«Λιβελογραφίας εγκώμιον» τιτλοφορούσα ένα σύντομο κείμενό μου που δημοσιεύτηκε στο φιλόξενο περιοδικό «ΤΕΤΑΡΤΟ», του αείμνηστου φίλου Μάνου Χατζιδάκι, τον Απρίλιο του 1986. 38 χρόνια μετά οι απόψεις μου για αυτό το «είδος γραφής» δεν έχουν κατ’ ελάχιστον αλλάξει: «Λατρεύω τον λίβελο και πιστεύω πως είναι, στα χέρια ενός ταλαντούχου, υψηλό είδος λογοτεχνίας. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στη ρωμαϊκή του καταγωγή, όπως κάθε ρωμαϊκό έργο έχει μια λογική και μια ψύχρα, παρ’ όλο που κάποιοι λίβελοι του Κικέρωνα, του Σαλούστιου και του Καίσαρα έχουν και χάρη και ύφος υψηλό και ευφορία. Το είδος ξεκίνησε ως γραπτή διαμαρτυρία των καταπιεσμένων Ρωμαίων εναντίον των κατώτερων υπαλλήλων της αυτοκρατορίας.

Ηταν κάποιο είδος καταγγελίας για τις αυθαιρεσίες και τις παρανομίες των τελευταίων τροχών της ρωμαϊκής αμάξης της εξουσίας. Αυτός ο λίβελος δεν με ενδιαφέρει. Λίβελος που απευθύνεται σε ανθρωπάκια, σε υπαλληλίσκους, σε σκουληκάκια, σε ανύπαρκτους και περιδεείς, δεν έχει ούτε γούστο, ούτε ζουμί. Ούτε πάλι με ενδιαφέρει ο λίβελος που κατέθεταν οι λιβελοφόροι, δηλαδή οι περιδεείς χριστιανοί των πρώτων χρόνων που πίστευαν και εγγράφως ομολογούσαν πως μετάνιωσαν και διά μαρτύρων πιστοποιούσαν πως θυσίασαν στα είδωλα. Αυτοί οι λίβελοι μετανοίας με ανατριχιάζουν. Εξάλλου, και οι πρώτοι και οι δεύτεροι είναι ταπεινά γραπτά ταπεινών ανθρώπων. Οσο και να τα κατανοεί κανείς, τα απεχθάνεται. Ενδιαφέρον έχει το είδος στα χέρια δόκιμων συγγραφέων στη Ρώμη, και ήδη ανέφερα τον Κικέρωνα. Οι λόγοι του εναντίον του Κατιλίνα είναι οι πρώτοι έντεχνοι λίβελοι. Παρ’ όλ΄αυτά, το λογοτεχνικό ύφος το είδος αυτό το οφείλει στους χριστιανούς πατέρες.

Οι πρώτοι αποδέκτες λιβελογραφημάτων υπήρξαν οι μεγάλοι αιρετικοί, οι οποίοι αναδείχθηκαν επίσης μεγάλοι στυλίστες του είδους, επιστρέφοντας τος ύβρεις που τους εξαπέλυαν. Ο λίβελος είναι υψίστης ηδονής γραπτός εμπτυστής, εξέμεση χοντρών ή λεπτών ύβρεων, συνήθως κατά προσώπων. Λίβελος εναντίον ομάδων ή καταστάσεων νοείται, αλλά δεν έχει ούτε την ευφορία, ούτε την αποτελεσματικότητα του προσωπικού και του επωνύμου. Συνήθως ο αποδέκτης πρέπει να είναι δημόσιο πρόσωπο, προβεβλημένο, παράγων πολιτικός, κοινωνικός, οικονομικός ή λογοτεχνικός, καλλιτεχνικός. Αφορμή του λιβέλου μπορεί να είναι η όλη πολιτεία του ή κάποια συγκεκριμένη πράξη πρόσφατη και γνωστή ή άγνωστη που διά του λιβέλου αποκαλύπτεται και στηλιτεύεται. Ο λίβελος αποσκοπεί στον δημόσιο διασυρμό, με σκοπό την απογύμνωση, την απομυθοποίηση, τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση ιδιαιτέρως προβεβλημένων, όπως είπα, προσώπων. Οι προθέσεις του λιβελογράφου ποικίλλουν. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα μπερδέψει τη συκοφαντία, τη λασπολογία με τη λιβελογραφική τέχνη.

Τα όρια δεν είναι καθόλου θολά. Η διαφορά ανάμεσα στην προστυχιά και στον λίβελο είναι η διαφορά ανάμεσα στο αγοραίο και στην Τέχνη. Ο λίβελος έχει σκοπό την ηδονή και όχι την αηδία. Απώτερος σκοπός του είναι να ευχαριστήσει τον αποδέκτη του, αν μάλιστα τον διεγείρει και τον ωθήσει σε λιβελογραφική αντίκρουση, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια υψηλού επιπέδου παρτίδα που εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ.

Αυτό το σημείωμα το αφιερώνω στον μεγάλο λιβελογράφο Εμμανουήλ Ροΐδη».