Από τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης της μοναρχίας στη Ελλάδα η βασική κατηγορία που είχε να αντιμετωπίσει ήταν το γεγονός πως ήταν και θεωρούνταν από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ξενόφερτη.
Με αφορμή λοιπόν την συζήτηση που έχει ξεκινήσει μετά την αίτηση για την απόδοση της ελληνική ιθαγένειας σε δέκα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας, το iefimerida θα επιχειρήσει μια ιστορική αναδρομή πάνω στο θέμα της αμφισβήτησης της ελληνικότητας των μελών της που από ό,τι φαίνεται ξεκινά από πολύ παλιά.
Ο Όθων Α΄, γιος του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ως γνωστόν ανακηρύχθηκε το 1832 πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του κυβέρνησε απολυταρχικά, διατηρώντας τους Βαυαρούς αξιωματούχους που ονομάστηκαν σχηματικά αντιβασιλείς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αυτή τη περίοδο να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις, πολιτικές αναταραχές και επαναστάσεις. Το 1862 εκδιώχθηκε τελικά, μετά από 30 χρόνια εξουσίας και έζησε στη Γερμανία, όπου πέθανε το 1867. Δύο από τους βασικότερους λόγους που οδήγησαν στην εκδίωξη του ήταν η κριτική που του ασκήθηκε πως ο βίος του δεν συμβάδιζε με την άποψη που είχε τότε η κοινή γνώμη περί ελληνικότητας, ο Όθων ήταν καθολικός και συνεπώς δεν πληρούσε τα κριτήρια περί ελληνικότητας που τότε θεωρούσαν ταυτόσημη με την ορθοδοξία. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στο κόμμα των Ναπαίων ή αλλιώς ρωσικό κόμμα που ήταν το υπερσυντηρητικό κόμμα της εποχής και τον αρχηγό του Ανδρέα Μεταξά να στηρίξει ένα ολόκληρο αφήγημα ενάντια στην βαυαρική αυλή που είχε ως βάση την κατηγορία πως ο βασιλέας δεν συμμεριζόταν τις ελληνικές πατροπαράδοτες αξίες.
Στην παραπάνω κατηγορία οι πολέμιοι του βαυαρικού καθεστώτος της αντιβασιλείας προσέθεταν και το γεγονός της ατεκνίας του νεαρού Όθωνα και της βασίλισσας Αμαλίας που σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής δεν κατάφερνε να χαρίσει στο Έθνος τον πρώτο Έλληνα βασιλέα. Το αφήγημα αυτό μεγάλωσε την απόσταση του νεαρού βασιλιά από το λαό του που οδήγησε στην σταδιακή απομάκρυνση του.
Ο «ξένος» βασιλιάς που ένιωσε Έλληνας και συνέβαλε στην επέκταση του ελληνισμού
Σύμφωνα με τον Γ. Μαυρογορδάτο έναν από τους καλύτερους γνώστες της περιόδου του Μεσοπολέμου και πρωθύστερα , ο πιο επιτυχημένος βασιλέας της Νεότερης Ελλάδας ήταν ταυτόχρονα και ο πιο ξένος. Ο Γεώργιος Α΄ (1845-1913) έζησε, αλλά και πέθανε ουσιαστικά ως Δανός πρίγκιπας. Μάλιστα ο ίδιος απευθυνόμενος στα παιδιά του είχε εξομολογηθεί πως παρότι ο ίδιος ήρθε ξένος στην Ελλάδα, παρά ταύτα οι ίδιοι θα πρέπει να ζήσουν στη χώρα ως Έλληνες. Κατά την ανάγνωση του Μαυρογορδάτου το γεγονός πως ο Γεώργιος διατήρησε τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις που θα είχε και στην πατρίδα του, δεν τον εμπόδισε να συμπληρώσει σχεδόν πενήντα χρόνια βασιλείας, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στις κρίσεις, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνισμού.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τον έγκυρο ιστορικό, το φαινόμενο της ξενόφερτης βασιλείας δεν είναι απαραίτητα μόνο ελληνικό. Το ίδιο ισχύει και σε πολλές χώρες που παραμένουν βασίλεια μέχρι σήμερα, χωρίς προοπτική πολιτειακής μεταβολής. Όπως υποστηρίζει, η βρετανική δυναστεία υπήρξε προϊόν εισαγωγής από τη Γερμανία πριν από τρεις αιώνες. Η βελγική δυναστεία επίσης, πριν δύο σχεδόν αιώνες, με ιδρυτή τον παρ’ ολίγο δικό μας πρώτο βασιλέα Λεοπόλδο του Σαξ-Κοβούργου. Το πιο πρόσφατο και εύγλωττο παράδειγμα στην Ευρώπη αποτελεί η Νορβηγία. Όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1905, δεν δίστασε να επιλέξει ως βασιλέα έναν Δανό πρίγκιπα, παρά την εχθρότητα που τη χώριζε από τη Δανία μετά από αιώνες καταπίεσης των Νορβηγών από τους Δανούς.
Στον αντίποδα, κατά τον Γ. Μαυρογορδάτο, ο γιος του Γεωργίου Κωνσταντίνος Α΄ υπήρξε κατά βάθος ο πιο ρωμιός βασιλιάς. Λατρεύτηκε ως Έλληνας και ως απευθείας διάδοχος του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να αποτύχει οικτρά ως βασιλέας, συμπαρασύροντας τη δυναστεία και τη βασιλεία και τερματίζοντας τη μέχρι τότε γενική σχεδόν αποδοχή τους. Μάλιστα το κεντροευρωπαϊκό του αίμα δεν τον εμπόδισε να είναι ιδιαίτερα ανατολίτης, καθώς παροιμιώδης είναι η εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε με μια Ιταλίδα θεατρίνα της εποχής την Πάολα Λοττέρο, παρά το γεγονός πως παράλληλα ήταν παντρεμένος και πατέρας έξι παιδιών.
Το θέμα της ελληνικότητας της τέως βασιλικής οικογένειας παραμένει και σήμερα συζητήσιμο, μάλιστα στο συγκεκριμένο ζήτημα της αμφισβήτησης της ελληνικότητάς τους είχαν αναφερθεί εκτενώς και οι τέως πρίγκιπες Παύλος και ο Νικόλαος στην κοινή τους συνέντευξη που παραχώρησαν στην εκπομπή «365 στιγμές» τον Ιουλίου 2023 και προβλήθηκε από την ΕΡΤ1.
Ερωτηθείς τότε ο Νικόλαος είχε αναφερθεί στο θέμα της ιθαγένειας υποστηρίζοντας πως: «Δεν είναι θέμα επιλογής επιθέτου. Είχα ιθαγένεια. Μας αφαιρέθηκε. Εννοείται ότι τη θέλω. Το να σου αφαιρέσουν την ιθαγένεια είναι κάτι γραφειοκρατικό. Το αν είμαι Έλληνας, το ξέρω εγώ. Στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα. Είμαι Έλληνας και δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς αυτό. Αν υπάρχει βούληση, δεν είμαι αρμόδιος εγώ για το επίθετο, θα το βρούμε», είχε δηλώσει τότε με νόημα. Ακόμη για τα παιδικά του χρόνια και τα μέρη που έχει ζήσει δήλωσε ο τέως πρίγκιπας Νικόλαος: «Παντού αισθανόμουν ξένος. Στην Αγγλία, είμαι ευγνώμων, υπηρέτησα, έζησα, έμαθα τα ήθη και τα έθιμά τους, το χιούμορ τους, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα Άγγλος. Μόλις ήρθα εδώ, αισθάνθηκα ότι εδώ είναι ο τόπος μου. Οι φιλέλληνες είναι ξένοι, αλλά εγώ είμαι Έλληνας. Ήρθα Ελλάδα, την αγαπάω και θέλω να υπηρετήσω, αλλά είμαι Έλληνας».