Η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ φαίνονται πιο κοντά από ποτέ σε μια ιστορική συμφωνία εξομάλυνσης των σχέσεών τους, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τον γεωπολιτικό χάρτη της Μέσης Ανατολής.

Η πολιτική επιστήμονας Ηλέκτρα Νησίδου γράφει στο NEWS 24/7 για τις προσεγγίσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, που διαφέρουν αρκετά.

Παρά τις προκλήσεις που προκύπτουν από τον πόλεμο στη Γάζα, οι διαπραγματεύσεις για την κανονικοποίηση των σχέσεων συνεχίζονται, με τη Σαουδική Αραβία να θέτει ως προϋπόθεση την κατάπαυση πυρός για να προχωρήσει σε οποιαδήποτε συμφωνία​. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί νέες προοπτικές και συνθήκες για την περιοχή, αλλά και για τους εμπλεκόμενους περιφερειακούς και διεθνείς δρώντες.

Υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (MbS), η Σαουδική Αραβία επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ της αντιπαράθεσης με το Ιράν και της εξομάλυνσης των σχέσεών της με το Ισραήλ. Η Κίνα έχει ήδη παίξει καθοριστικό ρόλο στην προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας – Ιράν, δείχνοντας ότι το Ριάντ είναι πρόθυμο να προχωρήσει σε συνεργασίες με άλλες περιφερειακές δυνάμεις για να εξασφαλίσει σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, μια επίσημη συνεργασία με το Ισραήλ θα δώσει στη Σαουδική Αραβία ένα σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι στο Ιράν, ενισχύοντας παράλληλα τη θέση της ως βασικό στρατηγικό σύμμαχο της Δύσης.

Το Παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας. Η Σαουδική Αραβία αναγνωρίζει ότι η υπεράσπιση των Παλαιστινίων είναι ζήτημα αξιοπιστίας και επιρροής στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Οποιαδήποτε συμφωνία με το Ισραήλ, για να έχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, θα πρέπει να περιλαμβάνει μια σημαντική δέσμευση για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και την διευθέτηση του ζητήματος.

Εξίσου απαραίτητο συστατικό στοιχείο για την επιτυχή έκβαση του Saudi Deal είναι η διπλωματική στήριξη των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχει καταστήσει σαφές ότι στηρίζει τις Συμφωνίες του Αβραάμ (2020), που υπεγράφησαν επί Τραμπ, και βλέπει στη συμφωνία Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ ένα μέσο για την προώθηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η κατάσταση στη Γάζα μπορεί να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις, καθώς οι ΗΠΑ ενδέχεται να επιδιώξουν να διασφαλίσουν την κατάπαυση πυρός πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε επίσημη συμφωνία.

Επιπλέον, οι επικείμενες εκλογές στις ΗΠΑ ενδέχεται να αλλάξουν το τοπίο. Η ανάλυση της πιθανής πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στη Μέση Ανατολή διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στις προσεγγίσεις Τραμπ και Μπάιντεν, ειδικά σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές τους στο Ισραήλ, το Παλαιστινιακό ζήτημα και τη Σαουδική Αραβία. Η προσέγγιση του Μπάιντεν έχει επικεντρωθεί στην σταθερή στήριξη προς το Ισραήλ χωρίς ουσιαστική πίεση για διαπραγματεύσεις και κατάπαυση πυρός.

Ως εκ τούτου, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται υπό την ισχυρή επιρροή του Νετανιάχου, και, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές προκλήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, έχει ενισχυθεί η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ είναι περισσότερο εστιασμένες σε βραχύβιες προσπάθειες και λιγότερο σε μια πιο οριστική λύση στη Μέση Ανατολή.

Μια ενδεχόμενη επανεκλογή του Τραμπ θα μπορούσε να σημάνει μια πιο ευέλικτη προσέγγιση, ενδεχομένως με στόχο τη διαμεσολάβηση για μακροχρόνια εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, με παράλληλη στρατηγική αποφόρτισης στην περιοχή, έτσι ώστε να επιτευχθεί ισορροπία και να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ. Επί των ημερών του, ο Τραμπ ενθάρρυνε την προσέγγιση του Ισραήλ με αρκετά αραβικά κράτη μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ, επιδιώκοντας να εδραιώσει στρατηγικές συνεργασίες και να ενισχύσει τις οικονομικές τους σχέσεις.

Η προοπτική μιας πιο ισχυρής διαπραγμάτευσης με επίκεντρο την κατάπαυση πυρός μπορεί να θεωρηθεί ως η μακροχρόνια «λύση» που θα επιδιώξει ο Τραμπ, αντί της συνεχούς έμμεσης ενίσχυσης του Ισραήλ στις συγκρούσεις, όπως συμβαίνει επί Μπάιντεν. Η ενδεχόμενη επανεκλογή των Δημοκρατικών, είναι πολύ πιθανό να διαιωνίσει την υφιστάμενη κατάσταση, με την ελπίδα ότι το Ισραηλινό κράτος θα κερδίσει σύντομα τον πόλεμο και θα επισπευθούν οι διαδικασίες της Συμφωνίας, ωστόσο είναι πολύ πιθανό σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Σαουδική Αραβία να απέχει καθώς το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο τόσο στο εσωτερικό της όσο και συλλήβδην στον αραβοϊσλαμικό κόσμο.

Παρά ταύτα, η ενδεχόμενη εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας δεν θα περιοριστεί μόνο στη διπλωματία, αλλά μπορεί να ανοίξει δρόμους και για οικονομική συνεργασία, ειδικά στον τομέα της ενέργειας. Η Σαουδική Αραβία, στο πλαίσιο του Vision 2030, επιδιώκει να διαφοροποιήσει την οικονομία της, με έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το Ισραήλ διαθέτει τεχνογνωσία και καινοτομία σε τεχνολογίες ηλιακής και άλλων πράσινων μορφών ενέργειας, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει κοινό έδαφος για συνεργασία και να ενισχύσει την οικονομική σύνδεση των δύο χωρών.

Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ δεν αφορά μόνο τους δύο πρωταγωνιστές, αλλά επηρεάζει και τα συμφέροντα άλλων περιφερειακών δρώντων. Η Τουρκία και το Ιράν πιθανότατα θα παρακολουθήσουν αυτή τη συμφωνία με ανησυχία, καθώς αυτή αναμένεται να ενισχύσει το Ισραήλ και να μειώσει την επιρροή τους στον μουσουλμανικό κόσμο. Άλλες αραβικές χώρες που έχουν ήδη ομαλοποιήσει τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, ενδέχεται να ενισχύσουν τις δεσμεύσεις τους, δημιουργώντας ένα νέο, πολυμερές σύστημα ασφάλειας.

Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι μια εξομάλυνση σχέσεων με το Ισραήλ θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές στο εσωτερικό της. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έχει ήδη προχωρήσει σε «εκσυγχρονιστικές» μεταρρυθμίσεις, αλλά η αποδοχή μιας τέτοιας πολιτικής απόφασης από τον λαό ενδέχεται να δοκιμαστεί. Ενώ η νεότερη γενιά μπορεί να είναι πιο ανοιχτή στην αλλαγή, οι συντηρητικοί κύκλοι ενδέχεται να αντιδράσουν. Η θέση της χώρας ως θεματοφύλακα των ιερών ισλαμικών τόπων προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη στάση που θα κρατήσει το Ριάντ απέναντι στους Ισραηλινούς και τους Αμερικανούς.

Τέλος, μια ενδεχόμενη προσχώρηση της Σαουδικής Αραβίας στις Συμφωνίες του Αβραάμ θα ενισχύσει τη σημασία τους ως καταλύτη για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει και άλλα κράτη σε συμφωνίες με το Ισραήλ, δημιουργώντας έναν νέο άξονα συνεργασίας στην περιοχή, ο οποίος θα βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό με τον σιιτικό άξονα αλλά και με τις χώρες των BRICS+. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο πόλεμος στη Γάζα έχει ταράξει τα μεσανατολικά ύδατα και κατά τα φαινόμενα πριν από τη λήξη του, ακόμη, έχουν ξεκινήσει οι προσπάθειες αναδιαμόρφωσης του γεωπολιτικού χάρτη και οι αναζητήσεις για νέους παράγοντες ισορροπίας.

Η Ηλέκτρα Νησίδου είναι πολιτική επιστήμονας, ΜΑ Διεθνής & Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση & Πολιτική ΕΚΠΑ, επιστημονική συνεργάτιδα Ινστιτούτου ΕΝΑ