Μετά από 40 χρόνια φαίνεται πως η διάσημη ανά την υφήλιο παραλία Ναυάγιο στη Ζάκυνθο αποκτά ιδιοκτήτη.

Κι αυτό μετά την παραχώρηση της διαχείρισης, προστασίας και αξιοποίησης της περιοχής στον Δήμο Ζακύνθου, όπως προβλέπει, σε διάταξή του, το φορολογικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.

«Στο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών με τίτλο “Μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος, φορολογικά κίνητρα για την καινοτομία και τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις”, το οποίο αναρτήθηκε χθες στη δημόσια διαβούλευση, περιλαμβάνεται διάταξη με την οποία γίνεται η παραχώρηση της χρήσης αιγιαλού, παραλίας και θαλάσσιου χώρου της περιοχής “Ναυάγιο Ζακύνθου” στον Δήμο Ζακύνθου, αφού πρώτα γίνουν οι βασικές εργασίες διάσωσης του ναυαγίου από το Δημόσιο, χωρίς αντάλλαγμα για τη διαχείριση, προστασία και αξιοποίησή της.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Δήμος Ζακύνθου αναλαμβάνει και την εκτέλεση έργων και εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης της περιοχής και των έργων, εγκαταστάσεων και υποδομών αυτής. Επίσης, καθιερώνεται εισιτήριο εισόδου υπέρ του Δήμου Ζακύνθου και αποτελεί έσοδο που αξιοποιείται υποχρεωτικά για τη χρηματοδότηση έργων που εξυπηρετούν τις υποδομές αλλά και τις αναπτυξιακές ανάγκες της Ζακύνθου, ενώ ποσοστό 15% του εισιτηρίου θα αποδίδεται από τον Δήμο Ζακύνθου στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και όμοιο ποσοστό στον Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.», ανέφερε σε ανάρτησή του ο βουλευτής Ζακύνθου της ΝΔ Διονύσης Ακτύπης, ο οποίος έδωσε με τη νέα δημοτική αρχή μεγάλο αγώνα για τη συγκεκριμένη περιοχή προκειμένου να αξιοποιηθεί, αλλά και να σωθεί το πλοίο «Παναγιώτης», που αποτελεί την ατραξιόν της παραλίας.

Μιλώντας στο iefimerida, o κ. Ακτύπης σημείωσε: «Μετά από 40 χρόνια, επιτέλους, η παραλία Ναυάγιο της Ζακύνθου αποκτά και με νόμο ιδιοκτήτη τον δήμο. Το “Ναυάγιο” ανήκει και επίσημα στη ζακυνθινή κοινωνία. Ένας αγώνας χρόνων και προσωπικών διεκδικήσεων φτάνει στο τέλος του. Ωστόσο, δεν υπάρχει καθόλου χρόνος, γιατί μέσα σε έξι μήνες θα πρέπει να έχουμε ολοκληρώσει τα έργα ανάπλασης στον χώρο πάνω από το Ναυάγιο, αλλά και να έχει ολοκληρωθεί και η επισκευή του πλοίου “Παναγιώτης”. Η μελέτη του Πολυτεχνείου για τη διάσωση του πλοίου πρέπει να εφαρμοστεί, ενώ τώρα βρισκόμαστε στην εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης για την επέκταση της παραλίας κατά 30 μέτρα. Η μελέτη αυτή πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου και την έχει αναλάβει το ΤΑΙΠΕΔ».

Η σχετική διάταξη του νομοσχεδίου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας αναφέρει:

«Παραχώρηση χρήσης αιγιαλού, παραλίας και θαλάσσιου χώρου της περιοχής “Ναυάγιο Ζακύνθου” στον Δήμο Ζακύνθου, αφού πρώτα γίνουν οι βασικές εργασίες διάσωσης του ναυαγίου από το Δημόσιο, χωρίς αντάλλαγμα για τη διαχείριση, προστασία και αξιοποίησή της. Στο πλαίσιο αυτό ο Δήμος Ζακύνθου αναλαμβάνει και την εκτέλεση έργων και εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης της περιοχής και των έργων, εγκαταστάσεων και υποδομών αυτής. Επίσης, καθιερώνεται εισιτήριο εισόδου υπέρ του Δήμου Ζακύνθου και αποτελεί έσοδο που αξιοποιείται υποχρεωτικά για τη χρηματοδότηση έργων που εξυπηρετούν τις αναπτυξιακές ανάγκες της Ζακύνθου και ιδίως της περιοχής “Ναυάγιο Ζακύνθου”. Ποσοστό 15% του εισιτηρίου αποδίδεται από τον Δήμο Ζακύνθου στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και όμοιο ποσοστό αποδίδεται στον Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α».

Η δικαστική εκκρεμότητα με τους κληρονόμους του πλοίου «Παναγιώτης»

Τροχοπέδη στην προσπάθεια των Αρχών να σώσουν το πλοίο «Παναγιώτης» στον όρμο του Ναυαγίου η εκδίκαση, αρχές Δεκεμβρίου, της υπόθεσης που αφορά την αίτηση αναίρεσης των κληρονόμων των ιδιοκτητών του «Παναγιώτη», οι οποίοι διεκδικούν την ιδιοκτησία του πλοίου από το Ελληνικό Δημόσιο εδώ και χρόνια, προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να αναλάβουν την επισκευή και τουριστική αξιοποίησή του.

Η δικαστική διαμάχη μεταξύ ιδιοκτητών, Δήμου Ζακύνθου και ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016, όταν κατατέθηκε από τον Αλέξανδρο Σουλάνη, τον έναν εκ των ιδιοκτητών του πλοίου -οι άλλοι δύο ήταν οι Παναγιώτης Λυσικάτος και Ευστράτιος Σταυράκης, όλοι τους ναυτικοί-, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Ειρηνοδικείο Ζακύνθου. Το 2017 το Ειρηνοδικείο απέρριψε τα ασφαλιστικά μέτρα και οι ιδιοκτήτες προσέφυγαν στο Πρωτοδικείο, το οποίο απέρριψε και αυτό τα ασφαλιστικά μέτρα. Το 2021 οι κληρονόμοι των τριών ναυτικών κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου στον Άρειο Πάγο, η απόφαση του οποίου αναμένεται αρχές Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με πιστοποιητικό κυριότητας του πλοίου το οποίο έχουν στα χέρια τους οι κληρονόμοι των ιδιοκτητών του, και το οποίο εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2014 από τον τομέα νηολογίων και ναυτικών υποθηκολογιών του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, ιδιοκτήτες εμφανίζονται οι τρεις ναυτικοί.

«Στα δικαστήρια που έχουν γίνει αυτοί που διεκδικούν την ιδιοκτησία του πλοίου έχουν χάσει. Έχουν χάσει την κυριότητα γιατί το πλοίο δεν είναι αξιόπλοο. Είναι μέσα στον αιγιαλό, στη δημόσια περιουσία, και μετά από 40 χρόνια δεν μπορούν να το διεκδικήσουν. Θεωρώ ότι δεν θα υπάρξει κανένα θέμα με αυτή τη δικαστική εκκρεμότητα στον Άρειο Πάγο, στον οποίο προσέφυγαν γιατί είχαν χάσει και πρωτόδικα και σε δεύτερο βαθμό», εξηγεί ο βουλευτής κ. Ακτύπης.

Η ιστορία του πλοίου «Παναγιώτης» ξεκινά το 1937, όταν ναυπηγήθηκε με το όνομα «Saint Bedan» στη Σκωτία. Ο Έλληνας που το αγόρασε το 1964 το μετονόμασε σε «Μερόπη», ενώ όταν άλλαξε και πάλι ιδιοκτησία, το 1966, μετονομάστηκε σε «Χάρις». Το 1975 έγινε ακόμη μία αγοραπωλησία, όπου οι νέοι ιδιοκτήτες τού έδωσαν το όνομα «Παναγιώτης». Αυτή ήταν και η τελευταία του ονομασία, μέχρι το ναυάγιό του τον Οκτώβριο του 1980.

Η αντίστροφη μέτρηση για το ναυάγιο του «Παναγιώτης» στον όρμο Σπιριλί, όπως λεγόταν μέχρι και το 1981 η διάσημη παραλία, ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1980, όταν από το λιμάνι του Αργοστολίου στην Κεφαλονιά έλυνε κάβους με προορισμό τον Πειραιά. Ωστόσο, μία ώρα μετά τον απόπλου ο πλοίαρχος ανακοίνωνε στο πλήρωμα πως το καράβι θα πήγαινε στην Τυνησία αντί για τον Πειραιά, αφού ο πλοιοκτήτης είχε έρθει σε επαφή με άτομα της ιταλικής μαφίας για να παραλάβει μια μεγάλη ποσότητα λαθραίων τσιγάρων ανοιχτά του πελάγους, τα οποία στη συνέχεια θα ξεφόρτωναν σε σκάφη της ιταλικής μαφίας ανοιχτά της Νάπολης. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1980 το πλοίο «Παναγιώτης» συναντήθηκε στα ανοιχτά με άλλο πλοίο, από το οποίο έγινε η μεταφόρτωση των λαθραίων τσιγάρων. Η αξία των 1.895 κουτιών λαθραίων τσιγάρων ήταν κάπου στα 200.000 δολάρια, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή.

Πάνω στο ελληνόκτητο πλοίο βρίσκονταν επτά Έλληνες και δύο Ιταλοί, μέλη της μαφίας οι οποίοι ήλεγχαν και το φορτίο των λαθραίων τσιγάρων. Όπως αποκαλύπτεται από τις καταθέσεις, πλοίαρχος και πλοιοκτήτης αποφάσισαν να γυρίσουν το πλοίο με τα λαθραία τσιγάρα στην Ελλάδα, προκειμένου να πουλήσουν εκείνοι το εμπόρευμα.

Μάλιστα, προφασιζόμενοι ότι οι Ιταλοί δεν έχουν πληρώσει τον απαιτούμενο ναύλο, το πλοίο έβαλε πλώρη για την Ελλάδα. Νύχτα της 1ης Οκτωβρίου 1980 το πλοίο «Παναγιώτης» βρισκόταν ανοιχτά της Ζακύνθου. Οι ισχυροί βορειοδυτικοί άνεμοι χτυπούσαν ανελέητα το motorship, το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρή μηχανική βλάβη. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα κοιμούνταν, ενώ κάποια στιγμή ακούστηκε εκκωφαντικός θόρυβος από το μηχανοστάσιο. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Στις 4.30 τα ξημερώματα της 2ας Οκτωβρίου το πλοίο «Παναγιώτης» προσάραξε, ενώ είχαν προηγηθεί χτυπήματα στα βράχια. Μέσα στη νύχτα και οι 9 επιβαίνοντες βρέθηκαν στην άμμο.

Με το πρώτο φως της ημέρας ο καπετάνιος έδωσε εντολή να βγάλουν στην ακτή 280 κιβώτια με λαθραία τσιγάρα. Το νερό που είχε μπει στο αμπάρι είχε καταστρέψει αρκετά, ενώ κάποια είχαν τραβηχτεί στη θάλασσα. Η πρόσβαση από την παραλία σε δρόμο ήταν αδύνατη. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου 1980, κάνοντας κουπί σε μια βάρκα διάσωσης, έφθασαν σε έναν ορμίσκο βορειότερα, από το σημείο προσάραξης. Από εκεί κατευθύνονται στο χωριό Βολίμες και από εκεί στο Λιμεναρχείο για να ενημερώσουν για το ναυάγιο. Οι κάτοικοι του χωριού που έμαθαν τα νέα έσπευσαν να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν.

Πολλές κούτες λαθραίων τσιγάρων κατέληξαν σε στάνες και σε αποθήκες, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος βρήκε το Λιμενικό. Το τσιγαράδικο «Παναγιώτης», ένα από τα πολλά της εποχής, βρέθηκε στη δίνη όχι τόσο της θάλασσας, όσο της ίδιας της φύσης αυτής της δουλειάς. Στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι λαθρέμποροι. Ακολούθησε η λεηλασία του πλοίου, μέχρι που έμεινε ένα κουφάρι το οποίο κατατρώνε η αλμύρα, η βροχή και ο αέρας.

Τα κύματα συσσώρευσαν όλα αυτά τα χρόνια άμμο και βότσαλα, μεγαλώνοντας την παραλία, η οποία έχει τη σημερινή μορφή.