Επιβιώνει ακόμα στις μέρες μας η προπαγάνδα ότι η επταετία της χούντας 1967-1974 ήταν μια λαμπρή περίοδος στην οικονομία, απαλλαγμένη από τις κοινωνικές αναταραχές που είχαν προηγηθεί αλλά και χωρίς τα ελλείμματα και τον πληθωρισμό της εποχής που ακολούθησε.
Οχι μόνο οι ακροδεξιοί, αλλά ακόμα και καλοπροαίρετοι πολίτες που δεν έχουν γνώση για τα πεπραγμένα της έχουν μια προδιάθεση να πειστούν ότι παρά την ένοπλη βία που επέβαλε στην Ελλάδα και παρά την προδοσία που οργάνωσε στην Κύπρο, στη διαχείριση της οικονομίας η χούντα τα πήγε καλά και νοικοκυρεμένα.
Οτι δήθεν τα κατάφερε φέρνοντας ανάπτυξη, νέες επενδύσεις, αυξάνοντας την απασχόληση και τους μισθούς.
Η πραγματικότητα όμως υπήρξε πολύ διαφορετική και καλό είναι να τη γνωρίζουμε, ιδίως σε μια εποχή όπου εξωραΐζονται τα αφηγήματα τυραννικών καθεστώτων για να στηρίξουν την επανεμφάνιση της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Η δικτατορία εφάρμοσε όχι μόνο μια σειρά αντιλαϊκές πολιτικές σε βάρος του κόσμου της εργασίας, αλλά με τις επιλογές της επέφερε και μακροχρόνιες στρεβλώσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς – από το περιβάλλον και τον τουρισμό έως τις επιχειρήσεις και το εμπόριο.
Πολύ συνοπτικά οι πέντε πληγές της χούντας στην οικονομία ήταν οι εξής:
Οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν όντως ισχυροί τα πρώτα χρόνια της επταετίας, κυρίως από τη φόρα που είχαν πάρει οι επενδύσεις πριν από το πραξικόπημα.
Η απασχόληση αυξήθηκε μεν με τις νέες επενδύσεις, όμως οι μισθοί παρέμεναν παγωμένοι αφού είχε βίαια καταπνιγεί κάθε ιδέα συνδικαλιστικής διεκδίκησης.
Με την κρίση της διετίας 1973-74, η οικονομία γνώρισε μεγάλη ύφεση, ο πληθωρισμός έγινε διψήφιος και οι πραγματικοί μισθοί συρρικνώθηκαν άγρια.
Το μείγμα μισθών – κερδών στην οικονομία άλλαξε με δριμύτητα.
Ενώ το 1967 οι μισθοί αποτελούσαν το 62% του ΑΕΠ, το 1974 είχαν κατρακυλήσει στο 51%, μια απώλεια 11 μονάδων του ΑΕΠ μόνο για εκείνη τη χρονιά.
Σε σημερινές τιμές αυτό θα ισοδυναμούσε με μία αφαίμαξη των μισθωτών περίπου 20 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά για όλη την επταετία υπολογίζεται κοντά στα 44 δισ. ευρώ.
Προφανώς τα εταιρικά κέρδη αυξήθηκαν κατά το ίδιο ποσόν, αποκαλύπτοντας με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις ταξικές προτιμήσεις της χούντας.
2Το διαχρονικό κόστος στο περιβάλλον: Η χούντα είναι υπόλογη για εγκλήματα εναντίον του περιβάλλοντος μέσω της άναρχης αστικής δόμησης και της χαριστικής ξενοδοχειακής πολιτικής – με την ανέγερση μεγαθηρίων και την καταπάτηση αιγιαλού.
Σήμερα βλέπουμε τη μαζική πολεοδομική ασχήμια σε συνοικίες και θαλάσσιες περιοχές που ήταν κάποτε οικιστικά και τουριστικά πρότυπα, και καλό είναι να θυμόμαστε ότι αυτά είναι κληρονομιά από το μπετόν της «Επαναστάσεως».
Ηταν η βόμβα που έσκασε τη δεκαετία του 1980, φορτώνοντας τον φορολογούμενο με δυσθεώρητα χρέη. Σχεδόν όλες αυτές οι επιχειρήσεις είχαν επωφεληθεί από τις χαριστικές δανειοδοτήσεις της χούντας και της απουσίας κάθε είδους αξιολόγησης και χρηστής κατανομής των πόρων.
Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σταμάτησε λόγω του πραξικοπήματος, με αποτέλεσμα την απώλεια πολλών ευκαιριών κοινωνικής προόδου, επενδύσεων και παρουσίας στις διεθνείς αγορές.
Οταν η Ελλάδα μπήκε τελικά στην ΕΟΚ το 1981, τα περισσότερα κράτη είχαν περιπέσει σε ύφεση και οι ευκαιρίες ήταν πλέον περιορισμένες.
Τα ανοίγματα προς τις κομμουνιστικές χώρες δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να αποτελέσουν εναλλακτική εμπορική πολιτική απέναντι στην Ευρώπη, πράγμα που φάνηκε από την οικονομική τους κατάρρευση λίγα χρόνια αργότερα.
Τέλος, οι σχέσεις που ανέπτυξε η χούντα με άλλες αφρικανικές χούντες και τους παρδαλούς δικτάτορες (όπως π.χ. οι Μποκάσα, Μομπούτου κ.ά.) θα έμοιαζαν περισσότερο με ένα εξωτικό καρναβάλι, αν δεν ήταν αμφότερες βαμμένες στο αίμα των πολιτών τους.
Ο Νίκος Χριστουδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου, πρώην υπουργός. επιμελητής του συλλογικού τόμου «Τα Οικονομικά της Δικτατορίας 1967-74», έκδοση της Βουλής και του ΟΠΑ.