Θα μπορούσαμε να μιλάμε επί ώρες για το αν αδίκησε τον εαυτό του ή όχι επιλέγοντας να πάει σε πιο «δεύτερα» καλλιτεχνικά μονοπάτια. Ενώ όλοι έλεγαν πως άνθρωπος με το ταλέντο του δεν βγαίνει παρά μόνο μια στο τόσο. Το σίγουρο είναι πως ο Στάθης Ψάλτης αυτό που έκανε, το έκανε πάρα πολύ καλά. Και ότι ήταν αυτό που ο ίδιος διάλεξε. Γι’ αυτό και ήταν επί σειρά ετών το αδιαμφισβήτητο Νο1, γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον κόσμο.
Η δεκαετία του 1980 ήταν η «δική» του. Οι παρακάτω τίτλοι ταινιών μιλάνε από μόνοι τους, η μία επιτυχία μετά την άλλη: «Καμικάζι αγάπη μου», «Τροχονόμος Βαρβάρα», «Τα καμάκια», «Βασικά καλησπέρα σας», «Και ο πρώτος ματάκιας», «Τρελός είμαι ό,τι θέλω κάνω», «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ», «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια». Οι παρακάτω ατάκες, επίσης: «Μανούλι, είσαι να τη βρούμε;», «Κούλα, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος!» και «Κούλα με την κουλάρα σου!».
Html code here! Replace this with any non empty text and that’s it.
Ήταν τόσο το σουξέ του εκείνο τον καιρό που χρόνια μετά, άρχισε να επαναλαμβάνεται, σαν ηχώ, ένας επίμονος χαρακτηρισμός: «Ο βασιλιάς της βιντεοκασέτας». Για καλό το λέγανε. Ακριβώς για να δείξουν πόσο σημαντικός ήταν στα 80’s, πόσο επηρέασε τότε την ποπ κουλτούρα της χώρας μας. Μόνο που όλο αυτό ήταν προϊόν μιας παρεξήγησης. Που γέννησε έναν επίμονο μύθο. Καθότι στην πραγματικότητα ο Στάθης Ψάλτης δεν έπαιξε σχεδόν ποτέ σε βιντεοκασέτα!
Χορηγός Επικοινωνίας
Σας βλέπουμε να έχετε ένα νοερό ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σας, η εξήγηση πάντως δεν είναι σύνθετη. Με τον όρο «βιντεοταινία» έχουμε την τάση να χαρακτηρίζουμε σχεδόν συλλήβδην τις ταινίες των 80’s του ελληνικού κινηματογράφου. Αλλά η αλήθεια είναι πως είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Αφορά μόνο στην χρονική περίοδο 1985-90 και στον τρόπο παραγωγής. Η νέα τότε τεχνολογία του βίντεο γεννούσε μεγάλη ευκολία στα γυρίσματα, μείωνε τα έξοδα κατά πολύ και απαντούσε εμφατικά στην κρίση που είχε προκύψει με τη μεγάλη μείωση της προσέλευσης του κόσμου στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τόσοι και τόσοι άνθρωποι του χώρου υπέκυψαν στη γοητεία του φαινομένου, εξ επιλογής ή και εξ (οικονομικής) ανάγκης. Ο Στάθης Ψάλτης όμως, δεν ήταν ανάμεσα σε αυτούς. Να πώς το είχε εξηγήσει ο ίδιος, μιλώντας στην εκπομπή «Καρντάσιανς»: «Εγώ δεν έκανα βιντεοκασέτα, έκανα μόνο φιλμ. Δεν ήθελα να πέσει το επίπεδο που θέλω εγώ να έχω. Μου έδιναν πάρα πολλά λεφτά, αλλά εγώ δεν δέχτηκα ποτέ γιατί έβλεπα ότι ήταν πάρα πολύ πρόχειρα όλα αυτά. Είχα άλλη άποψη και άλλη φιλοσοφία για τις ταινίες. Η κάθε ταινία που έκανα εγώ, για ένα λεπτό ωφέλιμο, δουλεύαμε 12 ώρες. Κάναμε περίπου τρεις μήνες για να τελειώσει μια ταινία».
Το ίδιο είχε πει και παλαιότερα, ξανά γεμάτος παράπονο και ενόχληση: «Όσοι λένε ότι γύρισα βιντεοκασέτες βγάζουν χολή και πίκρα απέναντι στον εαυτό τους και όχι σε μένα. Δεν έκανα ποτέ βιντεοκασέτα. Έκανα μόνο ταινίες. Εάν αυτές μετά μετεγγράφονταν σε βίντεο ή σήμερα ανεβαίνουν στο YouTube, αυτό δεν με αφορά. Ο Ψάλτης δεν έκανε ποτέ βιντεοκασέτα. Αλλά κι αν το είχα κάνει, να είστε σίγουροι ότι θα το είχα κάνει με επιτυχία».
Η παρανόηση λοιπόν έχει να κάνει κυρίως με το ότι ο κόσμος δεν ήξερε (και εν πολλοίς δεν ξέρει ακόμα) τι είναι η βιντεοταινία. Μπερδευόντουσαν πολλοί επειδή πήγαιναν στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς τους και νοίκιαζαν ταινίες του Ψάλτη. Που όμως ήταν γυρισμένες κινηματογραφικά. Κι ας είχαν ορισμένες την αίσθηση προχειρότητας της βιντεοταινίας. Ήταν ταινίες γυρισμένες για το σινεμά κι όταν επικράτησε το βίντεο, κυκλοφόρησαν σε βιντεοκασέτες.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο Στάθης Ψάλτης, κόντρα στα όσα έλεγε, γύρισε και βιντεοταινίες. Απλά θέλησε προφανώς να το σβήσει από τη μνήμη του, καθώς δεν ήταν διόλου περήφανος γι’ αυτό. Οι ταινίες που γύρισε αποκλειστικά για το βίντεο, είναι τέσσερις: “Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά ο Ψάλτης μένει” (1987), “Και πετάει και πηδάει” (1988), “Ερωτιάρης από κούνια” (1989) και “Ο εραστής” (1990). Υπάρχει η εξής προσφατη ατάκα της κόρης του, Μαρίας, που το πιστοποιεί: «Ο μπαμπάς μου, ο Σταθης Ψάλτης, έπαιξε σε ελάχιστες βιντεοκασέτες προκειμένου να επιβιώσει. Κυρίως ήταν κινηματογραφικές και εμπορικές οι επιτυχίες του».
Θα τον πείραζε πολύ, φανταζόμαστε. Γιατί γενικώς ο Στάθης Ψάλτης είχε το status για να επιβάλλει τους όρους του, να επιλέξει τις δουλειές του, το πού θα πει «ναι» και πού «όχι». Ήταν ακριβοπληρωμένος, αλλά με ένα μεγάλο χούι: Τα λεφτά τα σκορπούσε, δεν τα λογάριαζε, ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με γυναίκες – η μεγάλη του αδυναμία.
Σε κάθε περίπτωση, η ακεραιότητα στα «πιστεύω» του, φάνηκε και από τη συνέχεια της πορείας του. Έριξε το βάρος στο θέατρο (ερμήνευσε ρόλους σπουδαίων συγγραφέων με μεγάλη επιτυχία), έπαιξε σε δραματικές παραγωγές ξεφεύγοντας από την ταμπέλα της κωμωδίας και της επιθεώρησης, αντιστάθηκε στην ευκολία και στις προοπτικές της τηλεόρασης. Έκανε, κοντολογίς, τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Μπορεί να αναγκάστηκε κάποια στιγμή να παίξει και σε λίγες βιντεοταινίες κι ας το απώθησε από τη μνήμη του. Μάλλον επειδή άκουγε τον όρο «βασιλιάς της βιντεοταινίας» και θύμωνε, νιώθοντας αδικημένος.