Δύο απλά αυτοκίνητα: παλιά Fiat Panda 4×4. Ενα λιγότερο απλό σχέδιο: να τα αγοράσουμε στην Ευρώπη, να τα οδηγήσουμε 1.600 χιλιόμετρα μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο. Πιθανότητα επιτυχίας: μηδέν.
Κατηγορώ το WhatsApp. Μολονότι η ιστορία αφορά δύο Fiat Panda εικοσαετίας, είναι η ειρωνεία της σύγχρονης τεχνολογίας που βρίσκεται στη ρίζα των προβλημάτων μας. Ολα ξεκίνησαν στα τέλη του 2022, όταν ο Ray Collier, ένας φίλος που ξοδεύει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου του δουλεύοντας ως μηχανικός για την ανάπτυξη ελαστικών στην Ισπανία, βαριόταν ένα βράδυ και έκανε αυτό που κάνουν όλοι οι λογικοί άνθρωποι: ήπιε λίγο κρασί και έψαξε στο Google για παλιά αυτοκίνητα.
Μια μέρα αργότερα, ένα μήνυμα WhatsApp έφτασε στο τηλέφωνό μου: «Πρέπει να κάνουμε το εξής: δύο Fiat Panda. Τα αγοράζουμε στην Ανδόρα. Τα οδηγούμε μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο. Το δικό σου είναι το πράσινο, το δικό μου το μπλε. Είσαι μέσα; Χρειάζομαι μια απάντηση το συντομότερο δυνατό, καθώς φεύγουν γρήγορα». Αυτό συνέβη μόλις είχα κατέβει από το αεροπλάνο για το Κατάρ. Το μυαλό μου είχε ψηθεί από τη ζέστη και το τζετ λαγκ και η γυναίκα μου δεν είχε ιδέα ότι ξοδεύω τις οικονομίες μας σε ένα ιταλικό αυτοκίνητο χωρίς καν να το έχω δει.
Δεν είναι από τις αποφάσεις της ζωής μου που θα φέρω ως παράδειγμα στα παιδιά μου. Η λογική έλαμψε διά της απουσίας της σε όλη αυτή τη διαδικασία. Αντίθετα, όλα έγιναν ανάμεσα στο «Εντάξει, ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;» στο «Πόσο κακό μπορεί να γίνει;» και στο «Λοιπόν, δεν το περίμενα αυτό». Εκτοτε ανακάλυψα ότι ακόμη και ο Ray δεν είχε πραγματικά ελέγξει τα αυτοκίνητα. Ενας τύπος που λεγόταν Georg (όχι Kacher…) αγόρασε τα αυτοκίνητα για λογαριασμό μας και τα μετέφερε στην Ισπανία από την Ανδόρα προκειμένου ο Ray να τα παρκάρει έξω από γκαράζ του κοντά στη Βαρκελώνη.
Το WhatsApp ενεργοποιήθηκε, τα χρήματα μεταφέρθηκαν. Κανείς μας δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Georg. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε από προσώπου Γης. Αλλά η ντροπή των Panda παραδόθηκε κανονικά στη Βαρκελώνη και, λίγους μήνες αργότερα, να ’μαστε εδώ για να τα οδηγήσουμε μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο. Τρεις ημέρες πριν από την αναχώρηση ξανά το WhatsApp.
Πόσο άσχημα μπορεί να είναι; Πολύ άσχημα. Αποδεικνύεται ότι το Panda μου είναι αλλεργικό στο καύσιμο, ή τουλάχιστον απρόθυμο να κρατήσει ένα πλήρες ρεζερβουάρ με αυτό – ο Ray πήγε να το γεμίσει με σούπερ αμόλυβδη η οποία κατέληξε στο πάτωμα του εργαστηρίου του, ευγενική προσφορά μιας μεγάλης τρύπας.
Δύο μέρες πριν την αναχώρηση, στο WhatsApp (πάλι), ένα emoji φωτιάς. Στην προσπάθειά του να βγάλει το ρεζερβουάρ για να το επισκευάσει, ένα μικρό μέρος του, καθώς και του αυτοκινήτου και του συνεργείου πήρε ελαφρώς φωτιά. Μία μέρα πριν την αναχώρηση. Πάλι στο WhatsApp. Αλλο ένα emoji με φλόγα. Κάνεις πλάκα!
Ο κεραυνός δεν χτυπάει ποτέ δύο φορές στο ίδιο μέρος, σωστά; Ισως όχι, αλλά οι φωτιές στα γκαράζ φαίνεται ότι λειτουργούν με διαφορετικούς κανόνες. Επομένως θα μπορούσατε να καταλάβετε τη νευρικότητά μου καθώς περίμενα στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης για να φτάσουν τα Panda με οδηγό τον Ray και έναν βοηθό του. Μαζί μου είναι ένας άλλος φίλος, ο Chris Putt, που θα διαπιστώσουμε αργότερα ότι πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο άτομο. Να τοι!
Καθώς τα δύο Panda εμφανίζονται, όλες οι αμαρτίες τους συγχωρούνται. Φαίνονται μικροσκοπικά – μια ζωντανή υπενθύμιση του πόσο τεράστια είναι τα σύγχρονα αυτοκίνητα και χαριτωμένα. Θα ήθελα να παραλληλίσω το αίσθημα χαράς που νιώθω όταν τα βλέπω για πρώτη φορά με τη γέννηση των παιδιών μου, αλλά η γυναίκα μου μόλις πρόσφατα άρχισε να μου ξαναμιλάει, οπότε το παρακάμπτω και λέω ότι τα δίδυμα Panda είναι ένας θαυμαστός φόρος τιμής στην ικανότητα του σχεδιαστή τους, Giorgetto Giugiaro.
Η απόδειξη ότι η ομορφιά κρύβεται στην απλότητα, και ότι η μορφή με τη λειτουργικότητα μπορούν να βρεθούν σε τέλεια αρμονία. Ο τύπος του αυτοκινήτου που είναι εξαιρετικό σε αυτό που πρέπει να κάνει και τίποτα περισσότερο. Το δικό μου είναι εντυπωσιακά καθαρό στο εσωτερικό του για ένα αυτοκίνητο που μόλις πρόσφατα πήρε δύο φορές φωτιά.
Δεν χρειάστηκε να γίνουν πολλές μηχανικές επεμβάσεις για να είναι έτοιμο για το ταξίδι των 1.600 χιλιομέτρων: νέο ψυγείο και μπαταρία, αλλαγή λαδιού μιας φούσκας ημιαξονίου που είχε διαρροή, μια καινούρια λάμπα οπισθοπορείας, ενώ αποφασίσαμε να τοποθετήσουμε και τέσσερα νέα ελαστικά παντός εδάφους 155/65 R14 Davanti Terratoura. Α, ναι, και ένα επισκευασμένο ρεζερβουάρ καυσίμου που τώρα αποτελείται περισσότερο από ρητίνη παρά από μέταλλο.
Πόσο γλυκό είναι αυτό το πραγματάκι να το οδηγείς! Δεν είχα ξαναοδηγήσει ποτέ ένα αυθεντικό Panda, οπότε ήμουν εντελώς στο σκοτάδι για το πώς θα τα κατάφερνε, αλλά οι πρώτες εντυπώσεις στη Βαρκελώνη είναι συγκλονιστικές.
Ο κινητήρας των 1,1 lt είναι απίστευτα ομαλός και τραβάει ευχάριστα από το ρελαντί μέχρι και την κόκκινη γραμμή, αν υπήρχε στροφόμετρο, χωρίς ποτέ να ταράζεται και με εκπληκτική ροπή (84 Nm στις 3.000 rpm). Απέδιδε 55 PS bhp όταν ήταν καινούριος, οπότε θα είναι λιγότεροι τώρα, αλλά με 800 kg κενό βάρος δεν έχει πολλά να κουβαλήσει. Το δικό μου είναι αυτοκίνητο του 2002, οπότε διαθέτει τεχνικά θαύματα όπως κεντρικό κλείδωμα και ψεκασμό καυσίμου. Υπάρχει ακόμη και CD player!
Ενα από τα λίγα λογικά πράγματα σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν η αγορά των αυτοκινήτων στην Ανδόρα. Αποδεικνύεται ότι τα Panda εκεί είναι εξαιρετικά φτηνά και, αν επιλέξεις με σύνεση, παραμένουν σε εκπληκτικά καλή κατάσταση. Παρόλο που είναι ψηλά, στα Πυρηναία χρησιμοποιούν λιγότερο αλάτι στους δρόμους τον χειμώνα, έτσι τα αυτοκίνητα δεν σαπίζουν τόσο πολύ.
Και επειδή είναι 4×4 μπορούμε να τα οδηγήσουμε μέσα από την Ανδόρα εκτός δρόμου, σε μια διαδρομή που χρησιμοποιούν οι λαθρέμποροι μέσα από τα βουνά, με ελάχιστα επανδρωμένα συνοριακά σημεία. Θα πληρώσουμε τα χρέη μας στην κυβέρνηση όταν φτάσουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τώρα είναι δύσκολο να αντισταθούμε σε μια διαδρομή που το Panda θα κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο σχεδιάστηκε.
Ετσι, βρισκόμαστε να ανεβαίνουμε έξω από την Androra la Vella, την πρωτεύουσα της χώρας, στη χιονοδρομική ζώνη και στην αρχή της διαδρομής των λαθρεμπόρων. Είναι μια παράξενη στιγμή. Πηγαίνεις από πολυσύχναστους τουριστικούς δρόμους, με πούλμαν γεμάτα τουρίστες και τρελούς ποδηλάτες, και εκεί που η άσφαλτος διασχίζει μια εκπληκτική διαδρομή μέσα σε δεντροφυτεμένα βουνά ξαφνικά χάνεται ως διά μαγείας.
Δεν υπάρχουν προειδοποιητικές πινακίδες, μόνο μια πολύ απλή διαδικασία: η άσφαλτος τελειώνει, ο χωματόδρομος ξεκινάει. Εδώ είναι που αρχίζω να αγχώνομαι. Η διαδρομή είναι σπαστήρι, με κοφτερές πέτρες που προεξέχουν και κοιτάζουν άπληστα τα πλαϊνά των ελαστικών, και είναι επίσης απόκρημνη. Δεν θα ήθελα να είμαι σε κάτι μεγαλύτερο από ένα Panda γιατί τουλάχιστον σε αυτό το στενό αυτοκίνητο μπορείς να διαλέξεις μια γραμμή γύρω από τις πιο κοφτερές πέτρες.
Η Fiat τοποθέτησε την εξάτμιση κάτω από τον άξονα μετάδοσης κίνησης, έτσι παρόλο που το Panda ανεβαίνει σαν αγριοκάτσικο, ακούω πολλές πέτρες να κροταλίζουν κάτω από το πάτωμα. Εχουμε διανύσει 300 m από τα συνολικά… 80 km της διαδρομής και θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι δεν ήμουν ανήσυχος. Κατά τα άλλα, όμως, το Panda τα καταφέρνει καλά.
Η τετρακίνηση ενεργοποιείται με ένα καθησυχαστικό χτύπημα μέσω μιας χειρολαβής σε σχήμα ομπρέλας πίσω από τον λεβιέ ταχυτήτων. Δεν έχει υποπολλαπλασιασμό αλλά η πρώτη σχέση είναι τόσο κοντή που δεν τον χρειάζεσαι. Είναι δελεαστικό να χρησιμοποιήσεις τα φρένα, αλλά η πρώτη επίσης ελέγχει την ταχύτητα κατάβασης. Εξάλλου το πεντάλ του φρένου είναι τόσο μαλακό που δεν είμαι σίγουρος ότι θα είχε μεγάλη επίδραση στο φρενάρισμα ούτως ή άλλως.
Με τον ήλιο να λάμπει σε έναν ανέφελο ουρανό, η θερμοκρασία ανεβαίνει αμείλικτα. Ελέγχω τον μετρητή θερμοκρασίας του κινητήρα κάθε λίγα λεπτά. Ο Ray που ακολουθεί αναγκάζεται να κάνει κάποιες επισκευές στο δικό του, καθώς το καλώδιο ρεύματος του ανεμιστήρα του ψυγείου πέφτει συνέχεια. Στη διαδρομή είμαστε μόνοι μας. Συναντάμε μόνο ένα αυτοκίνητο σε δύο ώρες οδήγησης καθώς σκαρφαλώνουμε και αναπηδούμε μέσα από απότομους βράχους. Υπάρχουν σημάδια ζωής, όπως ένα κοπάδι αλόγων και μια περίεργη σαύρα, αλλά οι άνθρωποι είναι σπάνιοι – η αντίθεση με το πολυσύχναστο τμήμα της ασφάλτου είναι έντονη.
Η σκόνη βρίσκεται παντού και γρήγορα μαθαίνουμε ότι υπάρχουν δύο επιλογές για τον έλεγχο της ατμόσφαιρας μέσα στο Panda: παράθυρα ανοιχτά, σκόνη παντού, ήπια ζέστη – παράθυρα κλειστά, σκόνη σε λιγότερα σημεία, ζέστη που θυμίζει πυρηνική σχάση. Δεν είναι περίεργο που σημάδια ιδρώτα είναι εμφανή στα καθίσματα του αυτοκινήτου μου, όπως ένας μαραθωνοδρόμος που φοράει το ίδιο μπλουζάκι τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Ενα εγκαταλελειμμένο χωριό φανερώνεται σιγά-σιγά μπροστά μας, με σπίτια φαινομενικά σκαλισμένα στον τεράστιο βράχο του βουνού. Είμαστε δύο ώρες μακριά από τον πλησιέστερο δρόμο, ακόμα πιο μακριά από το πλησιέστερο χωριό, αλλά ακόμα και εδώ οι ευσεβείς άνθρωποι της Ανδόρας έχτισαν μια εκκλησία. Και μια παμπ! Αποδεικνύεται ότι το χωριό δεν είναι τελικά έρημο, πρόκειται για το Tor, παραπλανητικά αόρατο στους περισσότερους χάρτες της Ανδόρας. Μια εξαιρετική στάση για μεσημεριανό γεύμα και συνεχίζουμε τον δρόμο μας, που περιελίσσεται κατά μήκος μιας κοιλάδας και πίσω στην Ισπανία.
Οπως και η μετάβαση στο χώμα, δεν υπάρχει καμία εξωτερική αναγνώριση για αλλαγή της χώρας – το μόνο σημάδι είναι ότι τα τηλέφωνά μας αρχίζουν να χτυπάνε καθώς επιστρέφουμε στις χρεώσεις περιαγωγής της Ε.Ε. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το πόσο εύκολο αποδείχτηκε. Δεν χρειάστηκε να παλέψουμε με πύλες ή θυμωμένους αγρότες, ή ακόμα πιο θυμωμένους περιπατητές. Οι λίγοι άνθρωποι που συναντήσαμε φαίνονταν εξίσου χαρούμενοι με εμάς που απολαμβάναμε τη φύση. Εχουμε πολλά να μάθουμε από αυτό τον τρόπο ζωής. Και τι θέα είναι αυτή! Είμαι αρκετά τυχερός ώστε να έχω μερικές υπέροχες εικόνες όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τα βουνά της Ανδόρας τις ξεπερνούν όλες.
Η μέρα περνάει από τη θολή, εμποτισμένη με δροσιά, ηλιοφάνεια του πρωινού στο σκληρό φως του μεσημεριού και πάλι στο μαλακό φως του δειλινού που φωτίζει τα καταπράσινα βουνά. Αλλού ένας δρόμος θα χάλαγε αυτή τη θέα, αλλά εδώ αυξάνει την περιέργεια δίνοντας στην προοπτική μια αίσθηση κλίμακας και μια ελκυστική ωμότητα. Είναι ένα τεράστιος, έρημος και απειλητικός δρόμος με δύο Fiat είκοσι και πλέον ετών πάνω του. Κατεβαίνουμε σχεδόν 600 m σε λίγα μόλις χιλιόμετρα. Καθώς κατευθυνόμαστε προς το μέρος όπου θα διανυκτερεύσουμε τα Panda μας αντιμετωπίζουν μια τελευταία πρόκληση.
Στρίβοντας σε μια απότομη στροφή ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια απότομη ανηφόρα με σαθρό οδόστρωμα και διάσπαρτους βράχους που δυσκολεύουν την επιλογή της γραμμής. Αλλά το Panda με την κοντή πρώτη του και το χαμηλό του βάρος απλά κρατάει και προχωράει τόσο απρόσκοπτα που σχεδόν καταντάει βαρετό. Χαίρομαι που φοράμε τα ελαστικά παντός εδάφους της Davanti. Βοηθούν στα επίπεδα πρόσφυσης με το πέλμα τους, αλλά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι ότι δύσκολα σκίζονται και κλατάρουν. Εχουμε περάσει από πολλές κοφτερές πέτρες, αλλά και τα δύο αυτοκίνητα επέζησαν.
Αρχίζει να σκοτεινιάζει και τα φώτα του Panda δεν είναι και τα καλύτερα, οπότε ο Ray ανοίγει τον ρυθμό ανεβάζοντας μέχρι και τρίτη ταχύτητα σε κάποια πιο ομαλά κομμάτια, σαν να ξαναζεί το παιδικό του όνειρο με μια Lancia Delta S4. Στην πραγματικότητα, η κοινή καταγωγή τους είναι η μόνη σύνδεση μεταξύ των Panda μας και της Lancia. Το διαπιστώνουμε καθώς μας προσπερνάει εύκολα ένα ζευγάρι από φτιαγμένα Land Cruiser, αφήνοντάς μας μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. Εχουμε διανύσει μόνο 80 km, αλλά ήταν εξαντλητικά, συνεχώς σκανάροντας τον δρόμο μπροστά μας για εμπόδια και με μια μικρή ανησυχία στο πίσω μέρος του κεφαλιού ότι απομένουν 1.500 km μέχρι το σπίτι.
Κατά περίεργο τρόπο, όλο αυτό το off-roading με επηρέασε και σωματικά – δεν το κατάλαβα όσο ήμουν συγκεντρωμένος στην οδήγηση, αλλά καθώς μπαίνουμε στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου αισθάνομαι τους μυς στους πήχεις μου να πονάνε. Πρέπει να κρατούσα το τιμόνι του Panda πιο δυνατά απ’ ό,τι νόμιζα. Παρ’ όλα αυτά, με πέντε κιλά σκόνης στη μύτη μου και ένα Panda που λειτουργεί ακόμα έχουμε επιβιώσει. Η επόμενη μέρα είναι η αρχή του ταξιδιού προς το σπίτι, με περίπου 700 km για να φτάσουμε στη Νάντη, τρεις μαζί (ο Chris, ο βιντεογράφος Luke και εγώ) και με αρκετό εξοπλισμό στο αυτοκίνητο, το οποίο δεν έχει υποστεί υψηλή ταχύτητα σε αυτοκινητόδρομο εδώ και πόσο, μια δεκαετία;
Αν κάτι μπορεί να χαλάσει, θα είναι σήμερα. Το σχέδιο ήταν ο Ray να μας ακολουθήσει στο ταξίδι βόρεια με το αυτοκίνητό του, αλλά η δουλειά στη Βαρκελώνη υποχρεώνει αυτόν και τα υπόλοιπα παιδιά να επιστρέψουν, οπότε είμαστε μόνοι μας σε μια ξένη χώρα, με το τυπικά βρετανικό (θλιβερό) επίπεδο γλωσσικών δεξιοτήτων. Κάπως αναπάντεχα, η διαδρομή μέχρι τη Νάντη περνάει χωρίς περιστατικά.
Το θαρραλέο μικρό Panda διασχίζει τη νότια Γαλλία σαν να έχει γεννηθεί γι’ αυτό, ευτυχισμένο με 100 km/h και με αρκετή ταχύτητα για να προσπερνάει φορτηγά. Η εξωτερική θερμοκρασία είναι στους 20 βαθμούς, οπότε και το Panda φτερουγίζει ευτυχισμένο και αρκετά ήσυχο για να μπορείς να κάνεις μια συζήτηση με τους συνεπιβάτες, η οποία αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας αφού το ραδιόφωνο έχει παραδώσει πνεύμα.
Η τελευταία μέρα, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο ήρεμη. Επρεπε να προλάβουμε ένα πλοίο από το Χερβούργο και 30 λεπτά πριν από την αναχώρησή μας από τη Νάντη ξέρουμε ότι θα το χάσουμε: ακούγεται ένα δυνατό σφύριγμα κάτω από το καπό και ο δείκτης θερμοκρασίας, ο οποίος έχει μείνει αποφασιστικά στους 65 βαθμούς στα καυτά βουνά της Ανδόρας και τις γαλλικές πεδιάδες, αρχίζει να ανεβαίνει απειλητικά. Πρέπει να σταματήσουμε. Θυμάστε τον φίλο μου Chris Putt από νωρίτερα;
Ξαφνικά, αυτός ο τύπος μεταμορφώνεται σε super Chris, κυρίως επειδή είναι το μόνο μέλος της τριάδας που ξέρει πώς λειτουργεί μια μηχανή. Επίσης, δεν είναι από αυτούς που θα ανακοινώσουν τα κακά νέα με τακτ: «Ο σωλήνας του ψυκτικού υγρού κόπηκε». Αχ! Φρενήρες γκουγκλάρισμα. Ποια είναι η καλύτερη επιλογή: φόρτωση σε γερανό, τοπικό συνεργείο, ποδαρόδρομος; Μερικές φορές, ωστόσο, το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγη τύχη. Αποδείχτηκε ότι είχαμε παρκάρει μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από ένα συνεργείο VW – όχι ένα γυαλιστερό γυάλινο παλάτι με ολοκαίνουρια αυτοκίνητα, αλλά ένα πραγματικό συνεργείο, με κανονικούς μηχανικούς με λαδωμένα χέρια.
Τιμή και δόξα σε έναν τύπο που ονομάζεται Michel, ο οποίος είναι μάλλον απίθανο να διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο -τα αγγλικά του είναι τόσο φτωχά όσο και τα δικά μου γαλλικά-, αλλά αυτός ο άνθρωπος πρέπει να δώσει το όνομά του σε πόλεις και κωμοπόλεις και αγάλματα να ανεγείρονται προς τιμήν του. Κόβοντας σωλήνες από ένα άλλο αυτοκίνητο που ήταν για επισκευή και συνδέοντάς τους με συνδετήρες για να τους κρατάνε στη θέση τους είμαστε και πάλι στον δρόμο. Χάσαμε τρεις ώρες από τη ζωή μας, αλλά αυτό ήταν όλο.
Τα επίπεδα άγχους, όμως, αρνούνται να επιστρέψουν στο φυσιολογικό. Κανείς δεν παίρνει τα μάτια του από τον μετρητή θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Καθώς εισερχόμαστε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο συνοριοφύλακας μας κοιτάζει καχύποπτα. Ταλαιπωρημένοι και άγρυπνοι εδώ και 23 ώρες, είμαστε οι τέλειοι υποψήφιοι για τελωνειακό έλεγχο. «Τι στο καλό κάνετε εδώ με ένα αυτοκίνητο με πινακίδες Ανδόρας;».
Αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί άσχημα. Εχω τα χαρτιά μαζί μου, αλλά υπάρχει πάντα μια μικρή αμφιβολία στο μυαλό σου όταν κάποιος με εξουσία σε κοιτάζει καχύποπτα. «Λοιπόν, αστυνόμε, το εισάγουμε. Το οδηγήσαμε σε όλη τη διαδρομή από την Ανδόρα επειδή… λοιπόν, βασικά επειδή είμαστε ηλίθιοι». «Σωστά», έρχεται η απάντηση. Προφανώς, συμφωνεί και μας χαιρετάει.
Επιτέλους, στο σπίτι. Δεδομένης της πολύμηνης, παρατεταμένης διαδικασίας για να φτάσουμε εδώ, είναι σαν να φέρνω ένα κουτάβι στο σπίτι για πρώτη φορά. Θα αρέσει στα παιδιά; Πώς θα ταιριάξει με την οικογένειά μας; Θα με πυροβολήσει η γυναίκα μου; Αλλά το Panda είναι ένα τόσο γοητευτικό μικρό αυτοκίνητο με τόσο έντονο χαρακτήρα που είναι δύσκολο να μην το ερωτευτείς, ακόμα κι αν αναβλύζει βενζίνη σε όλο τον δρόμο του γκαράζ σου ήδη από την πρώτη νύχτα…
FIAT PANDA 4×4ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: 1.108 cc, 8v 4κύλινδρος, 55 PS @ 5.250 rpm, 0 Nm @ 3.000 rpmΚΙΒΩΤΙΟ: ΧΕΙΡΟΚΙΝΗΤΟ 5 ΣΧΕΣΕΩΝΚΙΝΗΣΗ: ΣΤΟΥΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΡΟΧΟΥΣ0-100 km/h:19,5″ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ: 130 km/hΒΑΡΟΣ: 800 kgΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: 8,6 lt/100 kmΤΙΜΗ ΤΩΡΑ: €3.000