκειμένου να δικαιολογηθούν η περιορισμένη διάθεση του προϊόντος και, κατά συνέπεια, η αύξηση της ζήτησης και των τιμών.
Οπωσδήποτε, το ελαιόλαδο δεν είναι ούτε πετρέλαιο, ούτε στην κυριολεξία χρυσός, εξ ου και η μακροχρόνια αποθήκευσή του, ιδιαίτερα σε ποσότητες τόσο μεγάλες ώστε να δημιουργήσουν τεχνητή έλλειψη, ενέχει τον πολύ υψηλό κίνδυνο καταστροφής του ίδιου του προϊόντος. Παρ’ όλα αυτά, όσοι αντιμετωπίζουν το ελαιόλαδο ως άλλο ένα είδος τζόγου, ως χρηματιστηριακή επένδυση, επινοούν τα κατάλληλα τεχνάσματα για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Η πλέον συνηθισμένη πρακτική αλλοίωσης της πραγματικής εικόνας της αγοράς είναι η εμπορική αναβάπτιση του ελαιολάδου που παράγεται σε χώρες όπως η Τυνησία, η Τουρκία αλλά και η Ελλάδα. Για παράδειγμα, συμβαίνει πολύ συχνά ιταλικές βιομηχανίες να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες από Ελληνες παραγωγούς, σε βυτία ή κοινώς χύμα, σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές.
Κατόπιν, το ίδιο προϊόν συσκευάζεται και διακινείται στο εμπόριο σε εντελώς διαφορετική κατηγορία, με την ετικέτα του αυθεντικού ιταλικού ελαιολάδου, με κόστος για τον καταναλωτή τουλάχιστον πενταπλάσιο απ’ ό,τι αν το αγόραζε απευθείας από τον Ελληνα παραγωγό ή, έστω, από την ελληνική αγορά. Οι πρακτικές αυτές προκαλούν στρεβλώσεις σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο ως προς την ταυτοποίηση και την αξία του προϊόντος όσο και στη λειτουργία της αγοράς.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την εγχώρια τάση αισχροκέρδειας και την αναχαίτισή της, το υπουργείο Ανάπτυξης έχει επιβάλει στους εμπόρους την υποχρέωση να μην υπερβαίνουν στο ελαιόλαδο το περιθώριο κέρδους που είχαν το 2021.
Λαμβάνοντας το συγκεκριμένο έτος ως ορόσημο αναφοράς, κατά τη διάρκειά του η Ισπανία παρήγαγε 1.492.000 τόνους ελαιολάδου. Την επόμενη χρονιά (το annus horribilis της ελαιοκομίας κυρίως στη Νοτιοδυτική Ευρώπη λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας) η ισπανική παραγωγή έπεσε στο λιγότερο από το μισό, με μόλις 666.000 τόνους.
Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως την περίοδο 2023-2024, όταν οι Ισπανοί είδαν την παραγωγή τους να ανεβαίνει στους 851.000 τόνους, αλλά το έλλειμμα, περίπου 1,5 εκατομμυρίου τόνων στη διάρκεια της αποφράδας διετίας, αναπόφευκτα ήταν υπερβολικά μεγάλο για να περάσει ανώδυνα για τη διεθνή αγορά, η οποία αντέδρασε όπως προβλεπόταν, με υπερβολική αύξηση των τιμών, κάτι που ενίσχυσε την απομάκρυνση μιας πολύ μεγάλης μερίδας του κοινού από το ελαιόλαδο.
Υπολογίζεται πως περίπου το 40% των καταναλωτών άρχισε να χρησιμοποιεί τα κατά πολύ φθηνότερα σπορέλαια (ηλιέλαιο, αραβοσιτέλαιο, πυρηνέλαιο κ.ά.), δημιουργώντας μια τάση που πολύ δύσκολα θα αναστραφεί. Η πτώση της τιμής του ίσως δελεάσει κάποιους να επιστρέψουν στο γνήσιο και ανώτερης διατροφικής αξίας ελαιόλαδο, ωστόσο πολλοί από τους ειδικούς εκφράζουν την απαισιοδοξία τους ότι η επιστροφή δεν θα είναι καθολική, έστω και σε βάθος χρόνου, παρόλο που η μεσογειακή διατροφή προβάλλεται παγκοσμίως όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια, ως υπόδειγμα ισορροπίας γεύσεων, υγιεινών πρώτων υλών, συνδυασμών και μεθόδων προετοιμασίας.
Η χαμένη ευκαιρία
Το ελληνικό παράδοξο σε σχέση με το ελαιόλαδο έγκειται στο ότι η χώρα μας τείνει να συντονίζεται με την υπόλοιπη Ευρώπη μόνο στις αρνητικές πτυχές, τη δυσαρμονία μεταξύ παραγωγής και ζήτησης, ενώ αφήνονται ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για τους εγχώριους παραγωγούς, οι οποίες προσφέρονται, απροσδόκητα, από κάποια κλιματικά καπρίτσια.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του είδους ήταν ό,τι συνέβη στην αγορά ελαιολάδου την περίοδο 2022-2023, όταν η Ελλάδα βρέθηκε, από κάποια εύνοια της φύσης, σε καλύτερη μοίρα συγκριτικά με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, όπου η παραγωγή λαδιού ισοπεδώθηκε από την ξηρασία. Η ελληνική παραγωγή υπέφερε λιγότερο, κάτι που θα ήταν σπουδαίο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα – αρκεί να είχε αξιοποιηθεί όπως θα έπρεπε. Αντί όμως για την Ελλάδα, ήταν η Τουρκία που το ίδιο διάστημα διέβλεψε εγκαίρως την ευκαιρία και εισήλθε επιθετικά στην αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακτήσει τη δεύτερη θέση μεταξύ των μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών κρατών στον κόσμο.
Με όρους χρηματιστηριακούς, η προοπτική της αγοράς ελαιολάδου για το άμεσο μέλλον υπερβαίνει την περιστασιακή διόρθωση. Κατά τον Μιγκέλ Ανχελ Γκουζμάν, διευθυντή Πωλήσεων της Deoleo, κολοσσού στον συγκεκριμένο κλάδο, «είμαστε αισιόδοξοι, καθώς περιμένουμε ότι η αγορά ελαιολάδου θα σταθεροποιηθεί, με την κανονικότητα στις τιμές να επιστρέφει σταδιακά.
Αυτό δείχνουν η πρόοδος της συγκομιδής στην Ισπανία και η συνακόλουθη αύξηση της προσφοράς στην αγορά. Αν οι καιρικές συνθήκες συνεχίσουν να είναι ευνοϊκές και παραμείνει σταθερή η ποσότητα του καρπού που μαζεύεται, η αποκλιμάκωση των τιμών παραγωγού θα εξακολουθήσει τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο του 2025. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση για το ελαιόλαδο πιθανότατα θα συνεχίσει να πέφτει, ως παρενέργεια των προηγούμενων ετών, λόγω της ακρίβειας και της στροφής του κοινού σε λάδια άλλου τύπου».
Η επισήμανση της απομάκρυνσης των καταναλωτών από το ελαιόλαδο, όπως το θέτει ο κ. Γκουζμάν, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αμελητέα. Αντιθέτως, είναι παράγοντας που επηρεάζει καίρια το χρηματιστήριο του λαδιού. Η άποψη της οικονομολόγου Δήμητρας Αλιέως, ως εμπειρογνώμονος στο διεθνές εμπόριο ελαιολάδου, όπως τη διατύπωσε σε άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας, αναφέρει ότι «τα τελευταία δύο χρόνια χάσαμε το 40% των πωλήσεων του ελαιολάδου.
Αυτές τις απώλειες δύσκολα θα μπορέσουμε να τις πάρουμε πίσω σύντομα. Κάποιοι καταναλωτές έχουν εξοικειωθεί με τα σπορέλαια, άλλοι έμαθαν να κάνουν μείγματα στην κουζίνα τους ανακατεύοντας σπορέλαιο με ελαιόλαδο, μισό-μισό. Αφού δεν επιτρέπεται δημοσίως, επιτρέπεται κατ’ οίκον! Θα χρειαστούμε πολύ κόπο και υπομονή για να επανέλθει η αγορά».
Ο κ. Βασίλης Ζαμπούνης, σχολιάζοντας την τρέχουσα κατάσταση στο πλαίσιο του Παρατηρητηρίου Ελαιολάδου και Επιτραπέζιας Ελιάς, ακτινοσκοπεί τα διλήμματα των Ελλήνων παραγωγών, οι οποίοι φαίνεται ότι υιοθέτησαν μια στάση αναμονής τους προηγούμενους μήνες πιστεύοντας, προβλέποντας ή απλώς ελπίζοντας ότι η πτώση των τιμών θα είναι παροδική και ότι σύντομα θα υπήρχε ανάκαμψη.
Το αποτέλεσμα ήταν να απέχουν από την αγορά αποφεύγοντας να πουλήσουν τα αποθέματά τους, κόντρα στη διεθνή τάση που προσανατολίζεται σταθερά στη διάθεση προϊόντος στην αγορά, στις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες. Η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων δεν φαίνεται να αποβαίνει προς όφελός τους, τουλάχιστον στην καθοδική φάση του ελαιο-χρηματιστηρίου. Το οποίο δεν πρόκειται να σταματήσει, ενδεχομένως ποτέ, να επιφυλάσσει εκπλήξεις πίσω από την ετικέτα του ελαιολάδου, ενός προϊόντος συνυφασμένου σχεδόν με την παρουσία του ανθρώπου στον πλανήτη Γη.
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή