Κάθε χρόνο, στις 28 Οκτωβρίου, ο λαός μας γιορτάζει μια ξεχωριστή μέρα. Γιορτάζει την όρθωση ενός γιγάντιου ΟΧΙ στην φασιστική εισβολή των Ιταλών και ενός μεγάλου ΟΧΙ σε κάθε φασισμό που επιβουλεύεται την ελευθερία του.
Ξημερώματα της ημέρας αυτής, το 1940, η ιταλική κυβέρνηση απαίτησε στην ουσία παράδοση άνευ όρων της χώρας μας. Τα ανησυχητικά μηνύματα για πολεμική εισβολή, είχαν πυκνώσει ήδη από τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη», στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Η επίθεση ήταν μόνο ζήτημα χρόνου.
Την απάντηση στην ιταμή πρόκληση της ιταλικής κυβέρνησης, την έδωσε η ελληνική κυβέρνηση στον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα: ΟΧΙ! (“Ωστε έχουμε πόλεμο”)
Την ουσιαστική απάντηση όμως του ΟΧΙ στον ιταλικό φασισμό και στα στρατεύματά του, την έδωσαν επί του πεδίου ο ελληνικός στρατός και ο ελληνικός λαός ενωμένοι σε ένα μέτωπο μάχης και αυτοθυσίας.
Html code here! Replace this with any non empty text and that’s it.
Ο λαός βγήκε στους δρόμους. Έκτισε αμέσως τη δική του εθνική ενότητα και ομοψυχία.
Γενική επιστράτευση!
Χορηγός Επικοινωνίας
Όλοι ήθελαν να στρατευθούν, να πολεμήσουν. Τα τρένα για τον πόλεμο ήταν υπερπλήρη.
Ακόμη και εκείνοι που το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, έκλεισε σε φυλακές και εξορίες, καταργώντας το σύνταγμα και τη δημοκρατία, ακόμη και αυτοί, μπροστά στην άρνηση των επίσημων αρχών να τους αφήσουν να πολεμήσουν, δραπέτευαν από τους χώρους κράτησης και τράβηξαν για το μέτωπο.
Τότε, λίγο μετά τις 03:00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 η Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την φράση: «Alors, c’est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση της χώρας επί των ιταλικών αιτημάτων.
Ο ελληνικός στρατός με την υποστήριξη του λαού και την συνεχή τροφοδοσία του από τον ντόπιο πληθυσμό και τις ηρωίδες μάνες της Πίνδου, κατάφερε τελικά να αποκρούσει τους εισβολείς και σταδιακά να προωθηθεί στα εδάφη της Β. Ηπείρου, στην Αλβανία, εδάφη που κατείχε ο Εχθρός. Σε λίγο άρχισε η άτακτη υποχώρηση και ξαφνικά η φασιστική Ιταλία ήταν εκτεθειμένη στον απόλυτο εξευτελισμό.
«Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των φώτων, λάβαμε
τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν
έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις
γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα
ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη
μέρα, συνέχεια, και είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν
αντέχανε άλλο…».
«Άξιον Εστί», Οδυσσέας Ελύτης
Ήταν ένας έπος ηρωισμού, αυτοθυσίας και αποφασιστικότητας. Όλος ο κόσμος τότε μίλησε για τους Έλληνες που πολεμούν σαν ήρωες. Και το αντέστρεψε: «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες»! (Τσώρτσιλ).
Οι λαοί της Ευρώπης που βρισκόταν κάτω από την μπότα του φασιστικού άξονα Γερμανίας – Ιταλίας, αναθάρρησαν. Οι Έλληνες πέτυχαν την πρώτη μεγάλη νίκη κατά του φασισμού, ο φασισμός δεν είναι ανίκητος αρκεί να το πάρεις απόφαση να τον πολεμήσεις! Ο λαός μας μέθυσε από τις νίκες. Η τέχνη με τραγούδια, θεατρικά έργα, σκίτσα, αφίσες, ανέκδοτα, ποιήματα και αφηγήματα τις μετέτρεπε σε εθνική εποποιία. Από την άλλη, οι χαροκαμένες μάνες των νεκρών του πολέμου, βίωναν τον πόνο βουβά λειαίνοντας τον πόνο με την υπερηφάνεια. Τότε η ζωή γίνεται γιορτή, οι θυσίες έχουν νόημα και τα προβλήματα δίνουν τη θέση τους στα όνειρα.
Το «Έπος του 40», καταγράφηκε στη μνήμη του λαού μας σαν παρακαταθήκη ενότητας και αντίστασης και μια από τις ηρωικές εξάρσεις του ελληνισμού απέναντι στον κίνδυνο του αφανισμού από έναν υπέρτερο εχθρό.
Το πρώτο μέρος αυτού του πολέμου έληξε με την εισβολή των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941 και την επαίσχυντη συνθήκη παράδοσης που υπέγραψε στις 20 Απριλίου 1941 ο επίορκος αξιωματικός του στρατού Γεώργιος Τσολάκογλου, ο οποίος με μια μικρή ομάδα προδοτών ανέλαβε πραξικοπηματικά την διοίκηση του Γ ΣΣ και υπέγραψε τη συνθήκη.
Αυτό το έπος δεν σταμάτησε στις μάχες των στρατών. Ο ενωμένος λαός και ο στρατός δεν παρέδωσαν ούτε την ψυχή ούτε το πνεύμα. Αντίθετα, το έπος του 40 αποτέλεσε τη μαγιά για να ανθίσει το άλλο μεγάλο έπος που έκανε τους σκλαβωμένους λαούς να εκπλήσσονται για άλλη μια φορά: Το έπος της Εθνικής Αντίστασης.
Σοφοί αξιωματικοί και στρατιώτες, απορρίπτοντας τις εντολές της κυβέρνησης των δωσίλογων του Τσολάκογλου, η οποία παρέδωσε τη χώρα στους Γερμανο-Ιταλούς και Βούλγαρους κατακτητές, να παραδώσουν τον οπλισμό τους, τον φύλαξαν και τον απέκρυψαν σαν την αυριανή πρωταρχική υλική εφεδρεία της Εθνικής Αντίστασης που οργάνωσε ο λαό αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής.
Το έπος της Εθνικής Αντίστασης ήταν το άλλο στάδιο του αγώνα κατά του φασισμού και της τριπλής ξένης κατοχής. Ήταν ένα έπος που κανένας δεν μπορεί πλέον να αμφισβητεί! Σε αυτή την αντίσταση πήραν μέρος όλοι οι Έλληνες. Μόνο μια μικρή μειοψηφία, προδοτών, δωσίλογων και πλουσίων μαυραγοριτών, ήταν οι φίλοι των κατακτητών. Μέσα από ανείπωτα βασανιστήρια και αγώνες, μέσα από άνιση πάλη με υπέρτερο εχθρό, η Εθνική Αντίσταση σε πόλεις, χωριά και βουνά, έδωσε και πάλι τα διδάγματά της. Δεν πτόησαν τα παλικάρια της, ούτε οι εκτελέσεις, ούτε τα μπλόκα, ούτε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κατάφεραν να οργανωθούν και να αντιπαλέψουν τον εχθρό. Από το κατέβασμα της Σβάστικας από την Ακρόπολη (30/5/1941) και από τον Γοργοπόταμο (25/11/1942) μέχρι τη μάχη της Ηλεκτρικής, στο Κερατσίνι στις 13 Οκτωβρίου 1944, η Αντίσταση έστελνε πάντα ένα βαθύτερο μήνυμα. Είναι σημαντικό να κρατήσουμε τη δυναμική που γεννάει αυτή η στιγμή της ενότητας. Μια δυναμική που δεν είναι ψεύτικη, που μπορεί και μετατρέπεται σε πραγματική δύναμη νίκης.
Η ελευθερία δεν χαρίζεται. Κατακτιέται με αγώνα και αίμα.
Ο αγώνας φλογίζονταν από ιδανικά!
Πηγή: Επιμελητήριο Αθηνών