Στους μυστηριώδεις διαδρόμους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου της Κηφισιάς της δεκαετίας του 1920, εκεί όπου θύματα και θύτες μπερδεύονται σ’ έναν κυκεώνα μυστικών, ψεμάτων και τραυματικών γεγονότων του παρελθόντος, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης καλείται να φέρει την αλήθεια στο φως. Ο ηθοποιός τη φετινή τηλεοπτική σεζόν πρωταγωνιστεί στο «Grand Hotel», τη νέα αστυνομική σειρά του ΑΝΤ1 που προβάλλεται από Δευτέρα έως Κυριακή, υποδυόμενος τον αστυνομικό Χρόνη Κομνηνό. Μετά τη δολοφονία μιας νεαρής προσφυγοπούλας στο ξενοδοχείο της οικογένειας Γαζή, ο ήρωάς του επεμβαίνει και προσπαθεί να εισχωρήσει στα πιο βαθιά μυστικά των ανθρώπων του. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης μίλησε στα «Πρόσωπα».

Πείτε μου λίγα λόγια για τον ρόλο σας, τον Κομνηνό, και πώς τον αντιμετωπίζετε.

Είναι ο αστυνομικός στη σειρά που εξερευνά αυτά τα εγκλήματα. Ανήσυχο πνεύμα, μοντέρνο για την εποχή του μυαλό, προσπαθεί να δουλέψει επιστημονικά. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου γίνονται τα πρώτα βήματα των εγκληματολογικών στοιχείων κι αυτός είναι ενημερωμένος γι’ αυτήν την εξέλιξη, τα ψάχνει και χρησιμοποιεί άλλες μεθόδους. Δεν είναι ο κλασικός αστυνομικός του χωριού. Ερχεται από την πρωτεύουσα και κουβαλάει μία άλλη στρατηγική, ένα άλλο πνεύμα απέναντι σε αυτά. Εμένα με ενθουσίασε ο ρόλος γιατί ως παιδάκι ήθελα πάντα να κάνω τον αστυνομικό κάποια στιγμή και μου δόθηκε η ευκαιρία τώρα να εξιχνιάσω έγκλημα. Πάντα ζήλευα όταν έβλεπα να το κάνουν άλλοι συνάδελφοι σε ξένες σειρές και ήθελα να το κάνω κι εγώ κάποια στιγμή.

Τι σας ενέπνευσε ή τι σας βοήθησε στο να χτίσετε τον χαρακτήρα αυτό;

Είμαι λάτρης των αστυνομικών σειρών. Το 99% όσων βλέπω είναι αστυνομικές σειρές και ταινίες. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, έχω πάρα πολύ πλούσιο υλικό. Εχω διαβάσει και αρκετά αστυνομικά μυθιστορήματα, από τους πιο κλασικούς όπως Ντόιλ και Αγκαθα Κρίστι μέχρι τα βιπεράκια Τζέιμς Τσέις. Οπότε είναι στο μυαλό μου όλα αυτά κι έχω κλέψει από όλους κατιτίς.

Ο Κομνηνός αντιπροσωπεύει την τάξη και την επιβολή του νόμου.

Βασικά αντιπροσωπεύει τον νόμο και το δίκαιο. Είναι απόλυτα αφοσιωμένος στον νόμο. Δεν τον ενδιαφέρει η ταξική θέση του καθενός, γιατί εδώ μιλάμε για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες τάξεις, με τους πρόσφυγες από τη μια και τους ευκατάστατους του Grand Hotel από την άλλη. Το ευαγγέλιό του είναι ο νόμος και η τάξη. Τίποτα άλλο. Ασχολείται με έρευνες εγκλημάτων, αλλά αν πέσει μπροστά του μια υπόθεση λαθραίων θα την εξιχνιάσει κι αυτή. Το ίδιο κι αν αντιληφθεί μικροκλοπές. Δεν τον ενδιαφέρει τίποτα, αρκεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Καταλαβαίνει ότι πολλές φορές ίσως η δικαιοσύνη είναι λίγο πιο άδικη, γιατί παραμένει βαθιά άνθρωπος και το επικαλείται κιόλας. Δεν θα αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο έναν μικρό κλέφτη και έναν δολοφόνο. Θα είναι πιο ελαστικός, κάτι που η δικαιοσύνη μπορεί να μην το κάνει.

Ο,τι παίρνω εγώ από τις σειρές. Βλέπω μια αστυνομική σειρά και πραγματικά με συναρπάζει ο τρόπος εξερεύνησης ενός εγκλήματος, το πόσο άρρωστα είναι μερικά μυαλά και πώς μπορούν να οδηγηθούν στο έγκλημα. Στο «Grand Hotel» θέλουμε το κοινό να περάσει πολύ ευχάριστα. Εκτός από το αστυνομικό, υπάρχουν και πολλά άλλα δευτερεύοντα μηνύματα για όποιον έχει διάθεση να διαβάσει και λίγο παραπέρα, όπως κάποια σχόλια για τους πρόσφυγες και την αποδοχή τους σε μια κοινωνία και το πώς εντάχθηκαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι πράγματα τα οποία τα είχαμε βιώσει και εμείς σαν λαός και αντιδρούμε διαφορετικά τώρα σε άλλες περιπτώσεις. Θα ήθελα να πάρει επίσης και την ευθύνη κάποιων απέναντι στον νόμο και το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει αυτή και πώς η ταξική θέση του καθενός του δίνει κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους. Γενικά, υπάρχει ένας προβληματισμός κάτω από το κείμενο και τις σκηνές κι αν θέλει κάποιος να τον δει, θα τον δει πολύ εύκολα.

Σας έβαλε αυτός ο ρόλος του αστυνομικού στη διαδικασία να σκεφτείτε ίσως λίγο διαφορετικά για τον νόμο και τη δικαιοσύνη στην καθημερινή μας ζωή;

Δεν περίμενα τον ρόλο για να το σκεφτώ αυτό. Μου δίνει η καθημερινή μας ζωή τόσες πληροφορίες και τόσο μας το φέρνει μπροστά μας, που σκεφτόμαστε συνεχώς αν αποδίδεται δικαιοσύνη ή αν υπάρχει. Παράλληλα, δε, δουλεύω και με τον μονόλογο του «Εκτός ύλης» που θα το ξανακάνω φέτος, από τις 8 Νοεμβρίου στο θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης. Επειδή επικαιροποιούμε το κείμενο, η πραγματικότητα μας δίνει πια τόσα πράγματα που δεν ξέρουμε τι να προβάλουμε μέσα και πού να αναφερθούμε πρώτα. Ζούμε στην εποχή που 57 οικογένειες ψάχνουν δικαίωση τόσο καιρό και 102 οικογένειες απ’ το Μάτι επίσης ψάχνουν δικαίωση εδώ και έξι χρόνια.

Βλέπουμε τον χαρακτήρα σας στο «Εκτός ύλης», έναν βουλευτή και υπουργό να αναλογίζεται τις παραλείψεις και τα λάθη του και να παραιτείται από το αξίωμά του. Πώς αντιμετωπίζει αυτή την εσωτερική σύγκρουση και πώς εξελίσσεται η αυτοκριτική του στην ομιλία στη Βουλή;

Νομίζω ότι έχουμε συνηθίσει γύρω μας να ακούμε ψεύτικα και υποκριτικά «συγγνώμη» συνεχώς. Επαναλαμβανόμενα λάθη που τα κάνουν πολλοί και τελειώνει η ιστορία με ένα εύκολο «συγγνώμη» και συνεχίζουμε σαν να μη συνέβη τίποτα. Το είδαμε και στην περίπτωση του Καραμανλή με τα Τέμπη όλο αυτό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο ο οποίος θέλει να το εννοεί το «συγγνώμη» και δεν θέλει να το ζητήσει και να συνεχίσει αλλά να πάει να κρυφτεί στο λαγούμι του γιατί ντρέπεται πολύ και βαθιά. Αυτό για μένα είναι κάτι που δεν το έχω ξανασυναντήσει, είναι πολύ σπάνιο. Κατά καιρούς έχω ακούσει για αποχωρήσεις πολιτικών προσώπων που αποφασίζουν να ιδιωτεύσουν και καταλαβαίνω ότι μάλλον πρέπει να είναι κάπως έτσι αυτοί, να έχουν μια λίγο παραπάνω ευαισθησία και να τους αγγίζουν κάποια πράγματα. Γενικά βλέπουμε χοντρόπετσους ανθρώπους που δεν τους αγγίζει τίποτα. Ούτε το λάθος ούτε η γιούχα, αρκεί να έχουν την καρέκλα και την εξουσία. Αυτός εδώ τώρα είναι ένας άνθρωπος ο οποίος, ακριβώς επειδή το αισθάνεται έτσι, αποφασίζει να αποσυρθεί πραγματικά. Μιλάει κανονικά, σαν άνθρωπος, έξω από τα δόντια και από την ψυχή του. Δεν μοιράζει δεξιά και αριστερά ευθύνες, αλλά έχει κοιτάξει τις δικές του πρώτα απ’ όλα. Ξέρει πολύ καλά ότι έχει ένα μεγάλο κομμάτι ευθύνης ο ίδιος και δεν το αποποιείται ούτε προσπαθεί να τη βγάλει καθαρή.

Θεωρείτε ότι αυτός είναι ένας απολογισμός μιας στάσης που θα έπρεπε να υιοθετούν όλοι οι βουλευτές ή τα δημόσια πρόσωπα;

Μακάρι. Θα ήταν καλό. Εχουν μιλήσει πάρα πολλοί φιλόσοφοι για το θέμα της μετάνοιας και της συγγνώμης και δεν ξέρω πόσο θα μπορούσε να είναι μια ευρεία τακτική και να το κάνουν όλοι. Είμαι λίγο επιφυλακτικός απέναντι σε αυτό, αλλά πραγματικά, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, θα θέλαμε να δούμε μια πραγματική συγγνώμη. Γιατί έχει χάσει την αξία της κάθε λέξη και κάθε έννοια. Η λέξη «συγγνώμη» τώρα πια δεν μου λέει τίποτα όταν βγαίνει ο οποιοσδήποτε, λέει μια συγγνώμη και συνεχίζει την άλλη μέρα σαν να μη συνέβη τίποτα. Αμα το κάνεις κατ’ επανάληψη το λάθος, προφανώς καταλαβαίνουμε όλοι ότι δεν πρόκειται για καμία σοβαρή συγγνώμη. Θα ήθελα να μη χρειάζεται οι πολιτικοί να ζητάνε συγγνώμη. Θα ήθελα να μη χρειάζεται να φτάνουν εκεί. Αλλά αν φτάνουν εκεί, θα το εκτιμούσα αν αποχωρούσαν.