H σχέση της γενιάς μου με τη Θεσσαλονίκη είναι μια σχέση αγάπης και μίσους. Πότε είναι μια παρακόρη που τη δυναστεύει ένας κακός πρωτευουσιάνος πατέρας. Πότε είναι μια νύφη με πλούσια προίκα, που όλοι αγαπούν.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν πράγματι επιθυμεί κανείς να μείνει και να δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη. Αφού βέβαια αντιληφθεί ότι δε γίνεται να βρίσκεσαι στη «συμπρωτεύουσα» και παράλληλα να είσαι πρωτευουσιάνος.

“Ο κυρ-Γιάννης ήταν ένας ενοχλητικός οραματιστής. Ο τελευταίος μεγάλος μάγκας της πόλης”.

Ο Γιάννης Μπουτάρης μισούσε τη λέξη συμπρωτεύουσα. «Αυτό που ήθελα είναι να κάνω τη Θεσσαλονίκη πρότυπη πόλη της περιφέρειας», έλεγε στον Παναγιώτη Μένεγο το 2021. Ήξερε βέβαια ότι η πόλη είναι εκ φύσεως συντηρητική και παραπονιάρα.

Ως πολίτης της Θεσσαλονίκης αρνήθηκε ένα συστατικό στοιχείο, από το μητρικό γάλα της πόλης, τη μετριότητα. Επέλεξε να είναι αταλάντευτα κοσμοπολίτης, σε μια πόλη που όταν έγινε δήμαρχός της, κολυμπούσε στο σκοτάδι και τα απόνερα της οικονομικής κρίσης.

Ήταν η εποχή που στα καφενεία και στα οικογενειακά τραπέζια έλεγαν: «πέντε από τα είκοσι που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει, θα είναι κάτι».

Τον Μπουτάρη όμως δεν τον απασχόλησε ποτέ η έπαυλη του Μαξίμου, γιατί είχε ένα δικό του μεγάλο σπίτι που ήθελε να φροντίσει, την πόλη του. Και τόλμησε να κάνει πολλά, ενάντια στην αδιαφορία, κόντρα στο κλίμα του συντηρητισμού και της απραξίας.

Μίλησε ανοιχτά για τους κρυμμένους σκελετούς της πόλης. Φώτισε και πάλεψε για το παρελθόν της, γιατί ήξερε πως αν οι κάτοικοι της δεν επικοινωνήσουν με τους καλούς και τους κακούς προγόνους της, δε θα προχωρήσουν παρακάτω. Οι κάτοικοι σήμερα επιμένουν να περπατούν αδιάφοροι ανάμεσα σε μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.

Ήξερε ότι η Θεσσαλονίκη είναι γνωστή ως «ερωτική πόλη», πολύ πριν ξεκινήσουν να την αποκαλούν έτσι οι Αθηναίοι. Το εκμεταλλεύτηκε επιλέγοντας να την κάνει πιο τουριστική, δημιουργώντας τάσεις που αργότερα εκμεταλλεύτηκαν άλλοι. Μπορεί να γκρινιάζουμε για τον «αποικιοκρατικό» χαρακτήρα της Αθήνας και την αναταραχή που προκαλεί στην πόλη το Φεστιβάλ και η ΔΕΘ, αλλά βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι η πόλη επωφελείται από αυτήν την εξωστρέφεια. Απλά, δεν υπάρχει σχέδιο και διάθεση.

Στην πόλη της Θεσσαλονίκης μας κρατά η απλότητα και η ποιότητα ζωής, αλλά η ευκολία αυτή είναι και το τροχοπέδη που μας διώχνει, γιατί λίγοι αρχίζουν και τελειώνουν μια δουλειά στην ώρα τους. Από τον οικοδόμο μέχρι τον δημοσιογράφο, από τον δήμαρχο μέχρι τον εργολάβο, κι από τον λογιστή μέχρι τον αστυνομικό.

Δεν είχα προσωπικές στιγμές μαζί του, αλλά σε όλα τα κείμενα-μαρτυρίες που διαβάζω μετά το θάνατό του, ένα πράγμα μου κάνει εντύπωση. Πέρα από τα εγκώμια, όλοι στέκονται με ειλικρίνεια μπροστά στο γεγονός ότι η σχέση τους δεν ήταν πάντα αρμονική.

Ήταν σαφές ότι δεν ήταν άνθρωπος του άσπρου και του μαύρου, αλλά του γκρι – κι αυτό κοστίζει. Η πόλη πότε τον έκραζε, και πότε τον αγαπούσε, ανάλογα με τα νερά του Θερμαϊκού. Ο Γιώργος Τούλας γράφει ότι ήταν πολύ αυστηρός στην κριτική του με τον δήμαρχο. Ο Μπουτάρης στην τελευταία τους συνέντευξη, ξεπροβοδίζοντας τον, του είπε έξω από το ασανσέρ: «Σε ευχαριστώ που δεν μου χαρίστηκες ποτέ».

Η βασική κακοδαιμονία της Θεσσαλονίκης, που συνεχίζει να μεταδίδεται και στη γενιά μας, είναι το κοντό μπόι. Όχι της πόλης, αλλά των ανθρώπων της. Όση νεανική ομορφιά κι αν έχει αυτή η πόλη, ένα νέο παιδί οφείλει να βγει από το καβούκι των τειχών της πόλης και να ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα για να αντιληφθεί, ότι η Θεσσαλονίκη που τόσο αγαπά δεν είναι παρά ένα μεγάλο χωριό. Οφείλει να το δει για να μη μείνει κολλημένο στη μετριότητα, στην ευκολία και στην ελαφρότητα που χαρακτηρίζει ένα χωριό – που με κανέναν τρόπο δεν είναι χωριό.

Η Αθήνα είναι ο φαντασιακός δυνάστης, που θα δικαιολογεί την απραξία του κόσμου της Θεσσαλονίκης. Αν ξεφύγει κανείς από την προσέγγιση «καλού-κακού», θα ανακαλύψει ότι η πόλη αυτή, είναι «τόσο-όσο». Δεν είναι πρωτεύουσα και δε θα γίνει ποτέ. Το κράτος των Αθηνών υφίσταται, αλλά δε ξυπνάει κάθε πρωί με τον καημό του Θερμαϊκού.

Οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης οφείλουν να κρίνουν και να δημιουργήσουν τη μοίρα του τόπου τους. Με πάθος, όπως ακριβώς έκανε ο Γιάννης Μπουτάρης.

Δε χρειαζόμαστε Μεσσία, παρά μόνο όραμα και εργατικότητα. Δε μας δυναστεύει κανένας, παρά μόνο το μπόι μας.

Ο κυρ-Γιάννης δεν έκατσε ποτέ στα αυγά του. Ήταν ένας ενοχλητικός οραματιστής. Ο τελευταίος μεγάλος μάγκας της πόλης.