Τριάντα πέντε χρόνια έχουν μεσολαβήσει από την πρώτη μας επαγγελματική συνάντηση.
Η Φανί Αρντάν από τότε σταρ του γαλλικού και διεθνούς κινηματογράφου, η γράφουσα εκκολαπτόμενη δημοσιογράφος. Και κάθε φορά που η γαλλίδα καλλιτέχνις εμφανίζεται επίσημα στην Αθήνα οι συμπτώσεις «κανονίζουν» να συναντιόμαστε και να μιλάμε για τις δημιουργικές υποθέσεις της. Ο πρόσφατος ερχομός της – για τέταρτη φορά – σηματοδοτεί τη δεύτερη συνεργασία της με την Εθνική Λυρική Σκηνή, σκηνοθετώντας την όπερα «Αλέκο» του Ραχμάνινοφ.
«Ηταν πολύ συγκινητικό όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης με κάλεσε και με ρώτησε τι θα με ενδιέφερε να ανεβάσω για τη Λυρική. Και αφού έχω μεγάλη αγάπη για τη ρωσική μουσική, ειδικά τον Ραχμάνινοφ και τη λογοτεχνία του Πούσκιν, τα συνδύασα με τον τρίτο μου έρωτα, που είναι οι Τσιγγάνοι, για τους οποίους έχω κάνει πολλές ταινίες μικρού μήκους. Και ο Πούσκιν φαίνεται να έλκεται από τους Τσιγγάνους, όπως εκείνοι που νιώθουν εγκλωβισμένοι από μια θεσμοθετημένη κοινωνία. Εχουμε για αυτούς μια ειδυλλιακή εικόνα. Γι’ αυτό και στην ιστορία του Αλέκο διακρίνουμε σχεδόν την ιστορία του ίδιου του Πούσκιν, ο οποίος ονειρεύεται την ελευθερία την οποία δεν έχουν οι ρώσοι αριστοκράτες ούτε καν ο τσάρος. Η όπερα “Αλέκο” φέρνει σε διάλογο δύο διαφορετικούς κόσμους: την κοινότητα των Τσιγγάνων με την αστική κουλτούρα. Το έργο μιλάει για έναν κοσμοπολίτη αστό που σκοτώνει την τσιγγάνα γυναίκα του Ζαμφίρα και τον εραστή της, μη μπορώντας να αποδεχτεί το ιδανικό της ελευθερίας των Τσιγγάνων. Ο χαρακτήρας του Αλέκο είναι ο Πούσκιν, αυτός ο “ξένος” που θέλει να ζήσει την ελεύθερη ζωή των Τσιγγάνων, ενστερνιζόμενος τις ιδέες τους, τις ψευδαισθήσεις τους, το ρομαντικό τους όραμα, τα θαύματά τους. Ο χαρακτήρας του Αλέκο είμαστε εμείς που θέλουμε να ζήσουμε σε έναν κόσμο ελεύθερο, χωρίς ωστόσο να θέλουμε να πληρώσουμε το τίμημα».
Με αφορμή την αποφοίτησή του από το Ωδείο της Μόσχας, σε ηλικία μόλις 19 ετών, ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ έγραψε τη μονόπρακτη όπερα «Αλέκο», το 1892, βασισμένη στο ποίημα «Οι Τσιγγάνοι» (1824) του Αλεξάντρ Πούσκιν. Το αποτέλεσμα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα, τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο και κέρδισε τον θαυμασμό, μεταξύ άλλων, και του Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι. Εναν χρόνο αργότερα, πρωτοπαρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία από το Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας. Το 1899, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Πούσκιν, ο «Αλέκο» παρουσιάστηκε εκ νέου στην Αγία Πετρούπολη με τον τότε ακόμα νέο αλλά αργότερα περίφημο βαθύφωνο Φιοντόρ Σαλιάπιν στον κεντρικό ρόλο. «Αυτό που είναι σημαντικό σε αυτή τη μονόπρακτη όπερα είναι ότι γράφτηκε από τον νεαρό Ραχμάνινοφ, αλλά διακρίνουμε τη μουσική ευφυΐα του. Υπάρχει μια δύναμη στη σύνθεσή του, μαζί και κάτι αφελές, που δεν θα το έλεγα παιδικό, καθώς στο έργο του επεξεργάζεται μουσικά τις γυναίκες, τον έρωτα, την προδοσία, το έγκλημα».
Η Αρντάν του 2024 παραμένει παθιασμένη, ανεξάρτητη, γοητευτική, ενθουσιώδης, αυθεντική. Και ωραία θυμωμένη καθώς η χαϊδευτική φωνή της καταγγέλλει οτιδήποτε συμβιβαστικό και το ζεστό βλέμμα της αγκαλιάζει κάθε λέξη που παραπέμπει σε ξεσηκωμό.
«Αυτό που μου αρέσει στο συγκεκριμένο έργο είναι η διαχείριση του κακού. Σε μια δυτική κοινωνία θεωρούμε πως αν σκοτώσεις θα πας φυλακή. Αυτή η ιστορία λέει “σκότωσες, άρα είσαι κακός. Δεν ανήκεις στην κοινότητά μας, αντίο”. Από την εποχή της αρχαίας τραγωδίας το έγκλημα προκαλεί έγκλημα. Οι Ελληνες γι’ αυτόν τον λόγο θέσπισαν τη Δικαιοσύνη, για να μην υπάρξουν περιπτώσεις όπως του οίκου των Ατρειδών. Ενώ στη δική μου θεώρηση για τη ζωή σκεφτόμουν πάντα ότι η συγχώρεση ήταν πιο δυνατή από την απόδοση δικαιοσύνης. Οτι η δικαιοσύνη είναι μια μορφή εκδίκησης. Κυρίως η τιμωρία του Αλέκο είναι ότι ένιωθε πάντα μοναξιά. Δεν ανήκει στη ρωσική αριστοκρατία και δεν θα ανήκει στους Τσιγγάνους. Αυτό είναι το ηθικό δίδαγμα λέγοντας: “Ω δυστυχία, ω τραγωδία, είμαι πάλι μόνος”».
Μετά τις δύο σκηνοθεσίες μουσικού θεάτρου που είχε υπογράψει στο Θέατρο Σατλέ στο Παρίσι (τη «Βερονίκη» του Μεσαζέ το 2008 και το «Passion» του Ζόντχαϊμ το 2016), η Φανί Αρντάν έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στην όπερα πριν από πέντε χρόνια ανεβάζοντας στη Λυρική Σκηνή τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς σε πλήρες ανάπτυγμα τρεισήμισι ωρών.
«Ο “Αλέκο” είναι πολύ σύντομη όπερα. Διαρκεί μόνο μία ώρα, γι’ αυτό και θα παρουσιαστεί στην ίδια παράσταση με τη μονόπρακτη όπερα “Ο πύργος του Κυανοπώγωνα” του Μπέλα Μπάρτοκ (σ.σ.: σκηνοθετημένη από τον Θέμελη Γλυνάτση).
Μου αρέσει ένα έργο να είναι σύντομο, περιεκτικό, δυνατό. Στο Παρίσι πηγαίνω πολύ συχνά στην όπερα, έχω πολλούς δίσκους, ακούω πολλή μουσική. Αρχισα να πηγαίνω στην όπερα όταν ήμουν πολύ μικρή, πριν πάω στον κινηματογράφο και ακόμη πριν παρακολουθήσω θεατρικές παραστάσεις. Από τότε που ήμουν μικρή θυμάμαι ότι τα πράγματα ήταν πολύ βαρετά, σαν να ήμουν θυμωμένη και να έλεγα “τελείωσα”. Είχα επίγνωση αυτού του γεγονότος.
Ο κίνδυνος της όπερας είναι η πλήξη για έναν θεατή του 21ου αιώνα, επειδή είμαστε η γενιά του ραδιοφώνου και του CD.
Μπορείς να ακούσεις τον “Μαγικό αυλό” στην μπανιέρα σου, έχεις τις καλύτερες ηχογραφήσεις, οπότε όταν βγαίνεις έξω, κάτι πρέπει να συμβεί.
Οταν λέω ότι είμαστε η γενιά του κινηματογράφου, έχουμε συνηθίσει τα κοντινά πλάνα, έχουμε συνηθίσει τα βίαια πράγματα.
Οπότε είναι μια τέχνη που δεν πρέπει να χάσεις και δεν πρέπει να νομίζεις ότι είσαι πιο έξυπνος από το λιμπρέτο ή τον συνθέτη. Το σκέφτηκα πολύ αυτό. Υπήρξαν λοιπόν φορές που βαρέθηκα στην όπερα εξαιτίας μιας σκηνοθεσίας που δεν μου έλεγε τίποτα, όπου θέλουν να με μάθουν να σκέφτομαι.
Και δεν θέλω να με διδάξουν να σκέφτομαι. Οταν λέω ότι δεν θέλω μια όπερα να χρησιμοποιείται για να εκπαιδεύσει έναν πολίτη, δεν θέλω η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος ή το τραγούδι να χρησιμοποιούνται για να σας κάνουν καλό πολίτη. Η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος ήταν πάντα ζώνες με φως και σκοτάδι, γεμάτα αντιφάσεις. Γι’ αυτό λέω ότι με γοητεύει τόσο πολύ όλη η ελληνική αρχαιότητα. Τα είχαν καταλάβει όλα εδώ και χρόνια οι Ελληνες. Ακόμα και όταν κοιτάς την “Ιλιάδα”, υπάρχει φως και σκιά σε κάθε χαρακτήρα. Μπορεί να αγαπήσεις την Κλυταιμνήστρα, ακόμα και αν ξέρεις τι έχει διαπράξει».
Για την τωρινή παραγωγή του «Αλέκο» και την πρόθεσή της να μας μεταφέρει στη Ρωσία του 1824 και να δημιουργήσει έναν μαγικό σκηνικό κόσμο, η Φανί Αρντάν προσκαλεί τον Πιερ-Αντρέ Βάιτς για τα σκηνικά, την Καταρζίνα Λεβίνσκα για τα κοστούμια, τον Ισραέλ Γκαλβάν για τη χορογραφία – κινησιολογία και τον Σεζάρ Γκοντφρουά για τους φωτισμούς.
«Ηθελα να κάνω τον “Αλέκο” γιατί βλέπω τους Τσιγγάνους στη σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα και τον τρόπο που οι δυτικές κοινωνίες θέλουν να τους μεταμορφώσουν.
Είχα επισκεφθεί στην Ιταλία έναν καταυλισμό τους, όπου τους είχαν επιβάλει να αφαιρέσουν τους τροχούς από το καραβάνι τους για να τους έχουν καθηλωμένους σαν να βρίσκονται στην έρημο. Ζούμε σε κοινωνίες όπου καθένας από εμάς βρίσκεται μέσα σε ένα αριθμημένο κλουβί. Αρκετοί από τους Τσιγγάνους έχουν προσαρμοστεί, όμως όταν σκέφτομαι τους Τσιγγάνους της Κεντρικής Ευρώπης θυμάμαι την ορμή τους για τον χορό και τη μουσική.
Και κάθε φορά που βρίσκομαι στη Μόσχα, ακόμα και για τα γενέθλια κάποιου φιλικού προσώπου, πάντα φτάνουν Τσιγγάνοι που θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν. Αυτό κράτησα για το χορωδιακό μέρος του “Αλέκο”, περίπου 60 χορευτές να εμφανίζονται ως η φωνή του κόσμου των Τσιγγάνων. Και όπως στην αρχαία τραγωδία ο Χορός είναι σημαντικός επειδή παρευρίσκεται για να σχολιάζει, ζήτησα τη συμβολή του Ισραέλ Γκαλβάν, τον οποίο εκτιμώ για την ανανεωτική του ικανότητα, για να προκαλέσει μια εισβολή τσιγγάνικου χορού στην παράσταση. Η χορογραφία είναι σαν ηλεκτρισμός. Ενα χαστούκι στο κοινό».
«ΕΙΜΑΙ ΚΑΚΟΣ ΘΕΑΤΗΣ». Τα σκηνοθετικά ευρήματα δεν την απασχολούν για να ανανεώσει μια οπερατική παράσταση και να την παρουσιάσει στο παρόν. Η Φανί Αρντάν διατηρεί το έργο στην εποχή του Πούσκιν, τον 19ο αιώνα. «Δεν με ενδιαφέρει η πραγματικότητα. Πάντα υπάρχει μια άλλη ή πρέπει να ψάξεις για μια άλλη πραγματικότητα, ένα άλλο όνειρο. Στην όπερα υπάρχουν πολλές συμβάσεις. Μου αρέσει να σέβομαι απόλυτα την ιστορία. Δεν θέλω να περνιέμαι ότι είμαι πιο έξυπνη από την ιστορία. Η υπόθεση του έργου είναι μια απλή ιστορία. Προσωπικά είμαι ένας κακός θεατής όπερας γιατί κουβαλάω μέσα μου πράγματα από τη μουσική που μου αρέσει να ακούω. Και αν μια παράσταση με απογοητεύσει επειδή η σύλληψή της είναι εικονοκλαστική, τότε θυμώνω. Αλλά καταλαβαίνω επίσης ότι ακόμη και όταν μου ζητείται να σκηνοθετήσω μια όπερα, γνωρίζω ότι είμαι απλώς μια ηθοποιός με τα δικά μου ελαττώματα, με τους δικούς μου περιορισμούς, αλλά ότι είναι σαν ένα δώρο της ζωής που σου προσφέρεται. Και δεν θα σκεφτώ ότι δεν είμαι επαρκής για κάτι τέτοιο. Εμπρός, η ζωή περνάει. Αύριο όλοι θα είμαστε νεκροί. Ας ζήσουμε τώρα!».
Τι την ωθεί να δοκιμάζεται σε νέες προκλήσεις; «Υπάρχει η αρχή του Πίτερ, μια έννοια στο μάνατζμεντ που παρατηρεί την άνοδο σε μια ιεραρχία που φτάνει σε “ένα επίπεδο αντίστοιχης ανικανότητας”: οι εργαζόμενοι προάγονται με βάση την επιτυχία τους σε προηγούμενες θέσεις εργασίας μέχρι να φτάσουν σε ένα επίπεδο στο οποίο δεν είναι πλέον ικανοί, καθώς οι δεξιότητες σε μια θέση εργασίας δεν μεταφράζονται απαραίτητα σε μια άλλη. Κι όμως είναι συναρπαστικό να φτάνεις στο επίπεδο της ανικανότητάς σου, που σημαίνει ότι δεν είσαι πάντα άνετος επειδή έχεις κάνει χίλιες φορές το ίδιο πράγμα. Υπάρχει κάτι που σε ξυπνάει στο σκοτάδι, υπάρχει κάτι που, ίσως εκ των υστέρων, όταν γυρίζεις το κλειδί στο σπίτι σου το βράδυ, σε κάνει και αναρωτιέσαι “μα γιατί το κάνω αυτό;”. Αλλά αυτό είναι, η ζωή σε καταβροχθίζει».
Οι χαρακτήρες στον «Αλέκο» διαφέρουν συναισθηματικά από τους σύγχρονους ανθρώπους; «Υπάρχει πάντα η ασάφεια, ένα διφορούμενο συναίσθημα. Ο Αλέκο είναι δολοφόνος αλλά και αισθηματίας, ψυχρός αλλά και παθιασμένος. Μιλάω για την αρχή ότι όλα έχουν μια τιμή. Θέλετε την ελευθερία, αλλά πρέπει να την πάρετε και δεν πρόκειται να σας τη δώσουν. Αλλά ακόμα και στην πραγματική ζωή υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσεις. Ή να σπάσεις τα δεσμά σου ή να πεταχτείς έξω όπως η Ζαμφίρα που πήρε το ρίσκο της ελευθερίας και σκοτώθηκε. Και ο Αλέκο, που πήρε το ρίσκο να αγαπήσει με πάθος. Πάντα έλεγα ότι οι δύο μεγάλες συγκινήσεις της ζωής είναι ο έρωτας και η ελευθερία. Αν λες ναι στον έρωτα αλλά δεν πρέπει να είσαι πολύ παθιασμένος, κάτι χάνεις, και αν πιστεύεις στην ελευθερία, αλλά λες “άσε με ήσυχο, θα κάνω ό,τι μου λένε”, πάλι κάτι χάνεις. Υπάρχει ένα τίμημα.
Οι σημερινές κοινωνίες έχουν γίνει φοβισμένες και άτολμες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή είναι ευκολότερο να κυβερνάς τις μάζες μέσω του φόβου παρά μέσω της ελευθερίας. Και αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο είναι σημαντικό όταν λέμε ότι έχουμε αποβλακώσει τους ανθρώπους με το Netflix. Γιατί όσο περισσότερο σκέφτεσαι, τόσο περισσότερο αντιστέκεσαι. Ενώ αν σκέφτεσαι λιγότερο είσαι λιγότερο δυστυχισμένος. Αυτοί που αναζητούν την ελευθερία ασφυκτιούν. Το ίδιο αν είσαι πολύ παθιασμένος με την αγάπη. Οπότε είναι περίεργο. Το πιο ζωντανό κομμάτι του εαυτού μας ρισκάρει να χάσει τα πάντα. Αλλά τουλάχιστον έχει ζήσει. Πάντα πίστευα ότι βρισκόμαστε σε ένα πολύ φιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό είναι που θα καταστρέψει την κοινωνία και την αξία των ανθρώπων. Για μένα, ο αχαλίνωτος καπιταλισμός είναι εξίσου επικίνδυνος με τον αχαλίνωτο κομμουνισμό. Τώρα φοβόμαστε να ξυπνήσουμε. Θυμάμαι ότι, στην εποχή μου, η επανάσταση ερχόταν πάντα από τους φοιτητές. Επειδή δεν φοβόντουσαν τίποτα. Μόλις όμως κάνεις παιδιά, είσαι ευάλωτος. Γι’ αυτό και θαύμαζα τους μεγάλους επαναστάτες. Γιατί εγκατέλειψαν την προσωπική τους ζωή για έναν σκοπό, μετακινούμενοι διαρκώς, μην έχοντας παιδιά, ούτε βρίσκοντας αγάπη. Ισως μεταξύ επαναστατών να υπήρχε έρωτας. Αλλά βλέπετε, επειδή πάντα τους δείχνουμε με το δάχτυλο σαν να ήταν τρομοκράτες, ξεχνάμε ότι έδωσαν τη ζωή τους για έναν σκοπό».