Οι ψυχολόγοι (ή έστω κάποιοι από αυτούς) διατείνονται πως ο άνθρωπος έχει την τάση να επανέρχεται στην πλέον τραυματική εμπειρία του για να την ξεπεράσει, έστω και σε μεταγενέστερο χρόνο. Φαίνεται να ισχύει και για τις πολιτικές τραυματικές εμπειρίες.
Πώς εξηγούνται όσα ακούμε για τα απομνημονεύματα της τέως Γερμανίδας Καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ.
Εξηγεί, επίσης, αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία 24ωρα: Πρόσωπα με δημόσιο λόγο να προσπαθούν μέσω των απομνημονευμάτων της Άνγκελα Μέρκελ να δικαιωθούν ετεροχρονισμένα για τη στάση τους το καλοκαίρι του 2015. Μήπως και… ξεπεράσουν το «τραύμα» του αποτελέσματος στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου!
Όπως εύκολα παρατηρεί κανείς, σε τηλεόραση και διαδίκτυο, πρώτοι – πρώτοι κι αγχωμένοι έσπευσαν να «ερμηνεύσουν» όσα αναφέρει στο βιβλίο της η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος όσοι καταγράφθηκαν ως διαπρύσιοι υποστηρικτές της αποδοχής της -τότε- πρότασης των λεγόμενων «θεσμών».
Εκείνης που απορρίφθηκε από τη βούληση της πλειοψηφίας των 6.161.140 ψηφοφόρων με ποσοστό 61,31% υπέρ του «Όχι» έναντι 38,69% του «Ναι». Ένα δημοψήφισμα που αποκάλεσαν διχαστικό ενώ μόνον διχαστικό δεν ήταν. Μια και «διχασμός» σημαίνει …«50-50» και όχι «70-30».
Όπως δηλαδή θα ήταν το πραγματικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αν δεν είχε εξαπολυθεί η μεγαλύτερη επιχείρηση εκφοβισμού ψηφοφόρων που έχει καταγραφεί στην μεταπολιτευτική ιστορία. Μια προσπάθεια που απέτυχε, προκαλώντας… τρόμο -για μερικά 24ωρα- στους θιασώτες και οργανωτές της.
Φυσικά, οι «ερμηνευτές» της Μέρκελ δεν μιλούν ευθέως για εκείνο το δημοψήφισμα. Θα ήταν καλύτερο να ξεχαστεί. Βάλουν όμως εναντίον του, πλαγίως.
Για την ακρίβεια μέσω των αναφορών στον Αλέξη Τσίπρα και στη «φιλική σχέση» με την Γερμανίδα Καγκελάριο η οποία εκτιμούν πως περιγράφεται στα απομνημονεύματα. Κάνουν στην πραγματικότητα «ελεύθερη μετάφραση» κατά πώς τους βολεύει.
Τα διαπραγματευτικά όρια της κυβέρνησης της «πρώτης φοράς Αριστερά» ήταν δεδομένα πολύ νωρίτερα από το καλοκαίρι του 2015. Ήδη από το 2014 ο Αλέξης Τσίπρας σε τηλεοπτική του συνέντευξη στον Ant1 είχε δηλώσει πως «η Ελλάδα ανήκει στο δυτικό πλαίσιο».
Αποσαφηνίζοντας έτσι από τότε πως δεν τίθεται θέμα εκούσιας εξόδου της χώρας από τους δύο βασικούς του πυλώνες: Το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωσή. Ως εκ τούτου για την κυβέρνησή του το δημοψήφισμα του Ιουλίου δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από διαπραγματευτικό εργαλείο.
Αυτό άλλωστε παραδέχεται και η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ στα απομνημονεύματά της. Αναγνωρίζοντας όμως τον αιφνιδιαστικό χαρακτήρα της κίνησης. Μιας και είχε καταστεί σαφές σε προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις -και μάλιστα με έντονο τρόπο- πώς τέτοιοι ελιγμοί δεν γίνονται αποδεκτοί.
Πώς «μεταφράζουν» όμως οι «ερμηνευτές» της Καγκελάριου όλα αυτά; Με τη θεωρία ότι οι ψηφοφόροι της 5ης Ιουλίου… πιάστηκαν κορόιδα. Υποστηρίζοντας πως ο Αλέξης Τσίπρας είχε ήδη διαμορφώσει φιλική σχέση με την Άνγκελα Μέρκελ και ούτε λίγο ούτε πολύ η κυβέρνησή του έκανε «παιχνιδάκια» για να «πουλήσει» στο εσωτερικό της χώρας το 3ο μνημόνιο.
Ένα πρόγραμμα μάλιστα που ήταν αχρείαστο μια και η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά που προηγήθηκε τα είχε όλα τακτοποιημένα και η χώρα θα είχε εξέλθει από την εποπτεία της «Τρόικας» αν έμενε λίγους μήνες ακόμη στην εξουσία.
Ας ξεκινήσουμε από αυτό το τελευταίο: Μιας και διαψεύδεται από την ίδια την Άνγκελα Μέρκελ στα απομνημονεύματά της πως η Ελλάδα ήταν… μισό βήμα από την έξοδο. Όπως ρητά αναφέρει, «ο Αντώνης Σαμαράς είχε αποτύχει να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης».
Πράγμα που σημαίνει η γνωστή θεωρία του «e-mail Χαρδούβελη» που θα έκλεινε μια ώρα αρχύτερα την διαπραγμάτευση πάει περίπατο 9 χρόνια μετά.
Η διάψευση δεν είναι τυχαία. Βλέπετε οι λεγόμενοι «θεσμοί» είχαν συγκεκριμένους στόχους στο μυαλό τους. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν:
Η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση» μέσω της μείωσης μισθών και της απαλοιφής του πλέγματος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που μέχρι το 2028 δεν προβλέπεται να επανέλθει.
Εγγυήσεις χρέους που θα «περνούν» μέσω του ελέγχου της δημόσιας περιουσίας έστω και με αντάλλαγμα ρυθμίσεις.
Θωράκιση ενός μηχανισμού που θα αναφέρεται κατευθείαν στις Βρυξέλλες (ΤτΕ, ΑΑΔΕ, ΟΔΔΗΧ, ΕΛΣΤΑΤ κλπ).
Μέτρα που απαιτούσαν χρόνο και κυρίως κυβερνήσεις που να μπορούσαν να διαχειριστούν τις πολιτικές τους επιπτώσεις.
Οι δύο κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, προβάλλοντας τις δικές τους προτεραιότητες και αφηγήματα. Αυτά κρίθηκαν, όπως κρίθηκαν, στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2015 έως το 2023.
Όμως, η μεταχρονολογημένη επίθεση στις κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα και στον ίδιο προσωπικά από τα κέντρα που εκπορεύονται δεν έχουν στόχο τόσο τον πρώην πρωθυπουργό και το παρελθόν. Έχουν κυρίως στόχο την εμπέδωση μιας συγκεκριμένης οπτικής για τα γεγονότα του 2015 με το βλέμμα στο μέλλον.
Με λίγα λόγια επιδίωξη είναι να «σφηνώσει» στο μυαλό μας το εξής: Την επόμενη φορά που θα μας έρθει η φαεινή ιδέα να αμφισβητήσουμε συνταγές ακραίας λιτότητας προερχόμενες από τους ίδιους ή παρεμφερείς οργανισμούς, μάλλον θα έχουμε πέσει θύματα απάτης. Αφού αυτά δεν γίνονται.
Βλέπετε το «βάστα Σόιμπλε» παραμένει ζωντανό στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά τον θάνατο του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας.