Το 2020, ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε το Μίσιγκαν για 154.000 ψήφους, την Πενσιλβάνια για 80.000, τη Νεβάδα για 33.000, το Ουισκόνσιν για 20.000 και την κρίσιμη Τζόρτζια για μόλις 11.800. Συνολικά, 300.000 ψηφοφόροι, σε ένα εκλογικό σώμα 160 εκατομμυρίων, έδωσαν στον Δημοκρατικό υποψήφιο τους 68 εκλέκτορες που του εξασφάλισαν τη νίκη. Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν αυτό που τα τελευταία χρόνια ακούγεται συχνά, στην Ευρώπη κυρίως, μεταξύ σοβαρού και αστείου. Πως η πολιτική μοίρα του κόσμου και η ζωή μας κρέμονται από μια χούφτα ψηφοφόρους σε 5-6 μικρές ή μεσαίες, «αμφιταλαντευόμενες» Πολιτείες της Αμερικής.  Κι αν ο αφορισμός έχει μια δόση αλήθειας, ποτέ η δόση αυτή δεν ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι σήμερα.

Οι «Times» της Νέας Υόρκης ζήτησαν από τους ανταποκριτές τους να απαντήσουν στο ερώτημα τι θα ψήφιζαν σε διάφορες χώρες του κόσμου, αν είχαν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές της ερχόμενης Τρίτης. Οι απαντήσεις έχουν ενδιαφέρον. Μερικές είναι προφανείς. Στο Ισραήλ ψηφίζουν Τραμπ με τα δύο χέρια, στο Μεξικό τρέμουν μια νίκη του, ακόμη περισσότερο τη φοβούνται στην Ουκρανία. Σε άλλες περιπτώσεις τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Στην Κίνα, για παράδειγμα, πιστεύουν ότι δεν θα αλλάξουν πολλά, όποιος κι αν εκλεγεί, αλλά ξέρουν ότι ο Τραμπ θα νοιάζεται πολύ λιγότερο για την υπεράσπιση της Ταϊβάν. Και στη Ρωσία, ο Πούτιν μπορεί να δήλωσε ότι προτιμά τη Χάρις, μα ξέρει καλά ότι η εγκατάλειψη της Ουκρανίας θα είναι ταχύτερη και πιο θεαματική με τον Τραμπ, που έχει υποσχεθεί «να τελειώσει τον πόλεμο την επομένη της εκλογής του».

Η Τουρκία δεν περιλαμβανόταν στις απαντήσεις. Αλλά μια ερευνήτρια στο Harvard, η Εβρέν Μπαλτά, έγραψε κάτι εύστοχο: «Μια Τουρκία που βλέπει τον εαυτό της στην ευρωπαϊκή γεωγραφία είναι μια Τουρκία που χρειάζεται περισσότερο μια πολυμερή Αμερική αφοσιωμένη στο ΝΑΤΟ και τη διατλαντική ασφάλεια. Μια τέτοια Τουρκία θα ανησυχούσε για τη συμφιλιωτική προσέγγιση του Τραμπ απέναντι στη Ρωσία». Αντίθετα, η Τουρκία που βλέπει τον εαυτό της στη Μέση Ανατολή θα είχε κάθε λόγο να εύχεται τη νίκη του.

Η ανάλυσή της εντοπίζει κάποια προβλέψιμα χαρακτηριστικά ενός απόλυτα απρόβλεπτου προέδρου. Τα αυταρχικά καθεστώτα, στον αραβικό κόσμο και πέρα από αυτόν, θα έχουν έναν συνομιλητή που όχι μόνον δεν τα καταφρονεί, μα, κατά βάθος, τα θαυμάζει. Η εξωτερική πολιτική του Λευκού Οίκου θα είναι εντελώς και απροσχημάτιστα συναλλακτική – τι κερδίζω αν κάνω ή δεν κάνω κάτι; Η διάθεση εμπλοκής των ΗΠΑ σε υποθέσεις μακριά από τα σύνορά τους θα είναι όση και το ενδιαφέρον τους για την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών – περίπου μηδενική. Και η εμπιστοσύνη στη Δημοκρατία σε όλο τον κόσμο, ήδη φθίνουσα, θα υποστεί καθίζηση. Δεν είναι μόνον ότι ο Τραμπ έχει ελάχιστη ανοχή στις «τυπικότητες» των δημοκρατικών κανόνων και της διάκρισης των εξουσιών και ελάχιστο ενδιαφέρον για την εφαρμογή τους σε άλλες γειτονιές του κόσμου. Είναι προπάντων γιατί ο «πλουτο-λαϊκισμός» του φέρνει ακόμη μεγαλύτερη έκρηξη των ανισοτήτων κι όχι μόνον στην Αμερική την ίδια.

Και εμείς; Πού βρισκόμαστε εμείς, σε αυτήν την εικόνα; Τι θα σήμαινε μια νίκη Τραμπ για μια χώρα  που στηρίζεται για την ασφάλεια και την ευημερία της σε ευρωπαϊκούς πόρους και αμερικανικά όπλα; Σε εθνικό επίπεδο, το ερώτημα δεν έχει καν νόημα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει.

Υπάρχει, λοιπόν, η άποψη πως μια νίκη Τραμπ θα μπορούσε και να κάνει καλό στην Ευρώπη – εξ αντανακλάσεως και σ’ εμάς. Με δεδομένο ότι η υποχώρηση της Ευρώπης στον κατάλογο των ενδιαφερόντων των ΗΠΑ είναι δεδομένη, όποιος κι αν εκλεγεί, λίγα πράγματα, και κυρίως στο ύφος, τη γλώσσα και τον ρυθμό, θα αλλάξουν σε περίπτωση νίκης Τραμπ. Ετσι κι αλλιώς, λένε, ο Μπάιντεν ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Ετσι κι αλλιώς, ζούμε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Ετσι κι αλλιώς το πνεύμα του Ατλαντισμού αργοπεθαίνει. Ετσι κι αλλιώς, όπως είπε ένας γάλλος υπουργός, όποιος κι αν εκλεγεί στην Ουάσιγκτον, η Ευρώπη πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα δικά της χέρια. Γιατί, «δεν μπορεί η ασφάλεια της Ευρώπης να επαφίεται, κάθε τέσσερα χρόνια, στους ψηφοφόρους του Ουισκόνσιν».

Ο καθένας είναι, έτσι κι αλλιώς, μόνος του από εδώ κι εμπρός. Και η βιαιότητα του Τραμπ μπορεί να προκαλέσει ένα ευεργετικό σοκ, να κάνει τους Ευρωπαίους να ξαναδιαβάσουν προσεκτικότερα την έκθεση Ντράγκι και να κάνουν το αναγκαίο άλμα κινητοποιώντας πόρους για την επένδυση στην τεχνολογική καινοτομία και την κοινή άμυνα.

Αισιόδοξη οπτική. Με τρεις επιφυλάξεις. Είναι, πρώτο, πολύ δύσκολο να δει κανείς πώς η Ευρώπη, στην κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία της, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει στον εγγύς χρόνο τις συνέπειες μιας απότομης αύξησης, από την κυβέρνηση Τραμπ, των δασμών στα προϊόντα της, της βέβαιης κάμψης του διεθνούς εμπορίου, της ύφεσης που θα προκαλέσει και της διόγκωσης του ήδη υπερβολικού παγκόσμιου χρέους. Είναι, δεύτερο, ακόμη δυσκολότερο να δει κανείς πώς η Ευρώπη θα συνεχίσει να λειτουργεί ως κοινότητα αλληλεγγύης, αν η νίκη Τραμπ μεταφραστεί σε μια νέα υποχώρηση της δημοκρατίας και μια αντίστοιχη ενίσχυση των οπαδών της ανελεύθερης δημοκρατίας, που πανηγυρίζουν ήδη την επανεκλογή του. Κι είναι, τέλος, εντελώς αδύνατο η συνταγή «ο καθένας μόνος του, με τις δικές του δυνάμεις» να έχει εφαρμογή στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής καταστροφής που βρίσκεται σε εξέλιξη, μπροστά στα μάτια μας. Η Ευρώπη ζει ήδη ένα παράδοξο. Είναι η πιο «πράσινη» περιοχή του κόσμου και ταυτόχρονα είναι – ειδικά η Μεσόγειος – το επίκεντρο, το hotspot των συνεπειών της υπερθέρμανσης. Πώς θα μπορούσε «με τις δικές της δυνάμεις» να αλλάξει τη μοίρα της, αν ο δεύτερος μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη αποσυρθεί από τις διεθνείς συμφωνίες;