Επιπλέον, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις

Ενώπιον πέντε σημαντικών προκλήσεων βρίσκεται η ελληνική οικονομία, που παρά τις θετικές επιδόσεις, στην παρούσα συγκυρία, καλείται να υπερβάλει εαυτόν ώστε να διασφαλίσει μια βιώσιμη πορεία. Χαρακτηριστική η αναφορά που κάνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Εξελίξεων (ΚΕΠΕ) στο εισαγωγικό σημείωμα που υπογράφει ο Πρόεδρος του Δ.Σ. και Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας στο 55ο τεύχος του τετραμηνιαίου περιοδικού του ΚΕΠΕ “Οικονομικές Εξελίξεις”.

Η οικονομία ακόμη δεν έχει βρει “βηματισμό” ανταγωνιστικότητας. Οι πέντε βασικές προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η χώρα.

“Παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στους τομείς των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και ειδικά σε αγορές δικτύων, όπου επικρατούν ολιγοπωλιακές δομές και υψηλές τιμές και χρεώσεις, του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, διεύρυνση της φορολογικής βάσης με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών, επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), της εργασίας και παραγωγής (συνέχιση της μείωσης των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών, σύνδεση της αγοράς εργασίας με τα Πανεπιστήμια), της γραφειοκρατίας (δεν αρκεί η μετατροπή της έντυπης σε ψηφιακή γραφειοκρατία, αλλά η πλήρης εξάλειψή της), της δικαιοσύνης (μείωση του χρόνου εκδίκασης υποθέσεων, ενίσχυση της ανεξαρτησίας της) και των θεσμών (ενίσχυση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης των πολιτών) . 

“Μετά το 2027, τα πράγματα δυσκολεύουν: η κλιματική κρίση θα βαθαίνει, η ψηφιακή μετάβαση θα δυσκολεύει, η διευθέτηση του χρέους θα βαραίνει τον προϋπολογισμό, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα περιορίζουν την ευχέρεια της οικονομικής πολιτικής και, το κυριότερο όλων, το δημογραφικό πρόβλημα θα διογκώνεται. Πρέπει επομένως να «εκμεταλλευτεί» η κυβέρνηση τη σημερινή συγκυρία, όπου η οικονομία βρίσκεται σε έναν ενάρετο κύκλο και να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης” αναφέρει ο κ. Λιαργκόβας στην σύνοψη της έκδοσης.

Ουσιαστικά καθορίζει τις πέντε βασικές προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η χώρα κι έχουν να κάνουν με την κλιματική κρίση, την ψηφιακή μετάβαση, τα βάρη του χρέους στον προϋπολογισμό, δηλαδή τις αποπληρωμές δανείων όπου, βάσει της συμφωνίας για τη βιωσιμότητα του χρέους απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2%, αλλά και ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 2%, τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες με τους “κόφτες”στην όποια διάθεση για παροχές, αλλά το δημογραφικό πρόβλημα.

Όπως τονίζει η ανάλυση του ΚΕΠΕ, “προτεραιότητα είναι η αποτελεσματική απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Κάτι τέτοιο είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά την επόμενη διετία”.

Οι μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν με τη σειρά τους τη συνολική παραγωγικότητα της χώρας, θα δώσουν κίνητρα στους ιδιωτικούς φορείς και θα οδηγήσουν την οικονομία σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα βασίζεται στις υψηλές αμοιβές της μισθωτής εργασίας, τις επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, και τις εξαγωγές. 

Είναι σημαντικό για τους πολίτες να γνωρίζουν πότε και πώς θα υλοποιηθούν τα σχέδια που θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν την πρόοδο των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Να υπάρξει δηλαδή ένας ξεκάθαρος οδικός χάρτης, ένα σαφές χρονοδιάγραμμα. Να βλέπουν το κράτος ως έναν ισχυρό και αξιόπιστο φορέα που εργάζεται για το κοινό καλό. Αυτό αυξάνει τη συλλογική εμπιστοσύνη και ενθαρρύνει μια πιο θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτών και των κρατικών οργάνων, συμβάλλοντας στην εδραίωση μιας πιο δίκαιης και αποδοτικής κοινωνικοοικονομικής δομής.

Είναι απαραίτητο, επίσης, να συνεχιστεί η δημοσιονομική ισορροπία των τελευταίων ετών. Προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, είναι απαραίτητη η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, σε κυκλικά διορθωμένους όρους, ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως. 

Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών, μέσω καλύτερης στόχευσης των κοινωνικών δαπανών, ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στη μεσομακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ.”

Να σημειωθεί ότι το ΚΕΠΕ τονίζει ότι στην οικονομία υπάρχουν ακόμη πολλά ανοικτά ζητήματα. Όπως αναφέρει, “σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024, η κατανάλωση εξακολουθεί να πρωτοστατεί έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων, συνεισφέροντας το 88,7% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στο 70%, δηλαδή, σε μια αναλογία που δεν έχει μεταβληθεί εδώ και δεκαετίες. Ως εκ τούτου, η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών και βεβαίως τον τουρισμό που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αυξημένη καταναλωτική δαπάνη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους συνοδεύεται από την αρνητική πορεία του δείκτη όγκου στο εμπόριο και τις ασαφείς προσδοκίες στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Αυτή η εικόνα δείχνει ότι, παρά την αύξηση της κατανάλωσης, ο κλάδος του εμπορίου δεν έχει ανακάμψει πλήρως, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα για τη σταθερότητα της κατανάλωσης στο μέλλον.”

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, “οι επενδύσεις, μολονότι αυξάνονται, εξακολουθούν να είναι λίγες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Η συνεισφορά τους στο ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 16%, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Δεν είναι όμως μόνο θέμα ύψους επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και ποιότότητας. Συγκεντρώνονται κυρίως στις κατασκευές (37% του συνόλου των επενδύσεων το πρώτο εξάμηνο του 2024, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ).”

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, “η παραγωγικότητα της εργασίας, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές, το ποσοστό φτώχειας και εργαζόμενων φτωχών καθώς και οι επιδόσεις της δικαιοσύνης εμφανίζονται αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης”.

Παράλληλα το ΚΕΠΕ εστιάζει στην ακρίβεια, όπου όπως σημειώνει “ο πληθωρισμός κατέγραψε αυξητικές τάσεις τον Αύγουστο του 2024, φτάνοντας στο 3,0%, σε σύγκριση με το 2,7% του Ιουλίου. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες τάσεις, αυξήθηκε στο 3,5%. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με τις κατηγορίες των Ξενοδοχείων-­καφέ-εστιατορίων να καταγράφουν άνοδο 6,6%. 

Η Στέγαση και η Ένδυση/Υπόδηση παρουσίασαν επίσης αυξήσεις, γεγονός που συνέβαλε στον πληθωρισμό, προσθέτοντας σημαντικές μονάδες στον γενικό δείκτη τιμών. Είναι αξιοσημείωτο ότι, για τρίτο συνεχόμενο μήνα, οι υπηρεσίες αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό από τα αγαθά. Οι τιμές αγαθών, όπως τα διαρκή αγαθά και τα είδη νοικοκυριού, παρουσίασαν πτώση κατά 0,9%, γεγονός που μετρίασε εν μέρει τις αυξήσεις στις υπηρεσίες. 

Παρ’ όλα αυτά, οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και της στέγασης παραμένουν ανησυχητικές, καθώς το φυσικό αέριο σημείωσε άνοδο 28%, ενώ το ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκε κατά 9,7%. Αυτές οι πιέσεις στις τιμές, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των ενοικίων και τη συντήρηση κατοικιών, δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενδέχεται να επηρεάσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τη συνολική οικονομική σταθερότητα”.

Τέλος, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ η χώρα ακόμη δεν έχει βρει “βηματισμό” ανταγωνιστικότητας με παρουσία με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά που δίνουν υπεραξία.  “Τα πρόσφατα στοιχεία για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι αισιόδοξα” αναφέρει η ανάλυση και τονίζει ότι, “σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο του έτους διαμορφώθηκε στα 8,8 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, κάτι που εκ των πραγμάτων στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.”