Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και πυλώνας σταθερότητας, όπως τουλάχιστον μας είχε συνηθίσει μέχρι σήμερα, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με πρόωρες εκλογές το ερχόμενο έτος, μετά την αποτυχία του καγκελάριου Όλαφ Σολτς να εξασφαλίσει την Δευτέρα (16/12) ψήφο εμπιστοσύνης.

Σε λίγο περισσότερο από δύο μήνες, οι πολίτες της Γερμανίας θα βρεθούν στις κάλπες για να επιλέξουν νέο καγκελάριο και κυβέρνηση, σε μια πρωτοφανή συνθήκη για την οικονομία της χώρας.

Η κυβέρνηση του Σολτς κατέρρευσε ουσιαστικά τον Νοέμβριο λόγω διαφωνίας για τον προϋπολογισμό, αν και ο τρικομματικός συνασπισμός ήταν ασταθής για μήνες.

Ο Σολτς ηττήθηκε στην ψηφοφορία, την οποία χαρακτήρισε ο ίδιος ως βήμα για την εξασφάλιση πρόωρων εθνικών εκλογών, με 394 ψήφους κατά, 207 υπέρ και 116 αποχές.

Με την ημερομηνία των εκλογών να έχει οριστεί για τις 23 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους, ας δούμε αναλυτικά τι διακυβεύεται την ημερομηνία αυτή.

Τα κόμματα που κατεβαίνουν και οι υποψήφιοι για την καγκελαρία

Στις γερμανικές εκλογές, θα συμμετάσχουν επτά μεγάλα κόμματα. Τέσσερα από τα επτά έχουν ανακοινώσει μάλιστα επίσημα τους υποψήφιους για καγκελάριους, όπως σημειώνει το CNN.

Τα δύο κυρίαρχα κόμματα της γερμανικής πολιτικής σκηνής, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), γνωστά ανεπίσημα ως «Η Ένωση», αποτελούν μία ομάδα. Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) σχηματίζουν μία άλλη.

Δεδομένου του γερμανικού συστήματος αναλογικής εκπροσώπησης, η κυβέρνηση σχηματίζεται συνήθως μέσω συνασπισμού, με επικεφαλής είτε το CDU/CSU είτε το SPD.

Ο νικητής αναζητά έναν εταίρο για να σχηματίσει πλειοψηφία. Από το 2021, ο Σολτς και το SPD κυβερνούσαν σε έναν ασταθή συνασπισμό με το φιλελεύθερο κόμμα FDP και τους Πράσινους. Στα 16 χρόνια πριν τον τρικομματικό συνασπισμό του Σολτς το CDU, υπό την Άγκελα Μέρκελ, βασιζόταν τόσο στο SPD όσο και στο FDP ως εταίρους σε διαφορετικές κυβερνήσεις.

Αυτή τη φορά, CDU και CSU κατεβαίνουν υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Μερτς, ενώ το SPD από τον απερχόμενο, αλλά βαθιά αντιδημοφιλή καγκελάριο Σολτς.

Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έχει καταγράψει ανησυχητικά υψηλά ποσοστά στις περιφερειακές εκλογές, κάτι που του έχει προσδώσει ώθηση και σε εθνικό επίπεδο. Η συν-ηγέτης του κόμματος, Άλις Βάιντελ, είναι η υποψήφια καγκελάριος. Είναι γνωστή για τη γρήγορη ρητορική και τις λαϊκιστικές πολιτικές της, ιδιαίτερα στο θέμα της μετανάστευσης. Υποστηρίζει σθεναρά την υπεράσπιση των παραδοσιακών γερμανικών αξιών, έχοντας γίνει γνωστή για την ατάκα «κανείς δεν αγγίζει το σνίτσελ μου!» — μια αναφορά στο δημοφιλές γερμανικό πιάτο.

Το Κόμμα των Πρασίνων είναι απίθανο να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους για να είναι το μεγαλύτερο κόμμα, ωστόσο, θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης κυβέρνησης. Οι Πράσινοι θα έχουν επικεφαλής τον Ρόμπερτ Χάμπεκ, τον σημερινό υπουργό Οικονομίας.

Οι τρεις άλλοι μεγάλοι παίκτες θα είναι οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP), το BSW, μια ομάδα με αριστερές οικονομικές πολιτικές αλλά περιοριστική μεταναστευτική πολιτική με επικεφαλής τη Σάρα Βάγκενκνεχτ, και τέλος το αριστερό κόμμα Die Linke. Όλα τα τρία κόμματα δεν έχουν ανακοινώσει επίσημα τους υποψηφίους τους.

Αν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη και απροσδόκητη ανατροπή στις δημοσκοπήσεις, ο Μερτς από το CDU/CSU είναι εξαιρετικά πιθανό να είναι ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας.

Οι δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή δείχνουν το CDU/CSU να προηγείται σαφώς με 32% υποστήριξης από τους ερωτηθέντες. Το AfD είναι στη δεύτερη θέση με 18%, το SPD στην τρίτη με 16% και οι Πράσινοι με 14%.

Ο Φρίντριχ Μερτς δεν είναι νέος στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Πρόκειται μάλιστα για τη δεύτερη φάση της πολιτικής του πορείας.

Από το 1989 έως το 1994, ο Μερτς υπηρέτησε ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη Γερμανία. Στη συνέχεια, έγινε μέλος της Bundestag, της γερμανικής βουλής, εκπροσωπώντας την CDU μέχρι το 2009. Μετά από αυτή την περίοδο, αποχώρησε από την πολιτική για να εργαστεί ως δικηγόρος σε εταιρεία, βρέθηκε σε πολλές εποπτικές επιτροπές, μεταξύ των οποίων και στον επενδυτικό κολοσσό BlackRock.

Ο Μερτς εκπροσωπεί την εκλογική περιφέρεια του Hochsauerlandkreis στην Bundestag, την περιοχή στην οποία γεννήθηκε, και ζει αυτή τη στιγμή στη γενέτειρά του, το Μπρίλον. Είναι επίσης ευρέως γνωστός ότι είναι εκατομμυριούχος και διαθέτει άδεια πιλότου.

Ο Μερτς έκανε δύο αποτυχημένες προσπάθειες να γίνει επικεφαλής της CDU το 2018 και το 2020. Το 2021 επέστρεψε στην Bundestag, για πρώτη φορά μετά από 12 χρόνια, και στη συνέχεια εξασφάλισε την υποψηφιότητα για την ηγεσία της CDU, αναλαμβάνοντας επισήμως τη θέση το Σεπτέμβριο του 2022.

Ο Φρίντριχ Μερτς είναι γνωστός για την μετατόπιση τoυ CDU προς τα δεξιά, με πιο αυστηρή στάση στο θέμα της μετανάστευσης και ισχυρή οικονομική αντίληψη. Κατά την προσπάθειά του να γίνει επικεφαλής του κόμματος, διακήρυξε ότι δεν είναι διάδοχος του στυλ Μέρκελ, σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, σημειώνοντας έτσι το τέλος των πολιτικών του CDU που έτειναν προς το κέντρο, κατά την εποχή της καγκελαρίου.

Η Λεόνι Βον Ράντοου, πολιτική δημοσιογράφος του γερμανικού τηλεοπτικού σταθμού WELT TV, η οποία θα καλύψει την προεκλογική εκστρατεία, δήλωσε στο CNN ότι ο Μερτς «ξέρει αρκετά για την οικονομία, και αυτό είναι κάτι που ενδιαφέρει πολλούς ανθρώπους. Πολλοί ελπίζουν ότι μπορεί να προχωρήσει τα πράγματα».

Ο Μερτς είναι ισχυρός υποστηρικτής της βοήθειας προς την Ουκρανία. Έχει εκφράσει δημοσίως την υποστήριξή του στην αποστολή γερμανικών πυραύλων Taurus στην Ουκρανία, όπλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να χτυπήσουν ρωσικούς στόχους πέρα από τις γραμμές του μετώπου στην Ουκρανία. Ο Σολτς, αντίθετα, αρνείται σταθερά να τα προμηθεύσει στο Κίεβο.

Ο Μερτς πραγματοποίησε μια επίσκεψη – έκπληξη στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας νωρίτερα αυτόν τον μήνα, όπου ζήτησε από τις ευρωπαϊκές χώρες να σχηματίσουν «μια κοινή οπτική» για την ειρήνη στην Ουκρανία, ιδιαίτερα ενόψει της επικείμενης άφιξης του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στον Λευκό Οίκο.

Η οικονομία είναι αυτή που θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις εκλογές, ιδίως λόγω των υποτονικών επιδόσεών της υπό τον Σολτς.

Τις τελευταίες ημέρες η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη κατά 0,2%, δηλώνοντας ότι «η γερμανική οικονομία θα παραμείνει στάσιμη το χειμερινό εξάμηνο 2024-25 και θα αρχίσει να ανακάμπτει αργά μόνο κατά τη διάρκεια του 2025».

Συνδεδεμένη με τη συζήτηση για την οικονομία θα είναι η εστίαση στην αναζωογόνηση της σημαντικής αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας. Η Κεντρική Τράπεζα έχει δηλώσει ότι τα προβλήματα στον κλάδο είναι «διαρθρωτικά» και, ως εκ τούτου, επιδεινώνουν την ήδη επιβαρυμένη οικονομία.

Σημαντικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Volkswagen, μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες στον κόσμο, αντιμετωπίζουν σημαντικές απολύσεις και κλείσιμο εργοστασίων.

Η μετανάστευση θα είναι επίσης κεντρικό ζήτημα στις γερμανικές εκλογές, καθώς τα κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν ψήφους από την ακροδεξιά του AfD που ανεβαίνει και έχει επιβάλει τη μετανάστευση στην κορυφή της ατζέντας.

Η Λεόνι Βον Ράντοου, δημοσιογράφος του WELT TV, δήλωσε στο CNN ότι «οι εκλογές έρχονται μάλλον σε πολύ καλή στιγμή για το AfD… αυτή είναι μια στιγμή που πολλοί άνθρωποι είναι γενικά πολύ δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση, οπότε θέλουν κάπως να το δείξουν ψηφίζοντας ένα ακραίο κόμμα».

Ο Σολτς επανεισήγαγε ελέγχους στα σύνορα με γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες τους τελευταίους μήνες, κίνηση που πολλοί ερμήνευσαν ως προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια των ψηφοφόρων που μπορεί να στραφούν στο AfD.

Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία θα παίξει επίσης ρόλο στην εθνική συζήτηση. Η Γερμανία υποδέχθηκε περισσότερους Σύρους μετανάστες από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Η καμπάνια για το πώς θα διαχειριστούν οι διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί τους μετανάστες έχει ήδη ξεκινήσει.

Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα αποτέλεσμα στο οποίο το CDU/CSU και ο Φρίντριχ Μερτς δεν θα είναι οι νικητές. Η υπεροχή τους φαίνεται σταθερή και αδιαμφισβήτητη, αλλά το κύριο ερώτημα αφορά τη δημιουργία σταθερής κυβέρνησης. Είναι απίθανο να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία των 630 εδρών, γεγονός που σημαίνει ότι θα χρειαστεί να σχηματίσουν συνασπισμό με ένα (ή περισσότερα) από τα άλλα κόμματα. Η ερώτηση είναι όμως με ποιο;

Αν το AfD καταγράψει τα ποσοστά που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις, θα πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Από την ίδρυσή του το 2013, το κόμμα δεν έχει κερδίσει ποτέ περισσότερες από 94 έδρες. Στις εκλογές του 2021 κατέκτησε την πέμπτη θέση και το 2017 την τρίτη.

Ενώ το AfD θεωρεί τον εαυτό του πιθανό βασιλιά της πολιτικής σκηνής, το CDU/CSU δεν φαίνεται ιδιαίτερα πρόθυμο να τους δώσει τόσο σημαντικό λόγο στη διακυβέρνηση της χώρας.

Ερωτηματικό αποτελεί το SPD, με το οποίο συνεργάστηκαν στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην εποχή Μέρκελ. Ή θα μπορούσαν να κοιτάξουν προς τα αριστερά, προς τους Πράσινους, αλλά αυτό μπορεί να συνοδευτεί από σύγκρουση αρχών και πολιτικών, δεδομένης της πιο αριστερής κατεύθυνσής τους.

Όπως και να έχει, οι εκλογές φαίνεται να αφήνουν το SPD και τον Σολτς βαθιά ταπεινωμένους και να εισέρχονται σε περίοδο αυτοκριτικής και ενδεχομένως να έρχεται ακόμα και το τέλος της πολιτικής του καριέρας.