Το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών θα έχει σοβαρές παγκόσμιες επιπτώσεις.
Παρά ταύτα, ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν απασχόλησαν την προεκλογική εκστρατεία, στην οποία κυριάρχησαν θέματα όπως ο πληθωρισμός, η λαθρομετανάστευση και οι αμβλώσεις.
Το αποτέλεσμα θα κριθεί από το πώς θα ψηφίσουν επτά αμφιταλαντευόμενες πολιτείες (swing states).
Η εκλογική μάχη αναμένεται αμφίρροπη με τις χρηματιστηριακές και στοιχηματικές αγορές να δίνουν προβάδισμα στον Τραμπ.
Η Harris δεν έχει εμπειρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ούτε είχε αποφασιστική εμπλοκή στην διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Αναμένεται να συνεχίσει την πολιτική προηγούμενων Δημοκρατικών προέδρων, όπως οι Ομπάμα και Biden.
Η ηγετική ομάδα που θα την πλαισιώσει, εάν εκλεγεί, έχει τις ρίζες της στην κυβέρνηση Ομπάμα, ο δε Ομπάμα λειτουργεί ως πολιτικός της μέντορας.
Η Harris υπόσχεται συνέχεια και προβλεψιμότητα, κάτι που ανακουφίζει τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Ασία και την Ευρώπη.
Από την πλευρά του ο Τραμπ υπόσχεται ανατροπές και εκπλήξεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική .
Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν από την ομάδα που θα τον πλαισιώσει.
Στο ρεπουμπλικανικό κόμμα υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης που διαγωνίζονται για επιρροή.
Το ποια σχολή θα κυριαρχήσει θα φανεί από τις επιλογές προσώπων που θα στελεχώσουν κρίσιμες θέσεις.
Η πρώτη σχολή δίνει έμφαση στην διατήρηση της αμερικανικής πλανητικής «ηγεμονίας» (primacy).
Η δεύτερη σχολή αντίθετα συμβουλεύει «αυτοπεριορισμό» με αποφυγή εμπλοκών ανά τον πλανήτη (restraint).
Η τρίτη σχολή σκέψης δίνει έμφαση στην «ιεραρχημένη εμπλοκή» (selective engagement) με επικέντρωση στην Κίνα . Η πρόβλεψή μου είναι ότι ο Τραμπ, εάν εκλεγεί, θα σχοινοβατεί μεταξύ αυτών των τριών σχολών σκέψης.
Στην πιο πάνω ανάλυση θα πρέπει να προστεθεί ένας ακόμη αστάθμητος παράγοντας που είναι ο ίδιος ο Τραμπ.
Η διαπραγματευτική του τακτική διαχρονικά είναι να δημιουργεί χάος , να αυξάνει την αβεβαιότητα ώστε να μην μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά του.
Είναι επίσης ευμετάβλητος κάνοντας με ευκολία στροφή 180 μοιρών από την μια στιγμή στην άλλη . Αυτό βάζει αντιπάλους και συμμάχους σε δυσχερή θέση γιατί δεν ξέρουν τι έκπληξη τους περιμένει.
Σε περίπτωση που επιτευχθεί νίκη των Ρεπουμπλικάνων θα υπάρξουν έξι τουλάχιστον σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Πρώτον, θα αλλάξει η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Κίνα.
Το κυρίαρχο αφήγημα στην Ουάσιγκτον στο οποίο συμφωνούν και τα δυο κόμματα είναι ότι η Κίνα αποτελεί ένα αναδυόμενο γεωπολιτικό ανταγωνιστή που, αν κυριαρχήσει στην Ασία, θα ξεπεράσει σε ισχύ τις ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με την τρέχουσα πολιτική, μια νέα κυβέρνηση υπό τον Τραμπ θα επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της Κίνας κλείνοντας όλα τα δευτερεύοντα μέτωπα (Ουκρανία, Μέση Ανατολή). Επίσης θα δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο γεωοικονομικό ανταγωνισμό και μικρότερη στον ιδεολογικό (δημοκρατία versus αυταρχισμός).
Ταυτόχρονα θα απαιτήσει, όπως μεγάλο μέρος του κόστους της στρατιωτικής προπαρασκευής για την ανάσχεση της Κίνας καλυφθεί από τους συμμάχους των ΗΠΑ στον Ειρηνικό (Ιαπωνία, Νότιο Κορέα, Ταιβάν, Φιλιππίνες, Αυστραλία).
Αυτοί θα κληθούν να πληρώσουν αυξημένα «ασφάλιστρα» για την προστασία που τους προσφέρουν οι ΗΠΑ.
Η αβεβαιότητα πάντως για την αξιοπιστία των δεσμεύσεων μιας ενδεχόμενης νέας κυβέρνησης Τραμπ είναι ένας από τους λόγους που οι τοπικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ προτιμούν την εκλογή της Harris.
Σε κάθε περίπτωση, αν τεθεί θέμα αξιοπιστίας των αμερικανικών συμμαχικών εγγυήσεων, χώρες με ανεπτυγμένη τεχνολογική υποδομή, όπως η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, είναι πιθανό να προχωρήσουν στη δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου για να αυξήσουν την ασφάλεια τους.
Ένα πιθανό ναρκοπέδιο στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα αφορά την Ταιβάν.
Είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν πιέσεις σε μια νέα κυβέρνηση Τραμπ να ενθαρρύνει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Αυτό αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Κίνα και ενέχει τον κίνδυνο κλιμάκωσης σε πολεμική αντιπαράθεση.
Δεύτερον, αναφορικά με την Ουκρανία, μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Τραμπ θα επιδιώξει πάγωμα του πολέμου στις σημερινές διαχωριστικές γραμμές, τη δημιουργία αποστρατικοποιημένης ζώνης μεταξύ των εμπόλεμων , άρνηση να συμπεριληφθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ και άρση των αμερικανικών κυρώσεων στην Ρωσία.
Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «ξεπούλημα» της Ουκρανίας και στρατηγική ήττα της Δύσης.
Για τον Τραμπ όμως ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα ανοίξει το δρόμο για διπλωματική προσέγγιση της Ρωσίας, πράγμα που θα διευκολύνει την απεξάρτηση της Μόσχας από το Πεκίνο. Αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω, θα υπάρξει αναδιάταξη των παγκόσμιων ισορροπιών.
Τρίτον, αναφορικά με την πολιτική των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή μια νέα κυβέρνηση Τραμπ θα υποστηρίξει ενεργά το Ισραήλ στην προσπάθεια του να αποδυναμώσει το Ιράν και τους τοπικούς συμμάχους του δημιουργώντας έτσι μια νέα τάξη πραγμάτων στην Μέση Ανατολή.
Η σύγκρουση Ιράν- Ισραήλ δεν θεωρείται πλέον από τους Ρεπουμπλικανούς ως μια περιφερειακή σύγκρουση αλλά ως πόλεμος δια αντιπροσώπων της Δύσης με τον Ασιατικό γεωπολιτικό σχηματισμό Κίνα-Ρωσία-Ιράν.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε εάν δούμε μια νέα κυβέρνηση Τραμπ να συνεργάζεται με την κυβέρνηση Νετανιάχου για την καταστροφή του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Πάντως η επιθυμία του Τραμπ να ολοκληρώσει τις συμφωνίες του Αβραάμ με την υπογραφή ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας συγκρούεται με την εκπεφρασμένη αντίθεσή του στην δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους (two states solution).
Σε αυτή την περίπτωση θα κληθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο.
Τέταρτον, ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα αυξήσει τους δασμούς σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα κατά 20% και κατά 60% στα κινεζικά προϊόντα.
Στόχος του είναι να τονώσει την φθίνουσα αμερικανική βιομηχανία μέσω προστατευτισμού.
Αυτό θα οδηγήσει αυτόματα σε εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ με την Κίνα και την ΕΕ. Όξυνση των σχέσεων θα υπάρξει και με άλλους συμμάχους των ΗΠΑ που έχουν θετικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών με τις ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία , ο Καναδάς, και η Νότιος Κορέα.
Έμφαση πάντως θα δοθεί στην στρατηγική της οικονομικής απαγκίστρωσης από την Κίνα ώστε να μειωθεί η αμερικανική εξάρτηση από την κινεζική βιομηχανία κυρίως σε κρίσιμους τομείς, όπως φάρμακα και ηλεκτρονικά.
Όλο αυτό θα φέρει αναδιάταξη των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού με μεταφορά παραγωγής προϊόντων στις ΗΠΑ είτε σε γειτονικές χώρες (Μεξικό) είτε σε φιλικές χώρες (Βιετνάμ, Ινδία).
Πέμπτον, θα αλλάξει η πολιτική απέναντι στους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ θεωρεί ότι οι Ευρωπαίοι είναι αρκετά ισχυροί να διαχειριστούν `μόνοι τους περιφερειακά ζητήματα ασφαλείας, πράγμα που θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να μειώσουν την ευρωπαϊκή τους εμπλοκή.
Μια από τις πρώτες κινήσεις αναμένεται να είναι η απόσυρση αμερικανικών στρατευμάτων ύψους 50.000 ανδρών από την Γερμανία.
Ένα πρόσθετο ζήτημα είναι η κατανομή βαρών (burden sharing) μεταξύ ΗΠΑ και των ευρωπαίων συμμάχων τους.
Ο Τραμπ έχει κατηγορήσει τους Ευρωπαίους ότι εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ παραμελώντας την αμυντική τους προπαρασκευή και απειλεί ότι αν οι Ευρωπαίοι δεν αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες θα αποσύρει την αμερικανική ομπρέλα προστασίας.
Δεν αποκλείεται μάλιστα να τεθεί σε αμφιβολία η ανάγκη διατήρησης του ΝΑΤΟ.
Έκτον, ο Τραμπ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την συζήτηση για την κλιματική αλλαγή, δεν συμμερίζεται την ανάγκη μείωσης των ρύπων και αντιτίθεται στις υιοθετημένες πολιτικές απανθρακοποίησης .
Στόχος του είναι η επίτευξη αμερικανικής ενεργειακής κυριαρχίας μέσω της αύξησης παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Για πετύχει κάτι τέτοιο προτίθεται να απελευθερώσει τις αμερικανικές ενεργειακές αγορές από το σημερινό αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο με την παροχή πληθώρας αδειοδοτήσεων για νέες εξορύξεις .
Ταυτόχρονα προτίθεται να περικόψει τα υπάρχοντα κίνητρα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αποσύρει τις ΗΠΑ από την συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή του 2015.
Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα βρεθούν απέναντι στις διακόσιες περίπου χώρες που ανέλαβαν την συμβατική υποχρέωση να καταπολεμήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Τέλος, άσχετα με το ποιος θα κερδίσει τις εκλογές είναι σημαντικό να αναγνωριστεί το αποτέλεσμα από την πλευρά εκείνου που θα ηττηθεί.
Επανάληψη των εκτρόπων που έγιναν μετά τις εκλογές του 2020 θα βλάψει την εικόνα των ΗΠΑ και θα αποδυναμώσει την θέση τους στο διεθνές σύστημα.
Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων