Εκατομμύρια ευρώ από ληστείες και κλοπές ξεπλένουν εγκληματικές οργανώσεις Ρομά επενδύοντας σε γνωστή αλυσίδα καφέ, ανοίγοντας καταστήματα με τη μέθοδο του franchise, όπως και σε πολυτελείς ανακαινίσεις δικών τους ακινήτων, τα οποία αποκτούν με τα κλεμμένα.
Δεκάδες υποθέσεις απασχολούν την Αρχή για το Ξέπλυμα και το νεοσύστατο «Ελληνικό FBI». Μία τέτοια εγκληματική οργάνωση που εξαρθρώθηκε απέσπασε λεία 1,5 εκατ. ευρώ, έπαιρνε προνοιακά επιδόματα και έκρυβε δεσμίδες με 500ευρα σε… κάλτσες.
Η αύξηση των παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων και η διείσδυση εγκληματικών ομάδων στο ξέπλυμα χρήματος αποτελούν σήμερα μια σοβαρή πρόκληση για τις ελληνικές Αρχές και ειδικότερα το «Ελληνικό FBI» όπως συχνά αποκαλείται η νεοσύστατη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος. Σε μια κοινωνία όπου το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται με ολοένα και πιο περίπλοκες μεθόδους, το οικονομικό έγκλημα που σχετίζεται με την παραβατικότητα των Ρομά έρχεται να φωτίσει έναν νέο κίνδυνο: τη μετατροπή των παράνομων εσόδων σε «νόμιμες» επενδύσεις, οι οποίες αφομοιώνονται στην καθημερινή ζωή και την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα.
Με επενδύσεις σε καταστήματα και ακίνητα, οι δράστες κατορθώνουν να «νομιμοποιούν» την παράνομη λεία τους δημιουργώντας προκλήσεις που υπερβαίνουν τα στενά όρια της αστυνομικής αντιμετώπισης. Οι νέες μέθοδοι καταπολέμησης απαιτούν όχι μόνο αστυνομική δράση, αλλά και συνδυασμό νομικών, οικονομικών και κοινωνικών εργαλείων, ως τη μόνη προσέγγιση που θα μπορούσε να έχει πιθανότητες επιτυχίας στην αναχαίτιση του φαινομένου.
H Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος έχει εντατικοποιήσει τις έρευνές της γύρω από εγκληματικές οργανώσεις Ρομά που δραστηριοποιούνται σε κλοπές και διαρρήξεις σε σπίτια και επιχειρήσεις, με έμφαση πλέον στο ενδεχόμενο ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Η μονάδα αυτή χρησιμοποιεί ειδικούς αναλυτές για τη διερεύνηση της οικονομικής διάστασης των υποθέσεων, καθώς αποκαλύπτεται ότι τα κέρδη από τις παράνομες αυτές δραστηριότητες κατευθύνονται σε διάφορες μορφές «επενδύσεων».
Το franchise καφέ
Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες «επενδυτικές» τάσεις των εν λόγω συμμοριών είναι το άνοιγμα καταστημάτων με την επωνυμία γνωστής αλυσίδας καφέ, καθώς οι τιμές κτήσης τους θεωρούνται σχετικά προσιτές. Οι Αρχές εξετάζουν κάθε συναλλαγή και ερευνούν ενδελεχώς τη διαδικασία απόκτησης παραρτημάτων της συγκεκριμένης επιχείρησης, καθώς ο στόχος είναι να διαπιστωθεί εάν αυτά τα καταστήματα λειτουργούν ως «οχήματα» για το ξέπλυμα των παράνομων εσόδων, κάτι που φαίνεται να είναι και το πιθανότερο.
Το φαινόμενο όμως δεν περιορίζεται στις αγορές franchise καταστημάτων καφέ. Ενα άλλο μεγάλο μέρος των παράνομων εσόδων φαίνεται να κατευθύνεται στην αγορά ακινήτων και στις ανακαινίσεις τους με πολυτελή υλικά, που πολλές φορές δεν δικαιολογούνται από τα δηλωμένα εισοδήματα των αγοραστών. Οι περιοχές του Ζεφυρίου και των Λιοσίων αποτελούν «εστίες» αυτών των δραστηριοτήτων, με αρκετά ακίνητα να μετατρέπονται σε πολυτελείς κατοικίες.
Μια εντυπωσιακή υπόθεση νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ήρθε πρόσφατα στο φως με την εξάρθρωση μιας εγκληματικής οργάνωσης Ρομά, η οποία διοχέτευε τα κέρδη της από παράνομες δραστηριότητες σε επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων και σε πολυτελείς ανακαινίσεις κατοικιών.
Η ομάδα, με κέρδη που ξεπερνούν το 1,5 εκατ. ευρώ, είχε εστιάσει στην αγορά ακινήτων στη Δυτική Αττική, τα οποία ανακαίνιζε με πανάκριβα υλικά και πολυτελείς προσθήκες, δίνοντας την εντύπωση ενός άκρως επιτυχημένου και νόμιμου επενδυτικού προφίλ. Οι κατοικίες αυτές, πέρα από χώρους διαμονής, λειτουργούσαν σαν «βιτρίνες», εξυπηρετώντας ως μέσα για τη νομιμοποίηση των εσόδων τους, και κρύβοντας τις παράνομες δραστηριότητες πίσω από μια επίφαση νομιμότητας.
Τα 500ευρα
Κλείσιμο
Κατά τη διάρκεια των ερευνών, οι αστυνομικές αρχές εντόπισαν δεσμίδες χαρτονομισμάτων των 500 ευρώ, τις οποίες τα μέλη της οργάνωσης είχαν κρύψει σε κάλτσες για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της εφόδου των Αρχών σε ένα από τα σπίτια μέλους της οργάνωσης, για να μη βρουν τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τις κλοπές και τις ληστείες, τα πέταξε από το παράθυρο μέσα σε ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες. Εκπληκτοι οι αστυνομικοί που το εντόπισαν, είδαν ότι μέσα στις κάλτσες υπήρχε μια μεγάλη δεσμίδα με χαρτονομίσματα των 500 ευρώ. Το συγκεκριμένο εύρημα επιβεβαίωσε την ανάγκη των μελών να διατηρήσουν το ρευστό από τις κλοπές και τις ληστείες, δημιουργώντας έναν «θησαυρό» μετρητών, τον οποίο μπορούσαν εύκολα να κρύψουν ή να μεταφέρουν όποτε χρειαζόταν.
Να σημειωθεί ότι η σπείρα δρούσε με ιδιαίτερα μεθοδικό τρόπο. Οι δράστες είχαν συγκροτήσει μια καλά οργανωμένη ομάδα, στην οποία κάθε μέλος είχε έναν συγκεκριμένο ρόλο. Δρούσαν συνήθως σε ομάδες των τριών ή περισσοτέρων ατόμων και χρησιμοποιούσαν διάφορες τακτικές για να εισβάλλουν σε κατοικίες, κυρίως με στόχο ηλικιωμένα άτομα. Με πρόσχημα ότι ήταν τεχνικοί, υπάλληλοι της ΔΕΗ ή συντηρητές ανελκυστήρων, οι δράστες προσέγγιζαν τα θύματά τους, τα οποία τους επέτρεπαν την είσοδο, καθώς πείθονταν για την υποτιθέμενη «βλάβη» που έπρεπε να ελεγχθεί στο σπίτι. Τα μέλη της συμμορίας φορούσαν γάντια και μάσκες για να αποφύγουν την ταυτοποίηση, ενώ απασχολούσαν τους ιδιοκτήτες στην κουζίνα, αφήνοντας τους συνεργούς τους να «σαρώνουν» ανενόχλητοι το υπόλοιπο σπίτι για χρήματα, κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Η αστυνομική επιχείρηση που οδήγησε στην εξάρθρωση της οργάνωσης πραγματοποιήθηκε τόσο στην Αττική όσο και στο Ηράκλειο Κρήτης, με τη συμμετοχή ειδικών επιχειρησιακών μονάδων. Συνελήφθησαν δέκα μέλη της συμμορίας, ενώ άλλα τρία άτομα ταυτοποιήθηκαν ως μέλη, σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία που περιλαμβάνει κατηγορίες για εγκληματική οργάνωση, κλοπές, ληστείες, απάτες, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και παράβαση των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών.

Οι περιοχές του Ζεφυρίου και των Λιοσίων αποτελούν «εστίες» αυτών των δραστηριοτήτων, με αρκετά ακίνητα να μετατρέπονται σε πολυτελείς κατοικίες

Ο 32χρονος αρχηγός και ο 34χρονος υπαρχηγός της ομάδας είχαν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία της. Ο αρχηγός ήταν υπεύθυνος για την επιλογή των στόχων, συντονίζοντας τις επιχειρήσεις και παρέχοντας πρόσβαση στους χώρους, ενώ δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει βία, αν χρειαζόταν. Ο υπαρχηγός, από την πλευρά του, είχε τον ρόλο του παρατηρητή, παραμένοντας έξω από τις κατοικίες και επιτηρώντας τις κινήσεις των περιοίκων. Επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τα υπόλοιπα μέλη, ενημερώνοντάς τα για κάθε κίνηση, και οδηγούσε το «επιχειρησιακό» αυτοκίνητο, διευκολύνοντας τη γρήγορη διαφυγή μετά την ολοκλήρωση της ληστείας. Η έρευνα της Αστυνομίας αποκάλυψε ακόμη ότι τα μέλη της οργάνωσης ταξίδευαν συχνά από την Αττική προς την επαρχία, είτε για να αποφύγουν τις αστυνομικές επιχειρήσεις είτε για να επεκτείνουν τη δράση τους σε νέες περιοχές. Επιπλέον, αποκαλύφθηκε ότι τα μέλη της συμμορίας είχαν φιλικούς ή συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους, γεγονός που συνέβαλε στην αφοσίωση και τη συνοχή της ομάδας, καθιστώντας τη δύσκολη στην ανίχνευση.
Τα προνοιακά επιδόματα
Η πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης περιλάμβανε και μια σημαντική οικονομική πτυχή, μέσω της οποίας οι Αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα κέρδη της ομάδας όχι μόνο κατευθύνονταν σε πολυτελείς ανακαινίσεις, αλλά χρησιμοποιούνταν και για την απόκτηση και συντήρηση περιουσιακών στοιχείων, όπως για παράδειγμα πολυτελή Ι.Χ. Η συμμορία είχε φροντίσει να εμφανίζεται με ένα προφίλ «χαμηλού εισοδήματος», κάνοντας χρήση προνοιακών επιδομάτων και χρωστώντας μεγάλα ποσά στην Εφορία, ενισχύοντας έτσι την εικόνα μιας φαινομενικά αθώας οικονομικής κατάστασης, ενώ τα πραγματικά τους εισοδήματα προέρχονταν από εκτεταμένες παράνομες δραστηριότητες.
Η δράση αυτής της οργάνωσης φέρνει στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο εγκληματικές ομάδες επενδύουν τα παράνομα έσοδα σε ακίνητα και επιχειρήσεις, μετατρέποντας τον παράνομο πλούτο σε νόμιμο μέσω φαινομενικά αθώων επενδύσεων. Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και η Αρχή για το Ξέπλυμα συνεχίζουν να αναλύουν τις οικονομικές διαδρομές αυτών των παράνομων εσόδων, εστιάζοντας στις συνδέσεις και τις συνεργασίες μεταξύ των μελών των εγκληματικών αυτών οργανώσεων.
Η χρήση προηγμένων τεχνικών ανάλυσης και η συνεργασία με άλλους φορείς αποτελεί βασικό άξονα της στρατηγικής τους, με στόχο την πλήρη αποκάλυψη και εξάρθρωση των παράνομων κυκλωμάτων. Οι Αρχές ευελπιστούν ότι θα κατορθώσουν να περιορίσουν το φαινόμενο των κλοπών, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι η απειλή της φυλάκισης δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τους Ρομά, οι οποίοι, όταν συλλαμβάνονται, εκμεταλλεύονται τα νομικά «παραθυράκια» και σύντομα επιστρέφουν στην κοινωνία και την παρανομία, εντελώς ελεύθεροι να συνεχίσουν τη δράση τους. Παρόλ’ αυτά, οι αρμόδιοι διαπιστώνουν ότι αυτό που πραγματικά τους τρομάζει είναι η απώλεια των κεκτημένων τους, είτε πρόκειται για κατοικίες, είτε για οχήματα, αλλά και για τα χρήματά τους. Γι’ αυτό και οι διωκτικές αρχές εστιάζουν πλέον σε περιουσιακές απώλειες, σαν το πιο αποτελεσματικό μέσον αποτροπής της παραβατικότητας.

Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ

Αποδοχή