Η συνάντηση στη Μόσχα που αμφισβητήθηκε από ιστορικούς αλλά κατέγραψε ο Τσόρτσιλ στο ημερολόγιό του – Δεν συμμετείχαν εκπρόσωπο των βαλκανικών χωρών – Τι είχε ειπωθεί για τα Δεκεμβριανά, τον ΕΑΜ και τη Βόρεια Ήπειρο

Η σημασία της Ελλάδας για τη Βρετανία απορρέει από τη στρατηγική της θέση στη Μεσόγειο.
Ήδη από την Επανάσταση του 1821, οι Βρετανοί προσπαθούσαν να έχουν τον έλεγχο της περιοχής, καθώς η Ελλάδα αποτελούσε «κλειδί» για τη διατήρηση του θαλάσσιου δρόμου προς την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία.
Έτσι, η Βρετανία ήταν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει ακόμη και στρατιωτική βία, αν χρειαζόταν, για να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Ελλάδα.
Το γράμμα προάγγελος για τα Δεκεμβριανά και η στάση του Στάλιν
Η συμφωνία των ποσοστών κατοχύρωσε, αν όχι προδιέγραψε, για την Ελλάδα μια πορεία διαφορετική από τους βόρειους γείτονές της.
Μερικές ημέρες μετά τη σύναψή της, στις 7 Νοεμβρίου 1944, ο Τσώρτσιλ έγραψε στον Υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Ήντεν:…
«Λαμβάνοντας υπόψη το τίμημα που καταβάλαμε στη Σοβιετική Ένωση για να έχουμε ελεύθερα τα χέρια στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικά στρατεύματα για να στηρίξουμε την ελληνική κυβέρνηση υπό τον Παπανδρέου. Προβλέπω με βεβαιότητα σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε ενώπιον αυτής της προοπτικής, υπό τον όρο ότι θα έχουμε επιλέξει πολύ καλά τον λόγο και το έδαφος».
Το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου
Ο Βίκτορ Ρόθγουελ, ιστορικός με εξειδίκευση στη διπλωματική ιστορία της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναφέρει την έντονη αντιπαράθεση που προέκυψε γύρω από το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Συμμάχων. Το ζήτημα αυτό ανακινήθηκε τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τη Γιουγκοσλαβία, προκαλώντας διπλωματικές επιπλοκές και εντάσεις, καθώς και τον έντονο προβληματισμό των Βρετανών.
Η Ελλάδα, έχοντας ισχυρούς ιστορικούς και εθνικούς δεσμούς με τη Βόρεια Ήπειρο, προσπάθησε να εντάξει το αίτημα για την ενσωμάτωση της περιοχής στο μεταπολεμικό πλαίσιο διευθέτησης των βαλκανικών συνόρων. Το αίτημα της ελληνικής πλευράς βασιζόταν σε γεωστρατηγικά και εθνολογικά επιχειρήματα, καθώς η Βόρεια Ήπειρος αποτελούσε μία περιοχή με έντονη ελληνική παρουσία και είχε επανειλημμένα αποτελέσει αιτία διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, το Βορειοηπειρωτικό δεν απασχόλησε μόνο την Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβία, προσπαθώντας να διασφαλίσει τη δική της επιρροή στην περιοχή, διατύπωσε παράλληλα αξιώσεις στη βόρεια Αλβανία. Οι Γιουγκοσλάβοι δήλωσαν πως, εάν οι Έλληνες αποκτούσαν εδαφικά δικαιώματα στη νότια Αλβανία, τότε θα έθεταν και αυτοί αξιώσεις στο βόρειο τμήμα της χώρας, γεγονός που απειλούσε να προκαλέσει ένταση και να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών.
Οι Βρετανοί, έχοντας σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής κατάστασης στην περιοχή, αντιμετώπισαν το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου με προσοχή και δισταγμό. Το Νότιο Τμήμα του Φόρεϊν Όφις (του Υπουργείου Εξωτερικών της Βρετανίας) διαμόρφωσε τη θέση ότι, ενώ οι ελληνικές διεκδικήσεις είχαν ισχυρά εθνικά και στρατηγικά ερείσματα, η Βρετανία δεν ήταν διατεθειμένη να στηρίξει τις αξιώσεις της Ελλάδας σε βάρος της Αλβανίας, ειδικά εάν αυτές δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις με άλλους συμμάχους.
Επιπλέον, οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν ένα ευρύτερο γεωπολιτικό δίλημμα. Η υποστήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων στη Βόρεια Ήπειρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραιτήσεις της Ελλάδας από άλλες διεκδικήσεις, όπως αυτή των Δωδεκανήσων, όπου η ελληνική πλευρά διεκδικούσε την προσάρτηση λόγω του έντονου ελληνικού στοιχείου και της γεωγραφικής εγγύτητας. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν ότι οι ισχυρές ελληνικές διεκδικήσεις στα Βαλκάνια θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις ισορροπίες στην περιοχή, ειδικά εάν η Τουρκία ζητούσε ανταλλάγματα για να εισέλθει στον πόλεμο με τους Συμμάχους.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Φόρεϊν Όφις θεώρησε ότι οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων θα έπρεπε να εξεταστεί πολύ προσεκτικά και να αποφασιστεί στο πλαίσιο της συνολικής μεταπολεμικής διευθέτησης. Παρά την αναγνώριση των ελληνικών αιτημάτων, η Βρετανία δεν ήταν προετοιμασμένη να προσφέρει την Κύπρο ή άλλα εδάφη ως αντιστάθμισμα, καθώς θεωρούσε ότι τέτοιες παραχωρήσεις θα προκαλούσαν περαιτέρω εντάσεις.
Η στάση της Βρετανίας επισημοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, όταν ο Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν προέβη σε δημόσια δήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων, στην οποία η Βρετανία αναγνώριζε την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Αλβανίας και την προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας. Τα σύνορα της Αλβανίας, σύμφωνα με τον Ήντεν, θα αποφασίζονταν σε μια μεταγενέστερη διάσκεψη ειρήνης, όπου θα λαμβάνονταν υπόψη οι γεωπολιτικές ισορροπίες και τα εθνικά συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων κρατών.
Η στάση αυτή της Βρετανίας, αν και απογοητευτική για την ελληνική πλευρά, ήταν ενδεικτική της στρατηγικής της να μην προκαλέσει περαιτέρω αστάθεια στα Βαλκάνια, καθώς η περιοχή αποτελούσε πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Παράλληλα, η Βρετανία προσπαθούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στην Ανατολική Μεσόγειο και να εξασφαλίσει ότι τα ελληνικά αιτήματα δεν θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις άλλες στρατηγικές της επιδιώξεις στην περιοχή.
Ειδήσεις σήμερα:
Κικίλιας: Με απόλυτη διαφάνεια η αγορά του διαμερίσματος
Καίτη Γκρέυ: Στο νοσοκομείο η λαϊκή τραγουδίστρια – Σε κρίσιμη κατάσταση μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο
Bitcoin: Έλυσε το HBO το μυστήριο με τον ιδρυτή του; – Ποιος είναι πίσω από τον «Satoshi Nakamoto»

Content snippet: CookieBar