Αλέξης Τσίπρας: «Η επικαιρότητα σε κυνηγάει όταν υπάρχει κάποιο έλλειμμα από τους ενεργά παρόντες πολιτικούς»
Την άποψη ότι ως πρώην πρωθυπουργός παρεμβαίνει όταν κρίνει ότι είναι «απαραίτητο», ειδικά σε «κρίσιμα εθνικά θέματα» εξέφρασε ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη συζήτηση που είχε με τον διευθυντή της εφημερίδας «Το Βήμα», Περικλή Δημητρολόπουλο στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργανώνει για τα 50 χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής.
Πιο συγκεκριμένα, ερωτηθείς εάν θα επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή, ειδικά τώρα, που βρίσκεται στην επικαιρότητα με αφορμή τα απομνημονεύματα της πρώην καγκελάριου, κυρίας Άνγκελα Μέρκελ, ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «η επικαιρότητα σε κυνηγάει όταν υπάρχει κάποιο έλλειμμα από τους ενεργά παρόντες πολιτικούς».
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Δεν πρέπει να μένεις βουβός, όταν αποσύρεσαι από την πρώτη γραμμή. Δεν αποφάσισα να αποσυρθώ από την πολιτική, απλά έχω την πολυτέλεια να παρεμβαίνω, όποτε κρίνω ότι πρέπει να παρεμβαίνω και σίγουρα δεν αισθάνθηκα να με κυνηγά με τα απομνημονεύματά της η κυρία Μέρκελ. Αντιθέτως, άλλοι θα πρέπει να αισθάνονται κυνηγημένοι».
Αναφερόμενος στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης και στα θετικά επιτεύγματα της περιόδου, είπε ότι θεωρεί θετική οποιαδήποτε προσπάθεια έχει γίνει για να επουλωθούν οι πληγές της περιόδου μετά την Δικτατορία, όπως η τραγωδία της Κύπρου, η ένταση στις ελληνοτουρκικές θέσεις και η υπόθεση της Βόρειας Μακεδονίας.
«Συνεπώς θεωρώ σημαντικές στιγμές την ένταξη τόσο της χώρας μας στην ΕΟΚ, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία επούλωσε μία πληγή σε μία 27ετή διαμάχη», υποστήριξε ο κ. Τσίπρας.
Σχετικά με τις τρέχουσες εξελίξεις σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε ότι βρισκόμαστε ως χώρα «στη μέση ενός τριγώνου αστάθειας Λιβύης-Συρίας-Ουκρανίας και η ενεργητική πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική είναι η στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα και όχι να είναι παθητική. Η Ελλάδα πρέπει να φύγει από τη παθογένεια και να προχωρήσει μπροστά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής».
Προσέθεσε, δε, πως αν η Ελλάδα ελπίζει στην εύνοια της Δύσης έναντι της Τουρκίας, δεν πρόκειται να την αποκτήσει καθώς η θέση της Τουρκίας αναβαθμίζεται, μετά την απόσυρση της Ρωσίας και την αδυναμία της ΕΕ. Τόνισε, επίσης, ότι η «στρατηγική αναβλητικότητας δεν μας ευνοεί, έχει όρια και δημιουργεί κρίσεις που μας πάει βήματα προς τα πίσω, καθώς τα ‘ηρεμα νερά’ δεν είναι διαρκώς ήρεμα».
Ο κ. Τσίπρας συμπλήρωσε ότι δεν είναι υπέρ μιας γρήγορης λύσης στα ελληνοτουρκικά, αλλά μιας λύσης που θα έχει αρχή, μέση και τέλος. «Πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε, να χρησιμοποιήσουμε, με σωστή προετοιμασία, τα εργαλεία που έχουμε, όπως η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης για τον προσδιορισμό των ναυτικών μιλίων, και να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα χωρίς να παρεκκλίνουμε από τις κόκκινες γραμμές μας, δηλαδή την εδαφική κυριαρχία των ελληνικών νησιών, την ασφάλεια των νησιών και την ενότητα του χώρου του Αιγαίου. Ο διάλογος πρέπει να γίνει θεσμικά, με σοβαρότητα, γνώση και διαφάνεια», τόνισε, ενώ λίγο νωρίτερα είχε εκφράσει την ανησυχία του ότι ο διάλογος δεν διεξάγεται πλέον σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων του Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά σε επίπεδο υπουργών.
Σε ερώτηση σχετικά με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο κ. Τσίπρας επανέλαβε προηγούμενες δηλώσεις του ότι, «έχουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας που λήγει η θητεία της σε λίγους μήνες και έχει δικαίωμα ανανέωσης θητείας. Οφείλει να μας πει ο κ. Μητσοτάκης αν σκέφτεται να μην ανανεώσει η κυρία Σακελλαροπούλου τη θητεία της και γιατί. Και οφείλει να το πει διότι με ευθύνη του εξελίσσεται αυτή η συζήτηση».
Τέλος, σημείωσε ότι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι η έλλειψη αντιπολίτευσης και δεν είναι ζητούμενο η επανασυγκόλληση του προοδευτικού χώρου, αλλά η στοιχειώδης συνεννόηση της αντιπολίτευσης για τα σοβαρά θέματα της χώρας μας. «Στην Ελλάδα έχουμε το παράδοξο όχι να πέφτει η Κυβέρνηση, αλλά η αντιπολίτευση», κατέληξε.