Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Τζο Μπάιντεν παίζουν τα τελευταία χαρτιά τους ενόψει της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Μετά το πράσινο φως του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ και του Λονδίνου στο Κίεβο και τη χρήση δυτικών πυραύλων κατά στόχων στη Ρωσία από τις ουκρανικές δυνάμεις, ο Πούτιν άναψε το πράσινο φως για την εκτόξευση την περασμένη Πέμπτη του ικανού να φέρει πυρηνικές κεφαλές βαλλιστικού πυραύλου μεσαίου βεληνεκούς «Oreshnik» κατά εργοστασίου κατασκευής πυραύλων στο Ντνίπρο της κεντρικής Ουκρανίας, κίνηση που θορύβησε τον Τραμπ, όπως δήλωσε χθες ο Μάικ Γουόλτς, ο επόμενος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου.
Ο Πούτιν διεμήνυσε στο διάγγελμά του ότι το Κρεμλίνο θεωρεί πλέον ότι έχει το «δικαίωμα» να πλήττει «στρατιωτικές εγκαταστάσεις» χωρών που προμηθεύουν το Κίεβο με όπλα μεγάλου βεληνεκούς «δείχνοντας» σαφώς προς την κατεύθυνση των ΗΠΑ και της Βρετανίας και επιτείνοντας την αίσθηση διεθνώς ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εισέλθει σε μια νέα λίαν επικίνδυνη φάση.
Ένα 24ωρο νωρίτερα ο Ρώσος πρόεδρος υπέγραψε το επικαιροποιημένο πυρηνικό δόγμα της χώρας του κατεβάζοντας τον πήχη για τη χρήση πυρηνικών βομβών και μολονότι η κίνηση αυτή του Κρεμλίνου ερμηνεύτηκε αρχικά στη Δύση ως άλλη μια προσπάθεια εκφοβισμού, πήρε νέα διάσταση την επομένη υπό το πρίσμα της εκτόξευσης του πυραύλου Oreshnik και τις απειλές Πούτιν ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει αποκτήσει πλέον «στοιχεία παγκόσμιας αναμέτρησης».
Αναλυτές και διεθνή ΜΜΕ επισημαίνουν ότι ο Πούτιν με την εκτόξευση του εν λόγω πυραύλου ήθελε να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη Δύση, καθώς ετοιμάζεται να επιστρέψει στο Οβάλ Γραφείο ο Τραμπ, που έχει δεσμευτεί να τερματίσει μέσα σε ένα 24ωρο τον πόλεμο.
Την ώρα που ο Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να ενισχύσει στο μέτρο του δυνατού τη διαπραγματευτική ισχύ της Ουκρανίας ενόψει συνομιλιών για τον τερματισμό της σύγκρουσης με το πράσινο φως για τη χρήση πυραύλων ATACMS και την αποστολή ναρκών κατά προσωπικού, ώστε να αναχαιτίσει το Κίεβο την προέλαση των ρωσικών δυνάμεων, που έχουν κατακτήσει το πρώτο δεκάμηνο του έτους εξαπλάσια ουκρανικά εδάφη απ’ ό,τι τον προηγούμενο χρόνο, και να συγκρατήσει υπό τον έλεγχό του όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της ρωσικής περιφέρειας του Κουρσκ, ο Πούτιν παίζει και αυτός τα τελευταία του χαρτιά.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Ο’Μπράιαν, τελευταίο σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του Τραμπ κατά την πρώτη θητεία του στον Λευκό Οίκο, το όραμα του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ είναι να αναδειχθεί ως «ειρηνοποιός».
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ακόμη και στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ απέτυχε στις προσπάθειές του να κλείσει επιτυχείς συμφωνίες με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Και στα τέσσερα χρόνια αφότου αποχώρησε από το Οβάλ Γραφείο, ο κόσμος έχει προχωρήσει, αλλάζοντας με τρόπους που σημαίνουν ότι αντιμετωπίζει ένα πολύ πιο σκληρό διεθνές περιβάλλον από ό,τι την προηγούμενη φορά – ένα περιβάλλον που καθιστά απίθανο ότι ακόμη και οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, που έχουν εξαντλήσει όλες τις πλευρές, θα τελειώσουν σύντομα.
Ο Τραμπ αντιμετωπίζει ήδη την προοπτική να αθετήσει μια από τις μεγαλύτερες προεκλογικές του υποσχέσεις, έχοντας επανειλημμένα υποσχεθεί να τερματίσει αυτόν τον πόλεμο «πριν καν γίνω πρόεδρος».
Στη διάρκεια του καλοκαιριού είπε ότι θα το έκανε «σε 24 ώρες», προφανώς κηρύσσοντας κατάπαυση του πυρός στις σημερινές γραμμές του μετώπου και στη συνέχεια συνάπτοντας μια συμφωνία στην οποία η Ουκρανία θα εγκαταλείψει κάποια εδάφη -όπως και τη μελλοντική ένταξη στο ΝΑΤΟ- με αντάλλαγμα την ειρήνη. Αλλά οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία απαιτεί οι γραμμές του μετώπου να είναι κάπως σταθερές, και σε μια τηλεφωνική κλήση δύο ημέρες μετά τις εκλογές, ο Τραμπ φέρεται να προειδοποίησε τον Βλαντίμιρ Πούτιν να μην κλιμακώσει άλλο την εισβολή του. Ο Ρώσος πρόεδρος έκανε, ωστόσο, το αντίθετο τόσο με την εκτόξευση του Oreshnik και το μπαράζ των πυραυλικών επιθέσεων της περασμένης εβδομάδας στην Ουκρανία, ένα από τα μεγαλύτερα εδώ και μήνες, αλλά και με τη συγκέντρωση δυνάμεων στα νοτιοανατολικά της Ουκρανίας σε μια προφανή προετοιμασία για μια νέα επίθεση.
Η Ουκρανία, εν τω μεταξύ, ξεμένει από στρατεύματα. Αυτή την εβδομάδα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να δώσει στο Κίεβο περισσότερη επιρροή πριν αποχωρήσει από το αξίωμά του, προμηθεύοντας τους Ουκρανούς με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Η Ουκρανία τούς χρησιμοποίησε αμέσως για να επιτεθεί στη Ρωσία, η οποία απάντησε απειλώντας, για άλλη μια φορά, με πυρηνικό πόλεμο. Η κίνηση του Μπάιντεν οδήγησε τον επερχόμενο σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του Τραμπ, Μάικλ Γουόλτς, να σχολιάσει: «Αυτό είναι ένα ακόμη βήμα κλιμάκωσης και κανείς δεν ξέρει πού οδηγεί αυτό».
Στην προεκλογική εκστρατεία του είπε επανειλημμένως ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Αμερική είναι ο «Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος» και ότι μόνο αυτός μπορεί να τον αποτρέψει, και ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι είναι πρόθυμος να συζητήσει μια κατάπαυση του πυρός. Ο Τραμπ τελικά μπορεί να είναι απρόθυμος να ξεκινήσει την προεδρία του με μια επίδειξη αδυναμίας παραδίδοντας απλά μεγάλα τμήματα της Ουκρανίας στον Πούτιν.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Τραμπ «καίγεται» να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος είναι ότι δεν θέλει να συνεχίσουν να πληρώνουν οι ΗΠΑ για την άμυνα της Ουκρανίας. Αν υποσχεθεί η Ευρώπη να βρει τα αναγκαία χρήματα, αντλώντας ίσως από τα 300 δισ. παγωμένων από την έναρξη του πολέμου ρωσικών αποθεμάτων σε ξένο συνάλλαγμα, ίσως ο εκλεγμένος πρόεδρος να περιμένει για να κλείσει μια καλύτερη συμφωνία με τον Πούτιν, αναφέρει το Reuters.
Σύμφωνα με ανάλυση του Hugo Dixon στο πρακτορείο, και η ΕΕ και η Βρετανία ανησυχούν μήπως ο Τραμπ κλείσει ευνοϊκή για τον Πούτιν συμφωνία εκεχειρίας, που θα ήταν κακή για την ασφάλειά τους, ως εκ τούτου είναι ισχυρό το κίνητρο για την Ευρώπη να πείσει τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ να περιμένει για ένα αξιοπρεπές ντιλ.
Ο Τραμπ, λέει, θα μπορούσε να πει στον Πούτιν ότι η Δύση είναι αποφασισμένη να στηρίξει στρατιωτικά και οικονομικά την Ουκρανία, ώστε να μπορέσει να κρατήσει το μέτωπο, απειλώντας τον Ρώσο πρόεδρο ότι κάποια στιγμή η χώρα θα ξεμείνει από χρήματα και στρατιώτες, άρα τον συμφέρει να συναινέσει σε μια αξιοπρεπή συμφωνία.
Αν η Ευρώπη δεσμευτεί να βρει τα χρήματα για τη στήριξη της Ουκρανίας, θα εναπόκειται στον Τραμπ να δει πώς θα κλείσει μια αξιοπρεπή συμφωνία με τον Πούτιν. Ζήτημα-κλειδί στις διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι ποιες εγγυήσεις ασφαλείας θα δοθούν στο Κίεβο μετά την εκεχειρία.
Η Ουκρανία προσβλέπει σε ένταξη στο ΝΑΤΟ, κάτι που δεν θα ανεχθεί η Ρωσία, η οποία μπορεί να πιέσει για μείωση του αριθμού των ενόπλων δυνάμεων του Κιέβου.
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο σενάρια είναι τεράστια. Μια κατάπαυση του πυρός με αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείς θα επέτρεπε στο 80% της Ουκρανίας, που δεν τελεί υπό ρωσική κατοχή, να είναι ελεύθερη και κυρίαρχη και κάποια στιγμή να ενταχθεί στην ΕΕ και να ανορθώσει την οικονομία της. Στο άλλο σενάριο, η Ουκρανία θα έμενε ουσιαστικά ανυπεράσπιστη και στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Το πρώτο σενάριο θα μεταφραζόταν από τη διεθνή κοινή γνώμη ως μερική ήττα του Πούτιν και το δεύτερο ως νίκη του, ένας λόγος παραπάνω για να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της η Ευρώπη για να πείσει τον Τραμπ να κρατήσει σκληρή γραμμή έναντι του Πούτιν, καταλήγει ο Hugo Dixon.