Ξεκινάει στις 30 Νοεμβρίου, θα κινείται χωρίς οδηγό, θα έχει 13 σταθμούς και το εισιτήριο θα κοστίζει 0,60 ευρώ – Για πρώτη φορά μπήκε στον Προϋπολογισμό το 1976, η «Τρύπα του Κούβελα» άνοιξε το 1987 και από τότε έγινε συνώνυμο με το Γεφύρι της Αρτας
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Χωρίς οδηγό
Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Το μετρό Θεσσαλονίκης έχει μήκος γραμμής 9,6 χιλιομέτρων. Σε αυτήν υπάρχουν 13 σταθμοί και ένα αμαξοστάσιο στο οποίο θα αποσύρονται οι συρμοί μετά το τέλος της λειτουργίας, συνολικής έκτασης 55 στρεμμάτων, στην περιοχή της Πυλαίας. Η κυκλοφορία θα γίνεται με 18 αυτόματους συρμούς τελευταίας τεχνολογίας. Αυτοί είναι driverless -δηλαδή χωρίς οδηγό-, πλήρως κλιματιζόμενοι, ενώ για τη μέγιστη ασφάλεια των επιβατών έχουν τοποθετηθεί αυτόματες πόρτες στις αποβάθρες κάθε σταθμού με τις οποίες θα εμποδίζεται η πρόσβαση στις γραμμές.
Το πρώτο διάστημα της λειτουργίας του τα δρομολόγια μεταξύ των σταθμών θα είναι της τάξης των 3,5 λεπτών και στη συνέχεια θα πυκνώσουν. Ετσι, κάποια στιγμή θα χρειάζεται περίπου 1,5 λεπτό για να μετακινηθεί κανείς με το μετρό μεταξύ δύο σταθμών. Η διάρκεια αναμονής στον σταθμό μέχρι την επιβίβαση στον συρμό θα είναι αρχικά 2,5 λεπτά (χρόνος που θα μειωθεί στα 90 δευτερόλεπτα με την παραλαβή επιπλέον 15 νέων συρμών). Καθημερινά θα κινούνται 18 αυτόματοι συρμοί με μέση ταχύτητα 30 χλμ./ώρα, καλύπτοντας την απόσταση μεταξύ των τερματικών σταθμών σε 17 λεπτά και μεταφέροντας 18.000 επιβάτες την ώρα ανά κατεύθυνση. Υπολογίζεται ότι καθημερινά θα εξυπηρετεί 313.000 επιβάτες, κάτι που αναμένεται να δώσει ανάσα στο κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης.
Κι αυτό γιατί με τη λειτουργία του έργου στο σύνολό του (βασικό έργο και επέκταση προς Καλαμαριά) θα αφαιρεθούν από την κυκλοφορία της Θεσσαλονίκης 57.000 αυτοκίνητα, κάτι που αναμένεται να φέρει μείωση των εκπεμπόμενων από αυτά ρύπων διοξειδίου του άνθρακα κατά 212 τόνους την ημέρα. Οσο για τις περιοχές που πρόκειται να καλύπτει, θα ξεκινάει από το κέντρο της Θεσσαλονίκης και τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό και ακολουθώντας τις οδούς Μοναστηρίου, Εγνατία και Δελφών θα καταλήγει στην περιοχή της Νέας Ελβετίας, όπου και θα συνδέεται με το αμαξοστάσιο της Πυλαίας. Οι σταθμοί θα είναι: Νέα Ελβετία, Βούλγαρη, 25ης Μαρτίου, Αναλήψεως, Φλέμινγκ, Ευκλείδη, Παπάφη, Πανεπιστήμιο, Συντριβάνι, Αγία Σοφία, Βενιζέλου, Δημοκρατίας και Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός.
Ο υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών Νίκος Ταχιάος έχει εξηγήσει ότι το μετρό θα λύσει, σε πρώτη φάση, το πρόβλημα της πρόσβασης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η οποία, όπως εξήγησε, «είναι μια μονοκεντρική πόλη και πρακτικά δίνει τη δυνατότητα μετεπιβιβάσεων από τα λεωφορεία στο μετρό στην περιοχή του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού και επίσης στην περιοχή της Νέας Ελβετίας. Ακόμη, θα είναι εύκολο με αυτόν τον τρόπο να αποσυμφορήσουμε όλους τους δρόμους που οδηγούν στο κέντρο της πόλης, κάτι το οποίο θα επιτρέψει στον Δήμο Θεσσαλονίκης, κυρίως, να προχωρήσει σε σχέδια βιώσιμης αστικής κινητικότητας. Υπό αυτή την έννοια, είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο κυκλοφοριακά.
Σε έναν μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το πώς θα τροφοδοτηθεί από τις λεωφορειακές γραμμές. Κυρίως, όμως, είναι ένα έργο που τελικά θα αλλάξει την ψυχολογία της πόλης. Γιατί επιτέλους τελειώνει και η πόλη ξεπερνάει ένα φάντασμά της». Ξεχωριστή μνεία στην ασφάλεια του μετρό έκανε ο υφυπουργός υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για ένα «μετρό χωρίς οδηγό» και ότι «η Γραμμή 4 που κατασκευάζεται αυτή την εποχή στην Αθήνα θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με διαφορετικά γεωμετρικά στοιχεία, δηλαδή θα είναι και αυτό μετρό χωρίς οδηγό.
Σε κάθε περίπτωση, την ασφαλή λειτουργία του εγγυάται η TUV Rheinland, η οποία κάνει την πιστοποίηση της κατασκευής του και της εταιρείας λειτουργίας. Επίσης, το εγγυάται και η εταιρεία λειτουργίας, η ΤΗΕΜΑ, της οποίας ο κορμός είναι η γαλλική EGIS και η ιταλική ATM. Η ATM, μάλιστα, είναι η εταιρεία του μετρό του Μιλάνο, η οποία λειτουργεί παρόμοιο μετρό στην ιταλική πόλη, ενώ για πρώτη φορά το λειτούργησε το 2000 στην Κοπεγχάγη».
Το έργο της επέκτασης προς Καλαμαριά θα περιλαμβάνει 5 νέους σταθμούς (Νομαρχία, Αρετσού, Καλαμαριά, Νέα Κρήνη και Μίκρα) με μήκος υπόγειας γραμμής 4,78 χιλιόμετρα. Το συνολικό κόστος του έργου έχει διαμορφωθεί σε 2,082 δισ. ευρώ – 1,496 δισ. για τη βασική γραμμή και 586 εκατ. για την επέκταση προς Καλαμαριά (περιλαμβάνει και το τροχαίο υλικό). Το εισιτήριο, όπως ανακοινώθηκε από τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών Χρήστο Σταϊκούρα θα είναι το μισό από αυτό του μετρό της Αθήνας, με το κόστος του να ανέρχεται στα 0,60 ευρώ.
Ο σταθμός-έκπληξη
Αν και το μετρό θα παραδοθεί στους πολίτες από τον πρωθυπουργό με μια σεμνή τελετή, η κυβέρνηση θεωρεί ότι και μόνο η παρουσίαση του σταθμού Βενιζέλου θα είναι αρκετή να στρέψει τα φώτα επάνω της, σε έναν σταθμό που ο κ. Ταχιάος έχει χαρακτηρίσει «μοναδικό στον κόσμο», «ένα κόσμημα στο οποίο η πόλη μπορεί να επενδύσει» και «αποτέλεσμα που θα εκπλήξει».
Ο λόγος είναι ότι στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με τους άλλους σταθμούς οι οποίοι αισθητικά μοιάζουν με αυτούς του μετρό της Αθήνας, ο σταθμός Βενιζέλου δεν θα έχει παρόμοιο αλλού. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν σταθμό-μουσείο, αφού για να φτάσουν στις αποβάθρες οι επιβάτες θα περπατούν δίπλα ή επάνω από τα αρχαία που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των έργων διασχίζοντας διαφανείς γυάλινες γέφυρες.
Αρχαιότητες βρέθηκαν και αλλού, όπως Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας, στο ιστορικό κέντρο, στους σταθμούς Συντριβάνι, Πανεπιστήμιο, Φλέμινγκ και Αμαξοστάσιο Πυλαίας στα ανατολικά της πόλης, αλλά και στους δυτικούς Δημοκρατίας και Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός. Κι εκεί θα εκτίθενται αυτά που βρέθηκαν, όμως στον σταθμό Βενιζέλου τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στον έκτασης 1.260 τετραγωνικών μέτρων (ανά επίπεδο) σταθμό, η αρχαιολογική σκαπάνη ερεύνησε περισσότερα από 3.500 τετραγωνικά αποκαλύπτοντας ευρήματα τα οποία ουσιαστικά κάνουν ένα ταξίδι στον χρόνο, αφού φέρνουν στο φως όλες τις φάσεις της Θεσσαλονίκης από τα ελληνιστικά χρόνια και έπειτα.
Ετσι, αποκαλύφθηκε η ιδρυτική φάση της πόλης του Κασσάνδρου, η οποία αναπτύχθηκε σύμφωνα με το Ιπποδάμειο Σύστημα στους ίδιους οδικούς άξονες με μικρές μετατοπίσεις. Ηρθε στο φως επίσης ο ελληνιστικός και ρωμαϊκός κεντρικός δρόμος Decumanus Maximus, ο οποίος στα νότια πλαισιωνόταν με την πεσοστήρικτη στοά που εξασφάλιζε την πρόσβαση προς την οικοδομική νησίδα, ή η βυζαντινή Μέση Οδός, αλλά και ένα σπουδαίο οικοδομικό σύνολο του αστικού ιστού της ύστερης αρχαιότητας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα απομακρύνθηκαν από ειδικευμένα συνεργεία για να προστατευτούν από τις εργασίες και επανατοποθετήθηκαν μετά το πέρας των εργασιών.
Αν και η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών κρατά την έκπληξη για τα εγκαίνια, μέχρι στιγμής γνωρίζουμε ότι οι επιβάτες -και μη- του μετρό, κατεβαίνοντας στον σταθμό Βενιζέλου θα βρίσκονται στο πρώτο επίπεδο κάτω από τη γη, που θα είναι ουσιαστικά ένα μουσείο ανοιχτό στο κοινό. Στα 1.260 τετραγωνικά του -1 θα εκτίθενται αρχαιολογικά ευρήματα σε γυάλινες προθήκες, ενώ οι επιβάτες θα μπορούν να διασχίσουν, περπατώντας στις γυάλινες γέφυρες, τον κεντρικό δρόμο της αρχαίας Θεσσαλονίκης.
Και η… αρχαία ιδέα
Το έργο του μετρό Θεσσαλονίκης μπορεί να είναι εντυπωσιακό, όμως ακόμα εντυπωσιακότερη είναι η ιστορία του, η οποία κάνει τον μύθο με το Γεφύρι της Αρτας να ωχριά μπροστά της. Ιδιαίτερα εάν σκεφτεί κανείς ότι η κατασκευή του προτάθηκε για πρώτη φορά το 1918, η ιδέα του επισημοποιήθηκε με την ένταξή του στον Προϋπολογισμό του 1976, η πρώτη τρύπα (η οποία τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε) άνοιξε το 1987, και δημοπρατήθηκε για πρώτη φορά το 1992.
Και αν αυτά σας φαίνονται υπερβολικά, δεν αποτελούν καν μια σύντομη περίληψη της πλήρους ιστορίας των καθυστερήσεων, των ακυρώσεων και των προσφυγών που τελικά κράταγαν τους Θεσσαλονικείς στο περίμενε σε τέτοιον βαθμό που άρχισαν να πιστεύουν ότι το έργο δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ.
Ηταν 1918, έναν χρόνο μετά την καταστροφή της Θεσσαλονίκης από την πυρκαγιά του 1917 (κάηκαν 9.000 κτίρια), όταν ο Βρετανός αρχιτέκτονας Τόμας Μόουσον, μέλος της ομάδας του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ (ο οποίος ανασχεδίασε την πόλη), εκπόνησε ένα συγκοινωνιακό master plan που προέβλεπε και τη δημιουργία μετρό. Ο Μόουσον είχε σχεδιάσει έναν υπόγειο ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, ο οποίος θα ξεκίναγε από τον σταθμό «Βαρδάαρ», όπως τον ανέφερε, κάτω από την οδό Ιγνατίου, ως την περιοχή της Βασιλίσσης Ολγας. Το master plan για το έργο του μετρό Θεσσαλονίκης, μάλιστα, αναφέρεται σε δημοσίευμα του «The Times Engineering Supplement» ως ένα από τα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης.
Από τότε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 υπήρχε σιωπή. Είδαμε στα 60s κάποιες μελέτες για να εξεταστεί πώς μπορεί να υλοποιηθεί το έργο.
Τίποτα δεν ξεκίνησε και η πρώτη ουσιαστική ελπίδα φάνηκε το 1976, όταν ο τότε νομάρχης Κωνσταντίνος Πυλαρινός κατάφερε να συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό της χρονιάς έναν κωδικό με την ονομασία «Μετρό Θεσσαλονίκης». Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με τα προηγούμενα χρόνια, με τον απηυδισμένο από τις φρούδες υποσχέσεις δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Σωτήρη Κούβελα, να αποφασίζει, το 1987, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Χωρίς να υπάρχει κανένας σχεδιασμός και καμία συμφωνία με την τότε κυβέρνηση (κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο είχε ιδιαίτερα κακές σχέσεις), δίνει εντολή να ξεκινήσουν τα τρυπάνια. Μια και το σχέδιο Κούβελα ήθελε το μετρό σε πρώτη φάση να κινείται κάτω από την Εγνατία, μεταξύ της οδού Καυταντζόγλου και της πλατείας Δημοκρατίας, άρχισε να ανοίγεται σήραγγα στο σημείο μεταξύ της πλατείας Συντριβανίου και της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων.
Το πρόβλημα ήταν όχι μόνο πως δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός, αλλά πως δεν υπήρχε και καμία απολύτως χρηματοδότηση, με τον δήμαρχο να εναποθέτει τις ελπίδες του στη νεοϊδρυθείσα, τότε, Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης TV 100, η οποία δεν κατάφερε να διαθέσει πόρους για το έργο καθώς είχε χρεωθεί τον ρόλο του φορέα χρηματοδότησης.
Φυσικά, το έργο -το οποίο ο τότε δήμαρχος πάντα υπερασπιζόταν χαρακτηρίζοντάς το μια καλή ιδέα για ένα «ελαφρύ μετρό, ή υπόγειο τραμ που ήταν πολύ φθηνότερο, θα γινόταν γρηγορότερα και θα εξυπηρετούσε άριστα τους Θεσσαλονικείς»- σταμάτησε γρήγορα και απέμεινε αυτό που οι Θεσσαλονικείς ονόμασαν «Τρύπα του Κούβελα». Βέβαια, δεν έμεινε μόνο η τρύπα, αλλά και τα νερά που πλημμύρισαν τα θεμέλια της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που από τότε χρησιμοποιεί αντλίες για να τα απομακρύνει.
Περιέργως, η τρύπα έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα (έστω και αν έχει διαπιστωθεί εισροή υδάτων) -έχει συνολικό εμβαδόν 3.360 τετραγωνικών μέτρων με πλάτος 8,5 μέτρα, ύψος 8 μέτρα, αεραγωγούς και οπλισμένο σκυρόδεμα- και έχει προταθεί από δημοτικό σύμβουλο της Θεσσαλονίκης να χρησιμοποιηθεί ως πυρηνικό καταφύγιο για τους κατοίκους.
Καθώς η «Τρύπα του Κούβελα» δεν οδήγησε πουθενά, για πρώτη φορά το Ελληνικό Δημόσιο πήρε στα σοβαρά το μετρό της Θεσσαλονίκης δημοπρατώντας, το 1992 το έργο με τη μέθοδο της συγχρηματοδότησης με σύμβαση παραχώρησης. Ολα πήγαιναν καλά, αφού το 1994 επιλέχθηκαν οι δύο προσωρινοί ανάδοχοι. Αλλά τα χαμόγελα κράτησαν μόλις δύο χρόνια. Τότε, ο αρχικός μειοδότης, η κοινοπραξία Μακεδονικό Μετρό, απορρίφθηκε καθώς η ιταλική κατασκευαστική Φιντέλ που συμμετείχε πτώχευσε και η κοινοπραξία άλλαξε τη μετοχική της σύνθεση. Γι’ αυτό τον λόγο, με απόφασή του ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Κώστας Λαλιώτης απέρριψε την κοινοπραξία και ο εκπρόσωπός της, ο πρόεδρος του ομίλου επιχειρήσεων Μηχανική Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, προσέφυγε στην Ελληνική Δικαιοσύνη και την Κομισιόν.
Το ΣτΕ έκρινε ότι πρόκειται για νομικώς ανυπόστατη κοινοπραξία, αφού είχε διαφορετική σύνθεση από την αρχική. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έπειτα από έρευνες 10 μηνών έθεσε την υπόθεση στο αρχείο και ο υπουργός μετά από αυτά (το 1998, καθώς είχε αρχίσει η διαπραγμάτευση με τον δεύτερο προσωρινό ανάδοχο, την κοινοπραξία Θεσσαλονίκη Μετρό Α.Ε.) υποσχόταν ότι σε τρεις εβδομάδες θα οριστικοποιούνταν η σύμβαση παραχώρησης και θα ψηφιζόταν στη Βουλή.
Τελικά η σύμβαση παραχώρησης κυρώθηκε από τη Βουλή την Πρωταπριλιά του 1999, προβλέποντας περίοδο 16 μηνών για την υλοποίηση των πρόδρομων εργασιών. Αποδείχθηκε ωστόσο πρωταπριλιάτικο ψέμα, αφού μέχρι το 2002 η κοινοπραξία δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους, με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να μην εγκρίνει τη συγχρηματοδότηση. Ετσι, το έργο ακυρώθηκε.
Η κρίσιμη απόφαση
Κάπως έτσι φτάνουμε στον Σεπτέμβριο του 2003, όταν αποφασίζεται επισήμως να κατασκευαστεί το μετρό της Θεσσαλονίκης ως δημόσιο έργο με χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πέντε κοινοπραξίες, με σημαντικές ελληνικές και ξένες εταιρείες, εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τον διαγωνισμό που διακηρύχθηκε τον Ιούνιο του 2004, με τις 4 από αυτές να συνεχίζουν και την κοινοπραξία ΑΕΓΕΚ – Impregilo – Ansaldo T.S.F. – Seli – Ansaldobreda να ορίζεται το 2006 οριστικός ανάδοχος του έργου με προϋπολογισμό 1,052 δισ. ευρώ.
Η σύμβαση υπογράφηκε τον Απρίλιο του 2006 και δύο μήνες αργότερα ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης, με ορίζοντα ολοκλήρωσης του έργου τον Οκτώβριο του 2012. Η ημερομηνία που θα εγκαινιαζόταν το μετρό ήταν συμβολική, καθώς είχε σχεδιαστεί να συμπίπτει με τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης.
Μετά, όμως, ήρθε η κρίση. Το κοινοπρακτικό σχήμα της ελληνικής και της ιταλικής εταιρείας αντιμετώπισε μια σειρά προβλημάτων, τα οποία κορυφώθηκαν όταν πτώχευσε η ΑΕΓΕΚ.
Το έργο κινδύνευε να ακυρωθεί για μία ακόμα φορά. Ενώ το 2007 είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος μετροπόντικας, έναν χρόνο αργότερα η ΑΕΓΕΚ θα πτώχευε και τη θέση της θα έπαιρνε η Ιονία Α.Ε. Ομως το έργο δεν θα προχωρούσε, καθώς το 2009 το υπουργείο Υποδομών θα διαπίστωνε ότι είχε αναλωθεί το 64% του χρόνου της σύμβασης, αλλά είχε κατασκευαστεί μόλις το 14,5% του έργου.
Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισαν και οι προσφυγές. Το 2010 η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης θα μπλόκαρε για δύο χρόνια (μέσω του Παπάφειου) την κατασκευή ενός εκ των σταθμών, καθώς αρνιόταν να παραχωρήσει έκταση γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα το υπουργείο Πολιτισμού θα ανακοίνωνε τον υπερδιπλασιασμό των κονδυλίων για την αρχαιολογική έρευνα και το 2012 τα έργα θα σταμάταγαν συνεπεία των σοβαρότατων οικονομικών προβλημάτων της ΑΕΓΕΚ.
Το 2013, χρονιά που υπογράφηκε η σύμβαση με την Ακτωρ για την επέκταση, ο Δήμος Θεσσαλονίκης θα προσέφευγε στο ΣτΕ για τις αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου, ενώ έναν χρόνο αργότερα παραπέμπονται σε διαιτησία οι διαφορές του εργολάβου με την Αττικό Μετρό.
Μουσαμάδες και φωτογραφίες
Ακολούθησε μια καταιγίδα ενστάσεων και προσφυγών της ιταλικής κατασκευαστικής (κατέθεσε 77 ενστάσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων οδηγήθηκαν προς εξέταση στο διαιτητικό δικαστήριο, με την κοινοπραξία να διεκδικεί περισσότερα από 600 εκατ. ευρώ σε αποζημιώσεις), με το έργο να οδηγείται προς πάγωμα και τελικά να διασώζεται από την επιλογή της Ακτωρ να υποκαταστήσει την ΑΕΓΕΚ/Ιονία Α.Ε. στην κοινοπραξία. Ετσι, το 2017 η κοινοπραξία Ακτωρ – Ansaldo – Hitachi (η οποία είχε στο μεταξύ αναλάβει το έργο της επέκτασης) ανέλαβε την αποπεράτωση της βασικής γραμμής του μετρό της Θεσσαλονίκης.
Τα εργοτάξια θα άνοιγαν και πάλι το 2018, χρονιά που ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα εγκαινίαζε τον πρώτο σταθμό, το Συντριβάνι. «Είμαι εντυπωσιασμένος διότι με μια “μικρή” καθυστέρηση, σχεδόν 30 χρόνια, το πιο γνωστό ανέκδοτο για την πόλη της Θεσσαλονίκης παύει να είναι πια ανέκδοτο και γίνεται πραγματικότητα. Το μετρό της Θεσσαλονίκης είναι εδώ. Είναι υπαρκτό», έλεγε τότε ο πρωθυπουργός. Βέβαια, όπως θα αποκαλυπτόταν αργότερα, το μετρό της Θεσσαλονίκης δεν ήταν… υπαρκτό, καθώς ο σταθμός -στον οποίο είχαν τοποθετηθεί μουσαμάδες με τυπωμένες φωτογραφίες εκδοτηρίων εισιτηρίων ώστε να φαίνεται πιο έτοιμος- δεν οδηγούσε πουθενά, ούτε καν ήταν έτοιμος.
Το σίριαλ θα συνεχιζόταν το 2019, όταν άρχισε νέος κύκλος προσφυγών με αφορμή την απόφαση για απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου. Η απόσπαση ξεκίνησε το 2021.
Ενδιάμεσα, ζητήματα με χωροθετήσεις και απαλλοτριώσεις, επιλογές θέσεων για σταθμούς, αρχαία κ.ά. οδήγησαν πολλές φορές το έργο στο χείλος του γκρεμού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι από τον Οκτώβριο του 2012, που ήταν η πρώτη καθορισμένη ημερομηνία παράδοσης του έργου, αυτή παρατάθηκε για τις 25 Νοεμβρίου 2016, τις 30 Νοεμβρίου του 2020, τις 29 Απριλίου του 2023, τις 30 Δεκεμβρίου του 2023, τις αρχές του 2024, για να φτάσουμε τελικά στον Νοέμβριο του 2024, οπότε και παραδίδεται το έργο. Ολα αυτά τα χρόνια οι καθυστερήσεις και οι παλινωδίες αύξησαν το κόστος του έργου από τα 1,15 στο 1,5 δισ. ευρώ.
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή